Στο ρεπορτάζ του Reuters επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο ναυτιλιακός κλάδος συνεισφέρει 9 δισεκατομμύρια ή 4 % στο ΑΕΠ της χώρας, ποσό που πολλαπλασιάζεται αν συνυπολογιστούν και τα περιφερειακά επαγγέλματα, οπότε φτάνει τα 17 δισ. ή 7,5% του ΑΕΠ. Στους 192.000 υπολογίζει η στατιστική υπηρεσία τους εργαζόμενους των κλάδων αυτών, νούμερο που αντιστοιχεί στο 4% του συνόλου των Ελλήνων εργαζομένων.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, αυτά τα νούμερα είναι πλασματικά αφού σύμφωνα με την ανάλυση του Reuters οι αναλύσεις βασίζονται σε στοιχεία που δίνουν οι ίδιες οι ναυτιλιακές εταιρίες οι οποίες περιλαμβάνουν στα στατιστικά τους δισεκατομμύρια ευρώ που στην πραγματικότητα δεν περνάνε ποτέ από την ελληνική οικονομία. Αν υπολογιστούν μόνο οι πληρωμές προς τις ελληνικές εταιρίες και το προσωπικό (μέθοδος που χρησιμοποιείται από τις άλλες χώρες) τότε η βιομηχανία της ποντοπόρου ναυτιλίας δεν συνεισφέρει στο ΑΕΠ της χώρας με ποσοστό μεγαλύτερο του 1%.

Στο ρεπορτάζ του Reuters ο πρώην υπουργός οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, κάνει λόγο για «άβατο» της ναυτιλίας και αναφέρει ότι οι μεγάλοι εφοπλιστές χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ προκειμένου να επιτεθούν σε οποιονδήποτε προσπαθεί να τους φορολογήσει, κάτι που -όχι πολύ περιέργως- αρνείται η Ένωση Εφοπλιστικών Εταιριών, η οποία ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία που παρουσιάζει είναι σωστά και εκδίδονται από έμπιστους οίκους (σ.σ. την αξιοπιστία των οποίων έχουμε θαυμάσει τα τελευταία χρόνια αρκετές φορές).

Στην αναλυτική έρευνα του Reuters γίνεται αναφορά στην ιστορία της σχέσης κράτους – εφοπλιστών και στην απόφαση της μεταπολεμικής κυβέρνησης του 1953 να περάσει στο σύνταγμα της χώρας ειδικές φοροαπαλλαγές για τους έλληνες εφοπλιστές προκειμένου να αποφύγει την μετακίνηση τους σε φορολογικούς παραδείσους όπως ο Παναμάς. Οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες έκτοτε φορολογούνται όχι για τα κέρδη τους αλλά βάσει ενός φόρου «όγκου» του γνωστού και ως «φόρος επί του τονάζ». Οι ίδιοι οι εφοπλιστές απολαμβάνουν πλήρη φορολογική ασυλία.