Στο άρθρο μου με τίτλο  ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΜΗΤΕΡΕΣ,  επιχείρησα,  μάλιστα,  μια σχετική αναψηλάφηση της μεταπολιτευτικής ελληνικής οικογένειας, διερευνώντας ποιες σχέσεις τροποποιήθηκαν και προς ποια κατεύθυνση. Κατέληξα, επίσης, στο κάπως αφοριστικό συμπέρασμα, ότι η μεταπολιτευτική οικογένεια «ευνούχισε» τα αρσενικά παιδιά, αναπτύσσοντας το ναρκισσιστικό πρότυπο του «κάθομαι σπίτι, κάνω μπάφους και παίζω pro» και «ενσωμάτωσε» στα νεαρά κορίτσια το τεχνητό πέος μιας αναίσθητης, υπερδιανοητικοποιημένης και, εν τέλει, «κουτο-πονηρής καπατσοσύνης»!

του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Αναλύοντας περισσότερο  αυτό το μοντέλο της dominant matrix, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτό ακριβώς οδήγησε τη Μητέρα σε μια κρίσιμη αύξηση του βαθμού επικριτικότητας, προσβλητικότητας, αλλά και τιμωρητικότητας απέναντι στο, κατά λοιπά, «αποθεωμένο» Παιδί.  Κάθε κυριαρχική μητέρα, που σέβεται το ρόλο της, δεν μπορεί παρά να είναι ιδιαίτερα επικριτική και επανειλημμένα τιμωρητική για τη συμπεριφορά, τα λόγια ή τις συναισθηματικές εκδηλώσεις του παιδιού,  με το άλλοθι μάλιστα μιας υπερ-έλλογης, κατ’εξοχήν ορθολογιστικής και μοντέρνας διαπαιδαγώγισης.
 
Η απουσία του Πατέρα από την οικογένεια, πέρα από τις συνέπειες της για τον παιδικό ψυχισμό και εκτός του γεγονότος ότι αναδείκνυε τη Μητέρα σε απόλυτο οικογενειακό κυρίαρχο,  προκαλούσε,  σε αρκετές περιπτώσεις, την προβολική ταύτιση του απόντος Πατέρα στο παρόν Παιδί.   Το Παιδί, δυστυχώς,  ήταν πάντα εκεί για να «πληρώσει τη νύφη» της ελλειμματικής παρουσίας του Πατέρα.  Πολύ συχνά, ακόμη, η ίδια αυτή στρεβλή λειτουργία, εξωθούσε τον έναν ή και τους δύο γονείς σε μια μάλλον ανεπίγνωστη απόρριψη του Παιδιού,  που μπορεί να μην εκφραζόταν, ίσως,  λεκτικά, τα διπλά μηνύματα όμως ήταν τόσο ισχυρά, που το  Παιδί ένιωθε ότι είναι προβληματικό,  απορρίπτεται ή ότι δεν αγαπιέται πραγματικά.
 
Άλλο τόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις,  που το Παιδί  βρέθηκε ανάμεσα στις συγκρουόμενες «παρατάξεις» των δεκάδων χιλιάδων διαζυγίων, ιδιαίτερα μετά την περίοδο της κατάρρευσης του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και της συνακόλουθης κατάρρευσης των ιδεολογημάτων ή ιδεολογιών που, πάντως, στήριζαν αξιακά, υπαρξιακά και οντολογικά ακόμη τους οπαδούς τους.  Η ψυχολογική ή και σωματική βία, που υπέστη το Παιδί της νεοελληνικής οικογένειας σε κείνη ακριβώς την περίοδο, ίσως να πρέπει, κάποια στιγμή, να διερευνηθεί πολύ πιο συγκεκριμένα.
 
Αξίζει, ακόμη, να αναρωτηθούμε αν ο «ευνουχισμένος» Πατέρας, ήταν σε θέση να πιστοποιήσει τα αίτια της κατάστασης του και να ξεκινήσει μια μακριά πορεία αυτογνωσίας ,  ή αν πρόβαλε και αυτός την ελλειμματική εκπλήρωση των προσδοκιών του στο Παιδί, είτε θέτοντάς του υπερβολικά υψηλά και ανελαστικά στάνταρ, είτε  «ενοχοποιώντας» το για τα προβλήματα της οικογένειας.
 
