Μία τοποθέτηση, οριοθέτησης της παρουσίας και της λειτουργικής της, τόσο στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό όσο και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έκανε χθές η Πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου στην συνέντευξη τύπου που παραχώρησε για την αποτίμηση του πρώτου 6μήνου λειτουργίας του κοινοβουλίου.

Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
 
Αναφερόμενη στην συμφωνία της 12ης Ιουλίου καθώς και στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» υποστήριξε ότι «η σύναψη σύμβασης στο πλαίσιο εκβιασμού δεν συνιστά συμφωνία» τονίζοντας πως ο ΣΥΡΙΖΑ  «δεν μπορεί να μπεί στο ίδιο τσουβάλι και στο ίδιο καλάθι με αυτούς που συνομολόγησαν σε βάρος του λαού». Όπως είπε δεν πρέπει«να επιχειρούμε αστοχους συμψηφισμούς και εξισώσεις» αφού «σήμερα 5 χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, είμαστε σε μια συνθήκη εκτράχυνσης των εκβιασμών» και «αμφισβήτησης ευθείας της δημοκρατικής λειτουργίας εν Ελλάδι». Όμως αναφέρθηκε στην εξεταστική επιτροπή για τα μνημόνια σημειώνοντας ότι  «αυτό δεν σημαίνει πώς δεν εξετάζονται τα πάντα» αρα  «πρέπει να εξεταστούν οι ευθύνες εκείνων των οποίων εκβιάζουν».

Για τις σχέσεις της με τον Αλ.Τσίπρα, η Ζ.Κωνσταντοπούλου επισήμανε ότι «με τον πρωθυπουργό μας συνδέει σχέση συντροφικότητας και εκτίμησης» προσθέτοντας πως οι θεσμικοί παράγοντες «πρεπει να βρίσκουν λύσεις ακόμη και όταν διαφωνούν» καθώς και ότι «κο πρωθυπουργός και εγώ είμαστε ταγμένοι στο θέμα της ενότητας του ΣΥΡΙΖΑ». Σχολίασε μάλιστα διαρροές από το Μ.Μαξίμου προ μερικών εβδομάδων σχετικά με την δυσαρμονία κυβέρνησης και προεδρίας της Βουλής αναφέροντας ότι  «δεν υπαρχει δυτσαρμονία όταν η Πρόερος της Βουλής, επιμένει η κοινοβουλευτική διαδικασία να γίνεται με βάση τις επιταγές του συντάγματος» αφού «όταν ο εκβιασμός περνάει προς την Βουλή η υποχρέωση του προέδρου είναι να τον αποκρούσει» ενώ «η Βουλή δεν μπορει να λειτουργεί ως ένα υφυπουργείο της κυβέρνησης». Παράλληλα είπε πως «η όποια δυσαρμονία προκύπτει εκ του αποτελέσματος, δεν θα την απέδιδα στην Βουλή αλλά σε εκείνους που υλοποιούν εκβιασμούς σε βάρος της χώρας της κυβέρνησης και του λαού». Παράλληλα πάντως επισήμανε ότι «το τελευταίο στάδιο του εκβιασμού είναι να πιστέψει κανείς ότι υλοποιεί την βούλησή του».

Ειδική αναφορά έκανε η Ζ.Κωνσταντοπούλου στο ζήτημα της κοινοβουλευτικής στήριξης της κυβέρνησης τονίζοντας ότι η δεδηλωμένη μίας κυβέρνησης μπορεί να χαθεί με συγκεκριμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες όπως μία συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Σχολίασε συγκεκριμένα ότι «την κυβέρνηση δεν την ρίχνει εκείνος που επιμένει η κυβέρνηση να μπορέσει να υλοποιήσει το πρόγραμμα της» και  «δεν την ρίχνουν οι βουλευτές που την στηρίζουν στην υλοποίηση του προγράμματός της» αλλά «την κυβέρνηση την ρίχνουν εκείνοι που την πιέζουν να υλοποιήσει διαφορετικό πρόγραμμα από το οποίο είχε εκλεγεί».

Σχετικά με το θέμα της ταύτισής της με συγκεκριμένες τάσεις, πλατφόρμες και συνιστώσες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, η Ζωή Κωνσταντοπούλου σημείωσε ότι «οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν ταμπελάκια ούτε κανένα αυτοκόλλητο στο μέτωπο τους» αναφέροντας ότι «δεν έχω ενταχθεί σε κάποια από τις τάσεις» ενώ «υπάρχουν βουλευτές που ψήφισαν όχι (σ.σ στις ψηφοφορίες για τα προαπαιτούμενα) και δεν ανήκουν σε καμμία τάση». Επίσης σημείωσε για τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ πως η απόψεις για «πολιτικές εκκαθαρίσεων θα προσκρούσουν στην συλλογικότητα μας» αφού αντικειμενικά προωθούν τα συμφέροντα των δανειστών.

