Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Είναι ωστόσο έτσι τα πράγματα; Κινδυνεύουν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός από τους «53+»; Ή μήπως τα δημοσιογραφικά σενάρια, αντί να αποκαλύπτουν κάποιον υπαρκτό εσωκομματικό κίνδυνο, επιδιώκουν περισσότερο την «προληπτική θωράκιση» της ηγεσίας; Συμμεριζόμενος το πνεύμα και πολλές από τις παρατηρήσεις του Χριστόφορου Κάσδαγλη[1], και πέρα από προσωπικές εκτιμήσεις (πέρα ακόμα κι από την εύλογη απορία, πώς θα προτιμηθεί η «ηρωική πτώση» που απορρίφθηκε πέρσι, έπειτα από μια νίκη σε δημοψήφισμα), τα ίδια τα πράγματα δείχνουν πως οι «53+» παραμένουν καθρέφτης της κυβέρνησης Τσίπρα μέσα στο κόμμα – κάθετί άλλο, δηλαδή, παρά εμπόδιο στη διαρκή διολίσθηση κυβέρνησης και κόμματος προς τα δεξιά.

«Άλλο η θεωρία, άλλο η ζωή»

Αν κάτι επιβεβαιώνει το κείμενο των 11 σημείων των «53+», αυτό πριν από οτιδήποτε είναι η αδυναμία της τάσης, όπως συμβαίνει και με την κυβέρνηση, να αναλάβει στην πράξη όσα προκύπτουν λογικά από τις αναλύσεις της:

• Καταλαβαίνουν οι «53+» πόσο προβληματικό είναι «να φαίνεται ή να εκλαμβάνεται από τον λαϊκό κόσμο ότι οι μνημονιακές δεσμεύσεις συγκροτούν το δικό μας πρόγραμμα»• κεντρικά στελέχη τους, ωστόσο, υλοποιούν από κυβερνητικές θέσεις το πρόγραμμα αυτό, χάνοντας έτσι το όποιο πολιτικό ή ηθικό πλεονέκτημα έναντι όσων θεωρούν το Μνημόνιο «στρατηγική επιλογή»• με ποιο κριτήριο ξεχωρίζουν, τότε, εκείνοι που το θεωρούν «τακτικό συμβιβασμό»; Δεν πέρασαν παρά εφτά μήνες από πέρσι το καλοκαίρι, απ’ όταν δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας έπαιζε χωρίς αντίπαλο – και τότε βασικοί συντελεστές των «53+» εξηγούσαν στα σοβαρά πόσο παρωχημένο είναι, υποτίθεται, το «Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο», με το βλέμμα στραμμένο περισσότερο προς την αριστερή διαφωνία – και λιγότερο προς το «δικαιωμένο», έκτοτε, ελληνικό αστισμό.

• Εκτιμούν οι «53+» ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ τείνει (sic) «να μετεξελιχθεί η ήττα και ο συμβιβασμός του περασμένου καλοκαιριού σε στρατηγική επιλογή»• παραδέχονται ότι «υπολειπόμαστε κατά πολύ από μια λειτουργία που θα κατοχυρώνει τη συμμετοχή του μέλους και συνολικά του κόμματος στα κέντρα λήψης των αποφάσεων» και προειδοποιούν ότι «η συζήτηση για τις περιβόητες ‘προσχωρήσεις’, ‘διευρύνσεις’, ‘συμπράξεις’ επανέρχεται σε λάθος κατεύθυνση». Μπροστά σε αυτά, ωστόσο, η διάθεσή τους να συγκρουστούν με την ηγεσία εξαντλείται σε ένα «κείμενο συμβολής», αποφυγής δηλαδή της αντιπαράθεσης – ως εάν η συζήτηση να γίνεται σε συνθήκες ρουτίνας και σαν το καταγγελλόμενο «έλλειμα δημοκρατίας» ή οι «διευρύνσεις» να μην έχουν σχέση με την πολιτική που ασκήθηκε και πρόκειται να ασκηθεί.

• Επισημαίνουν οι «53+» ότι το τρίτο Μνημόνιο ήταν «προϊόν αδίστακτου εκβιασμού» και ότι «η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία […] δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι προνομιακός μας σύμμαχος». Την ίδια στιγμή, μένουν καθηλωμένοι σε έναν αναμνηστικό αριστερό ευρωπαϊσμό, βγαλμένο από τις δεκαετίες ’80 και ’90, τον ίδιο που πέρσι διαψεύστηκε με επώδυνο τρόπο για όλους: «Μας ένωνε», αναφέρει το κείμενό τους, «και συνεχίζει να μας ενώνει η πεποίθηση ότι η Ευρώπη είναι το σπίτι μας». Η «Ευρώπη», ωστόσο, αν και απλώς γεωγραφικός χώρος, είναι παντού – σε αντίθεση με την υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση: την ωμά παρεμβατική ταξική εξουσία της ΕΚΤ, της Κομισιόν και του Eurogroup. Παρά τη δυσανεξία αυτής της τελευταίας ακόμα και για το «παράλληλο πρόγραμμα» που υπερασπίζονται οι «53+» ως Plan C, γι’ αυτήν διαπιστώνεται, γενικόλογα και αβλαβώς, ότι «αποσυντίθεται».