Η ναρκισσιστική μεταπολιτευτική έκρηξη με τα καταναλωτικά «εξαπτέρυγα» της κτλ, πυροδοτούσε επίσης διαρκώς, έναν φαύλο κύκλο δυσμενούς συγκρισιμότητας. Πάντα κάποιος γείτονας είχε περισσότερα «φράγκα», πάντα κάποιος άλλος τα είχε καταφέρει καλύτερα, πάντα κάποιος ξάδερφος ήταν πιο «ξύπνιος»,  πάντα κάποιος συμμαθητής ήταν καλύτερος. Πάντα κάποιο καταναλωτικό «εξάρτημα»  έλλειπε από την οικογένεια, διαμορφώνοντας μια δυσμενή σύγκριση, που δεν έλεγε να καλυφθεί,  παρά τα τόσο διακοποδάνεια και τα τόσα κομμωτήρια. Αυτή η σύγκριση με τους κοντινούς ή μακρινούς,  ακόμη και Ευρωπαίους, Άλλους, εγγράφηκε με καθοριστικό τρόπο στην παιδική ψυχοσύνθεση.
 
Η εγκατάλειψη, τέλος, του σπιτιού από τον Πατέρα, αντιληπτή ή όχι, ρεαλιστική ή οιονεί, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο πλαίσιο, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε το ιδανικό «θερμοκήπιο» για την αυτοενοχοποίηση του Παιδιού, ότι εκείνο είναι υπεύθυνο για το γεγονός αυτό.  
 
Το συνολικό αυτό πλαίσιο, καταρράκωσε το αίσθημα της αυτοεκτίμησης των παιδιών που μεγάλωσαν μέσα στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα.  Το αίσθημα της αξίας σε σχέση με την προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή έχει τρωθεί και η σχετική βαθιά ψυχική ανάγκη έχει μείνει ανεκπλήρωτη.
 
Ένα μεγάλο μέρος της νεοελληνικής κοινωνίας έχει παγιδευτεί σε μιαν αίσθηση αναξιότητας και ανεπάρκειας και αυτό μπορεί, εν μέρει, να ερμηνεύει  και την απουσία της αναγκαίας συλλογικής αυτοπεποίθησης, αλλά και την ευρεία διάδοση μιας αίσθησης ευαλωτότητας που μας κάνει να νιώθουμε διαρκώς κατώτεροι κάποιων άλλων, αλλά και υπερ-ευαίσθητους στην κριτική και «πρώτους» στην επίκριση. Να, ίσως, και γιατί οι ενοχοποιητικοί συστηματικοί μηχανισμοί του τύπου,  «όλοι μαζί τα φάγαμε», έσπερναν σε καλο-οργωμένα χωράφια.  Η συλλογική ταπείνωση που βιώνουμε, ίσως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αθροιστική αντανάκλαση της ατομικής ταπείνωσης που βίωσε το Παιδί στην νεοελληνική οικογένεια της μεταπολίτευσης.
 
Αυτή ακριβώς η παγίδευση στη μειονεκτικότητα, οδηγεί την νεοελληνική κοινωνία σε μια μάταιη πάλη με την ενδόμυχη ντροπή της, διαμορφώνοντας τρεις καίριες τάσεις, που έχουν την έκφραση τους και στο πολιτικό πεδίο, τέμνοντας βέβαια οριζόντια όλους σχεδόν τους πολιτικούς σχηματισμούς.
 
