Στην διευθύντρια ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για το αδίκημα της απιστίας σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου (Ν. 1608/50).

Οι οικονομικοί εισαγγελείς που διενήργησαν την προκαταρκτική έρευνα αντιλήφθηκαν ζημία του Δημοσίου, εξαιτίας της χορήγησης εγγυήσεων του σε επιχειρηματίες της Βορείου Ελλάδος που είχαν πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων σε τράπεζες.

Από την έρευνα προέκυψε  ότι η διευθύντρια, με τη συνδρομή υπαλλήλου που επίσης διώκεται ποινικά, χορηγούσε εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου ύψους 94 εκατομμυρίων ευρώ, σε επιχειρηματίες που δεν πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις, παρακάμπτοντας τη διαδικασία του ελέγχου από το αρμόδιο συμβούλιο, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, χορηγούσαν εγγυήσεις χωρίς να έχει υπάρξει καν αίτηση των επιχειρηματιών. Οι επιχειρηματίες που ωφελήθηκαν, διώκονται ως ηθικοί αυτουργοί.
 
Η εισαγγελική έρευνα έδειξε πως η υπόθεση ξεκίνησε το 2006, όταν με ειδικό νόμο δόθηκε η δυνατότητα στο ελληνικό δημόσιο να παρέχει εγγυήσεις υπό προϋποθέσεις για την εξυπηρέτηση επιχειρηματιών και εταιρειών που αντιμετώπιζαν προβλήματα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Μια από τις προϋποθέσεις ήταν η αίτηση χορήγησης εγγυήσεων να υποβληθεί και να εξεταστεί από 11μελές Συμβούλιο.

Όπως διαπίστωσαν οι εισαγγελείς, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, η διευθύντρια του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, έκανε δεκτές τις αιτήσεις χωρίς να τις θέσει στην κρίση του 11μελους Συμβουλίου, χορηγώντας έτσι εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, ύψους 94.032.170 ευρώ.
 
Από τις επίδικες εγγυήσεις ήδη έχουν καταπέσει οι 34 από αιτήματα πιστωτικών ιδρυμάτων για ποσά που φθάνουν τα 34.714.918 ευρώ. Για το λόγο αυτό το Δημόσιο έχει καταβάλει ήδη το ποσό των 1.201.429 ευρώ. Την υπόθεση θα αναλάβει πλέον αρμόδιος ανακριτής.