Πάντως εξέφρασε την δυσαρέσκειά της για τις δύο πρόσφατες ψηφοφορίες με την διαδικασία του κατεπείγοντος λέγοντας ότι είναι «μαύρες σελίδες για την κοινοβουλευτική διαδικασία». Παράλληλα μίλησε για το ενδεχόμενο διενέργειας εκλογών με την φράση «στην Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα ποτε. Η κάλπη διαφόρων διαδικασιών είναι δημοκρατική διαδικασία όπως ήταν η κάλπη του δημοψηφίσματος» ενώ αποκάλεσε την πολιτική που θα εφαρμοστεί στην οικονομία ως «αυτό που προωθείται από την πλευρά των εκβιαστών δανειστών».

Η Πρόεδρος της Βουλης, αναφέρθηκε στις επιθέσεις εναντίον της από τα κόμματα της αντιπολίτευσης λέγοντας ότι υπάρχουν συγκεκριμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες οπότε «εάν θέλουν και τολμούν ας κάνουν πρόταση μομφής».
Ειδικά για το θέμα της επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος, τόνισε ότι θα συνεχίσει τις εργασίες της ενώ άσκησε κριτική στον αναπληρωτή υπουργό Δ.Μάρδα. Όπως είπε για την σύσταση και λειτουργία της επιτροπής «ήμουν σε πλήρη συνεννόηση με τον πρωθυπουργό που είχε συμμεριστεί την αναγκαιότητα» άλλωστε «παρέστη ο ίδιος σε δύο συνεδριάσεις» και «με γνήσιο και ειλικρινή τρόπο ο πρωθυπουργός εκδήλωσε την συμπαράσταση της κυβέρνησης». Παρόλα αυτά σημειωσε ότι το πόρισμα της επιτροπής «δεν έχει τύχει μέχρι στιγμής της δέουσας αξιοποίησης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα κάνουμε κάποια νεκροψία. Τίποτε δεν έχει τελειώσει». Μίλησε επίσης για  «ατυχείς δηλώσεις του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών του κ.Μάρδα» τονίζοντας ότι και ο ίδιος μετείχε σε συνεδρίαση της επιτροπής αλλά «μάλλον άλλαξε γνώμη». Πάντως η Ζ.Κωνσταντοπούλου εκτίμησε πως «τέτοιου είδους δηλώσεις δεν δεσμεύουν την κυβέρνηση» και «δεν θέλω να πιστέψω όσα διακινήθηκαν μιντιακά ότι αυτή είναι η τιμωρία για τα αποθεματικά της Βουλής»

Παράλληλα  η Πρόεδρος της Βουλής, δήλωσε ότι θα εγείρει εκ νέου θέμα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα καυτηριάζοντας την «έλλειψη συνεργασίας του Διοικητή της Τρέπζεας της Ελλάδας Γ.Στουρνάρα» αφού «αρνήθηκε να παραχωρήσει τα στοιχεία κίνησης των δανείων της χώρας» και  «αρνήθηκε να προσέλθει στην επιτροπή για την Ζίμενς παρότι υπέγραψε τον επονείδιστο συμβιβασμό» ενώ «αρνήθηκε να προσέλθει στην Επιτροή ΔΕΚΟ επικαλουμενος φόρτο εργασίας» . Όπως τονισε η Ζ.Κωνσταντοπούλου αυτό δεν αποτελεί αποδεκτή συμπεριφορά και έτσι «θα υπάρξουν οι δέουσες διαδκασίες ώστε να προσέλθει ως οφείλει και να χορηγήσει τα στοιχεία  ως οφείλει». Ειδικά τόνισε ότι ο Γ.Στουρνάρας «αρνείται να χορηγήσει τις κινήσεις των δανειακών συμβάσεων» την στιγμή που «κανείς δεν θα έπρεπε να έχει τίποτε να φοβηθεί από την δημοσιοποίηση τέτοιων στοιχείων»

Τέλος όσον αφορά το θέμα του ΕΣΡ η πρόεδρος της Βουλης διευκρίνησε ότι απόψεις που τάσσονται υπέρ της ακύρωσης του συνόλου της σύνθεσης της διοίκησης του, μπορούν αξιοποιηθούν από συμφέροντα που θέλουν να αποφύγουν πρόστιμα που έχουν επιβληθεί όχι μόνον από το ΕΣΡ αλλά από το σύνολο των ανεξάρτητων αρχών.