Η πρώτη τάση αφορά στους συμπατριώτες μας εκείνους, που διακατέχονται από το ισχυρό αίσθημα ότι η μειονεξία είναι φυλετικά εγγενής, είναι συστατικό της νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ότι δεν μπορεί, στην πραγματικότητα να αλλάξει, γιατί αφορά την ίδια μας την ύπαρξη. Γι’ αυτό, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να το κρύψουμε και να εξευρωπαϊστούμε τάχιστα, πριν και οι εταίροι μας το ανακαλύψουν και μας αποκλείσουν οριστικά από την πολιτισμένη «παρέα» τους. Πίσω από αυτή τη συλλογιστική, κρύβεται η βαθιά πεποίθηση ότι κανείς δεν είναι δυνατόν να ενδιαφερθεί για μας, ή υπερτονίζονται οι δήθεν αποδείξεις ότι οι Άλλοι μας αντιπαθούν και μας απορρίπτουν. Οι απόψεις των Άλλων διαστρεβλώνονται, για να υποστηρίξουν το εσωτερικό αίσθημα ντροπής, ενώ η αυτοκριτική και η αυτοτιμωρία μπορεί να φτάσει μέχρι την «ευλογία του Μνημονίου» ή και το μηδενιστικό μίσος απέναντι σε ό,τι «ελληνικό στον τόπο αυτό», δηλαδή απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό.  Ο εαυτός τους σχεδόν τους αηδιάζει, αλλά επειδή αυτό δεν είναι και πολύ εύκολα διαχειρίσιμο συναίσθημα, είναι καλύτερα να τους… αηδιάζει η Ελλάδα. Οι άνθρωποι αυτοί, αναπαράγουν το αρχικό τραύμα της γονεϊκής τους απόρριψης υποχωρώντας στο αίσθημα της αναξιότητας, προβάλλοντας, όμως, το ατομικό στο συλλογικό, για να αντεπεξέλθουν στα αισθήματα μειονεξίας που τους καταθλίβουν.
 
Η δεύτερη τάση, αφορά στους ανθρώπους, που από μια πρώτη άποψη φαίνονται να διαθέτουν τόσο ισχυρή αυτοπεποίθηση, ώστε κανείς δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι και εκείνοι είναι εγκλωβισμένοι στη μειονεξία τους. Βρίσκονται ακριβώς στο αντίθετο άκρο του φάσματος, σε σχέση με την προηγούμενη κατηγορἰα.   Νιώθουν άτρωτοι και ότι κανείς δεν μπορεί να τους επηρεάσει. Οι ίδιοι, αγνοούν τα βαθιά αισθήματα της ντροπής τους. Αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός εύθραυστου  ναρκισσισμού που είναι ορατός, τόσο στην πολιτική, όσο και στη διαπροσωπική μας πραγματικότητα. Αν σας αιφνιδιάζει, συχνά πυκνά,  η παντελής αδυναμία κάποιων συμπολιτών μας να συμμετάσχουν συναισθηματικά στον πόνο των Άλλων ή η διαρκής επίκριση και ενοχοποίηση των Άλλων για τα προβλήματά τους, μπορείτε να ξέρετε, ότι πίσω απ’ αυτήν την εικόνα, κρύβεται η ναρκισσιστική αντεπίθεση ενός παραχωμένου αισθήματος μειονεξίας. Οι άνθρωποι αυτοί, κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης, υπεραναπληρώνουν τα βαθύτερα μειονεκτικά συναισθήματα τους, ότι κανείς δεν θα τους σεβαστεί και δεν θα τους αγαπήσει ποτέ.  Σχεδόν υπαρξιακό κίνητρο της ζωής τους είναι να γίνουν τόσο ξεχωριστοί και σπουδαίοι, ώστε κανείς δεν θα μπορεί πια να τους αγνοήσει.
 
Η τρίτη κατηγορία, είναι αυτοί που ίσως φαίνονται εντελώς φυσιολογικοί, αλλά στην πραγματικότητα έχουν «ανακαλύψει» πολύ προσωπικούς δρόμους διαφυγής από τη μειονεξία τους. Το ποτό, τα ναρκωτικά, η μικροαστική εργασιομανία και η επιδεικτική αδιαφορία για τα κοινά, η μονολιθική ενασχόληση με το lifestyle,  το υπερβολικό φαγητό,  μια χουλιγκάνικη επαναστατικότητα ή η ποδοσφαιροποίηση της «εθνικής υπερηφάνειας», είναι μερικά από τα μέσα συντήρησης σε μια παθητική κατάσταση, ώστε να αποφύγει κανείς το βαθύ  πόνο του αισθήματος της μειονεκτικότητας.
 
Η «τριαδικότητα» αυτή, συνιστά τα κυρίαρχα ρεύματα που επηρεάζουν καταλυτικά τη  νεοελληνική συλλογικότητα των ημερών μας. Και αν αναρωτιέται κανείς,  σε ποια από τις κατηγορίες αυτές υπάγεται η περίπτωση του αρθρογράφου, δεν έχει παρά να υποβάλλει τις προτάσεις του.