«Η κατάσταση του παγκόσμιου κλίματος το 2015 θα είναι ιστορική για μια σειρά από λόγους» σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του Παγκόσμιου Οργανισμού μετεωρολογίας.

«Οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα έφθασαν σε νέα κορύφωση: την άνοιξη του 2015 στην Αρκτική για πρώτη φορά το επίπεδο του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα ξεπέρασε το όριο των 400 μερών ανά εκατομμύριο κατά παγκόσμιο μέσο όρο. Το 2015 θα είναι πιθανότατα η θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί, οι θερμοκρασίες της επιφάνειας της θάλασσας έφθασαν σε πρωτοφανή επίπεδα, από τότε που γίνονται παρατηρήσεις. Η υπερθέρμανση πιθανότατα θα υπερβεί το όριο του 1°C. Θλιβερή είδηση για τον πλανήτη μας», τόνισε ο Μισέλ Ζαρό.

Σύμφωνα με τον κ. Ζαρό, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου οι οποίες προκαλούν την κλιματική αλλαγή, μπορούν να περιοριστούν καθώς υπάρχουν τόσο οι γνώσεις όσο και τα εργαλεία. Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, ο κ. Ζαρό τόνισε πως «Έχουμε την επιλογή, την οποία δεν θα έχουν οι μελλοντικές γενιές».

Καθοριστικός παράγοντας για τον καθορισμό του κλίματος σε αρκετά μέρη του πλανήτη, είναι και το φαινόμενο του Ελ Νίνιο που συνεχώς κερδίζει σε ένταση. Στο φαινόμενο αυτό οφείλονται οι υψηλές θερμοκρασίες του Οκτωβρίου του 2015, ενώ η θέρμανση αυτή θα συνεχιστεί μέχρι το 2016.

Σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού, η οποία δημοσιεύτηκε  μια εβδομάδα πριν την Διάσκεψη για το Κλίμα (COP21), που θα διεξαχθεί στο Παρίσι, η θερμοκρασία της Γης για το πρώτο δεκάμηνο του 2015, παρουσιάζει μια απορρύθμιση περίπου +0,73°C σε σχέση με τη φυσιολογική που είχε υπολογιστεί για την περίοδο 1961-1990 (μέση θερμοκρασία 14°C), δηλαδή περίπου 1°C υψηλότερη σε σχέση με τις χρονιές 1880-1899 της προβιομηχανικής εποχής.

Η τάση αυτή, δείχνει πως το 2015 θα είναι πιθανότατα η θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί, ενώ η θερμοκρασία στην επιφάνεια της θάλασσας που έσπασε νέο ρεκόρ τον περασμένο χρόνο, θα είναι ίδια ή και μεγαλύτερη για το 2015. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία, η πενταετία 2011-2015, ήταν η θερμότερη περίοδος που έχει καταγραφεί, περίπου 0,57 ° C πάνω από τον μέσο όρο της περιόδου 1961-1990 που χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς.