Χρονιά ύφεσης και ανεργίας και το 2016 σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Αν και – κατά πάγια πρακτική- το γραφείο Προϋπολογισμού τάσσεται υπέρ της εφαρμογής και της συνέχισης των συμφωνιών με τους δανειστές αναγνωρίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται θα ενισχύσουν άμεσα την ύφεση ενώ παράλληλα εκτιμά ότι θα έχουμε αύξηση της ανεργίας και μάλιστα της μακροχρόνιας.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στα συμπεράσματά του  «τα προβλεπόμενα μέτρα στη φορολογία και στο ασφαλιστικό θα επηρεάσουν υφεσιακά την οικονομία». Τονίζει επίσης ότι «η ύφεση συνεχίζεται και το 2016, πράγμα που προκαλεί και δημοσιονομικά προβλήματα. Είναι κοινός τόπος ότι σε τροχιά ύφεσης του ΑΕΠ τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και επομένως απειλούνται οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα. Η κατάληξη ήταν νέα φορολογικά μέτρα που όμως είναι αμφίβολο αν θα αποδώσουν. Η δρομολογημένη νέα συμφωνία με τους θεσμούς προβλέπει νέα φορολογικά μέτρα € 5,4 δισ. και € 3,6 δισ. μέτρα υπό αίρεση όπως συζητείται αυτήν τη στιγμή, τα οποία θα ασκήσουν πιέσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές».

Ειδικά για την ανεργία στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνεται πως «το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (≥12 μηνών) στην Ελλάδα αυξάνεται ανησυχητικά και έφθασε στο 74 % το 4ο τρίμηνο 2015 από 73% το 4ο τρίμηνο 2014 και 40% το 2009. Ο συνδυασμός υψηλού ποσοστού ανεργίας και μακροχρόνια ανέργων προκαλεί σε μείωση του ρυθμού μεταβολής του δυνητικού προϊόντος της ελληνικής οικονομίας.Συνολικά κρίνοντας την οικονομική πολιτική στην περίοδο της κρίσης (και εκ του αποτελέσματος) συμπεραίνουμε ότι δεν ήταν προτεραιότητά της η σοβαρή μείωση της ανεργίας».

Σχετικά με τα δημοσιονομικά ζητήματα σημειώνεται πως «το πρωτογενές πλεόνασμα του ΚΠ το πρώτο τρίμηνο του 2016 παρουσιάζει αξιοσημείωτη αύξηση τόσο σε ετήσια βάση όσο και σε σχέση με τον στόχο του Προϋπολογισμού 2016», όμως την επισημαίνει παράλληλα ότι ««οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το δημόσιο ανήλθαν μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2015 στο ποσό των € 86,3 δισ. σημειώνοντας αύξηση κατά 14,7% σε ετήσια βάση».

Ειδική αναφορά γίνεται στην έκθεση για  την υπό εξέλιξη διαπραγμάτευση. Τονίζεται ότι «η ελληνική πλευρά, ορθώς κατά την εκτίμησή μας, υποστηρίζει ότι μια σοβαρή «διευκόλυνση» θα πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας για την πρώτη αξιολόγηση». Παράλληλα εκτιμάται πως  «διαφαίνεται ένας συμβιβασμός με τη μορφή «διορθωτικού μηχανισμού»: Η ελλη- νική πλευρά θα σχεδιάσει πρόσθετα μέτρα ύψους € 3-3,5 δισ. για την περίπτωση που η πο- ρεία της δημόσιας οικονομίας αποκλίνει τα επόμενα χρόνια από τους στόχους και δεν απο- δώσουν τα μέτρα που έχει ήδη αποφασίσει».  Με το κλείσιμο της αξιολόγησης επισημαίνει το γραφείο προϋπολογισμού «δημιουργούνται προϋποθέσεις για να αποτραπεί η παγίωση μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες επιβαρύνσεις του ιδιωτικού τομέα, μείωση των εισοδημάτων στο δημόσιο τομέα, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων». Όμως την ίδια στιγμή σημειώνει ότι «η οικονομία δεν θα ανακάμψει αυτόματα μετά την πρώτη αξιολόγηση και τις επενδύσεις από το πακέτο Juncker αν δεν εξαλειφθεί η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πολιτικής στο μέλλον και, ειδικότερα, αν δεν αλλάξουν οι κανόνες διακυβέρνησης της χώρας και δε γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει το τρίτο «Μνημόνιο», με τις κατάλληλες βελτιώσεις όπου αυτές είναι δυνατές».