του Κωνσταντίνου Πουλή

Τα ηθικά συναισθήματα απαιτούν εγγύτητα. Δεν νιώθουμε τίποτα για το κακό που συμβαίνει μακριά μας, και μόνο με αυτόν τον τρόπο εξακολουθούμε να ζούμε ήσυχοι και να απολαμβάνουμε τις μικρές ή μεγάλες χαρές της ζωής μας την ώρα που συμβαίνουν φρικτά δράματα σε όλον τον πλανήτη. Αυτή η αποστασιοποίηση δεν απαιτεί  προφίλ αποκτηνωμένου ρατσιστή, αλλά απλώς έναν ψύχραιμο νοικοκύρη που δεν θέλει να του χαλάν τη ζαχαρένια. Υπάρχουν μερικά προβλήματα με αυτή την απαίτηση να μη χαλάει η ζαχαρένια.
 
Το πρώτο είναι πως σε μια τέτοια κατάσταση αποσιωπάται η ευθύνη που βαρύνει τους δυτικούς ψηφοφόρους, οι οποίοι μπορεί να είναι φιλήσυχοι νοικοκύρηδες στη ζωή τους, αλλά δεν διστάζουν να στηρίζουν κυβερνήσεις με βάση το χρώμα των μαλλιών του πρωθυπουργού, τη χαμογελαστή γυναίκα του ή τις ικανότητές του στο τραγούδι, ακόμη και αν αυτός στέλνει στρατιώτες ή/και βόμβες σε μακρινές χώρες (Είχα επιχειρήσει να ασχοληθώ με τη φιλοσοφική πλευρά του θέματος στο επίμετρο στην Ηθική απόσταση, του J. Glover).
 
Δεύτερον, το κακό ποτέ δεν μένει μακριά. Η Λαμπεντούζα, το Φαρμακονήσι, και πιο πρόσφατα οι καραβιές με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, μέχρι το λεωφορείο με τους νεκρούς που φτάνει στην Αυστρία, είναι όψεις της ίδιας πραγματικότητας. Θα ήταν ωραίο για τους νοικοκυραίους να μπορούσαν να προασπίσουν την ησυχία τους, αλλά δεν μπορούν. Γιατί αυτός που έτυχε να γεννηθεί στη λάθος όχθη μπορεί να φύγει για να σωθεί και να μας χτυπήσει την πόρτα. Και αν δεν τα καταφέρει, θα μας στοιχειώνει ως φάντασμα η εικόνα του πνιγμένου. Τα παράπονα για τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών συνιστούν σχεδόν μια περιθωριακή συζήτηση, μπροστά σε αυτή την αμείλικτη πραγματικότητα: αυτή ακριβώς είναι η εικόνα, αυτό είναι το πρόβλημα.
 
Ένα μέρος της κοινής γνώμης απαντά χωρίς να το καταλαβαίνει πως θα ήθελε να μη συμβαίνει εδώ το κακό. «Όχι στον κήπο μου», όπως λένε οι αγγλόφωνοι. Θες με screening που θα γίνεται στις χώρες προέλευσης, θες με κλειστά σύνορα και εταιρείες που θα τα προστατεύουν (οι λεπτομέρειες στους Εμπόρους των συνόρων, του Απ. Φωτιάδη), πάντως όχι εδώ.
 
Όταν διάβαζα σχόλια για τα ακριβά κινητά των μεταναστών που έμεναν σε σκηνές στο Πεδίο του Άρεως, εντόπιζα μια κακεντρέχεια για το ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν αρκούντως εξαθλιωμένοι. Πιστεύω ότι αυτή η στάση κρύβει κάτι βαθύτερο. Την πολύ πιο συνταρακτική αλήθεια ότι μπορεί να βρεθείς στη θέση τους. Είχαν μια φυσιολογική ζωή, κυκλοφόρησαν φωτογραφίες από κάποιους σε οικογενειακές εκδρομές, πριν από την προσφυγιά. Η ιδέα ότι είναι εξαθλιωμένοι χωνεύεται ευκολότερα, γιατί επιτρέπει στον Ευρωπαίο παρατηρητή να διατηρήσει το ψυχολογικό τείχος που θα ήθελε να τον χωρίζει. Η ιδέα όμως ότι ήταν μέχρι χθες άνθρωποι ακριβώς σαν κι εμάς είναι πολύ πιο ανησυχητική. Ακόμη χειρότερα αν είχαν κινητό ακόμη καλύτερο από το δικό μας, και κατέληξαν πρόσφυγες.
 
Η προσφυγική εμπειρία ζει στην καρδιά της Ευρώπης. Δεν εννοώ μόνο τη μαρτυρία της Άρεντ, όταν έλεγε ότι «χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτόν τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, που σημαίνει πως χάσαμε τη φυσικότητα των αντιδράσεών μας […] Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο και οι καλύτεροί μας φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης». Η κραυγή «κανείς εδώ δεν ξέρει ποιος είμαι» λέγεται επανειλημμένα από ανθρώπους που είχαν μια ζωή και μετά δεν είχαν, στην Ευρώπη. Ήδη μετά το πέρας του Α´ παγκοσμίου πολέμου εκτοπίζονται εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι, Αρμένιοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Γερμανοί, Ούγγροι και Ρουμάνοι και σταδιακά δημιουργούνται οι γνωστοί μας διεθνείς οργανισμοί για τους πρόσφυγες. Δεν είναι τόσο μακρινές αυτές οι εμπειρίες.
 
Παρόμοια ισχύουν αντιστρόφως και για τη βία. Η πολιτισμένη Δύση επαίρεται για τις αξίες της, ο Ελίας έγραφε για την πολεμική μανία των Αβησσυνών μαχητών σε αντίθεση με τους πολιτισμένους, μόλις τρία χρόνια από τον πόλεμο της Αιθιοπίας, τότε που οι πολιτισμένοι ιταλοί στρατιώτες χρησιμοποιούσαν χημικά όπλα και κρατούσαν τα κομμένα κεφάλια των φυλάρχων σαν τρόπαια πολέμου, όπως παρατηρούσε ο E. Traverso. Τα τείχη που πολλοί φαντάζονται δεν είναι και τόσο ψηλά.
 
Η άλλη όψη αυτής της ανησυχαστικής εγγύτητας λοιπόν είναι η απάθεια. Έχει ειπωθεί πως η φωτογραφία που συνοψίζει το πνεύμα της εποχής μας είναι αυτή των λουομένων στην πλαζ, που στέκουν στην ξαπλώστρα την ώρα που καταφθάνουν πρόσφυγες από τη θάλασσα. Δεν ήταν η μόνη αντίδραση όμως. Μέσα στην εμετική κομματική επικαιρότητα του καταντήματος του ΣΥΡΙΖΑ φέτος το καλοκαίρι ανέκυψε αυτή η πλευρά και μαζί εμφανίστηκε μια ισχυρή κίνηση αλληλεγγύης. Δεν ήταν τυχαίοι εθελοντές, όπως ήθελε η τηλεοπτική ευαισθησία, ήταν άνθρωποι πολιτικοποιημένοι, που ξεκίνησαν να προσφέρουν νερό και έφτασαν να ταΐζουν εκατοντάδες πρόσφυγες.  Θα πει κανείς: φτάνει αυτό; Τίποτα, ποτέ δεν φτάνει. Είναι όμως διαφορά κρίσιμη. Νομίζω ότι μέσα στην ακατάσχετη φλυαρία των ημερών, να δώσει κανείς ένα μπουκάλι νερό σε άνθρωπο που διψάει έχει σημασία θεμελιώδη.