• Εκτιμούν οι «53+» ότι η συμφωνία «Ευρώπης»-Τουρκίας για το προσφυγικό «αμφισβητεί στην πράξη τη συνθήκη της Γενεύης». Οι βουλευτές της τάσης, ωστόσο, ψήφισαν την κατάργηση της «Γενεύης» στη Βουλή, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Αλλά τότε τι νόημα έχει να καθησυχάζουν πως «είμαστε στην κυβέρνηση όχι πάση θυσία»;

Μίλησε κανείς για κόκκινες γραμμές;         
                                                                       
Δεν σταματά εδώ το «καθρέφτισμα» της κυβέρνησης από τη «συμπαγή αντιπολίτευση» (;) των «53+». Οι ίδιοι, ακριβώς όπως η κυβέρνηση, δείχνουν ότι δεν διαθέτουν κόκκινες γραμμές – εξού και οι αντίπαλοί τους ξέρουν εξαρχής μέχρι πού (δεν) μπορούν να φτάσουν. Με τη διαπραγμάτευση να έχει μπει εδώ και καιρό σε νέο καθοδικό σπιράλ και το κόμμα να έχει καταργηθεί de facto από την κυβέρνηση, τα μέλη της τάσης δηλώνουν ότι «πρώτα απ’ όλα είμαστε ΣΥΡΙΖΑ» και όχι «κόμμα μέσα στο κόμμα», όπως, εννοείται, οι αποχωρήσαντες. Υπό μία έννοια, οι «53+» δεν έχουν καν αντιπάλους, αλλά «εταίρους» – σε έναν ΣΥΡΙΖΑ που κληρονόμησε ατόφια από το Συνασπισμό μια λειτουργία τύπου καρτέλ, το «συντονισμό» δηλαδή όλων των επιμέρους ρευμάτων, παρά τις αποχρώσεις, στις βασικές κατευθύνσεις.

Η ανυπαρξία ορίων, και τελικά η «προσαρμοστικότητα» των «53+» -είτε στο όνομα της κομματικότητας, είτε με το άρρητο επιχείρημα ότι οι αντίπαλοι στο κόμμα είναι (όντως) πολύ δεξιότερα-, δεν είναι απλά αποδοχή του status quo που κατά τα άλλα καταγγέλλει η τάση, σημειώνοντας πως «η ‘καθοδήγηση’ μετατοπίζεται συνεχώς από την Κουμουνδούρου στο Μαξίμου». Η απουσία κόκκινων γραμμών είναι προϋπόθεση ώστε οι «53+» να παραμένουν παίχτες σε ένα ολιγαρχικό πολιτικό παιχνίδι – τουλάχιστον όπως καταλαβαίνει το «παιχνίδι» αυτό η αντίληψη περί «αυτονομίας του πολιτικού επιπέδου» που διαθέτει η ηγεσία τους. Πρόκειται για την αντίληψη που εξαντλεί τη διεκδίκηση της ηγεμονίας στην κατάληψη θέσεων μέσα και γύρω από το ηγετικό κέντρο[2] – τον ορισμό, δηλαδή, μιας «ηγεμονίας» χωρίς αυτονομία, που καθιέρωσε τους «53+» ως ρευστή τάση σε ένα ρευστοποιούμενο κόμμα.

Μάταια θα ψάξει κανείς αποτίμηση για όσα πέτυχε η τακτική αυτή σε συλλογικό επίπεδο, αν και όπως για την κυβέρνηση, έτσι και για τους «53+», οι παραχωρήσεις είναι κατά κανόνα πολύ υπέρτερες των επιτευγμάτων• τα αποτελέσματα της τακτικής αυτής, ωστόσο, είναι ορατά στην πράξη και το λόγο των «53+». Στην πράξη τους, καθώς από τον Ιούνιο του 2014 ως το Μάρτιο του 2016 –και στο μεταξύ με λίγες εξαιρέσεις–, η τάση περιορίστηκε σε μια (μετα)πολιτική «από τα πάνω»: ανεχόμενη την υπέρβαση συλλογικών οργάνων και συνεδρίων, υποκαθιστώντας τη δημόσια παρέμβαση με «διαρροές» σε οικείους δημοσιογράφους και όντας, τελικά, κορμός μιας πλειοψηφίας-αθροίσματος «προεδρικών».

Ακολουθώντας, ο δημόσιος λόγος τους, είτε αυτός υπαγορεύεται από συντροφική αυτολογοκρισία είτε από τακτικούς υπολογισμούς, όλο και πιο σταθερά πάντως θυμίζει κάποιον που, μπροστά στο ισοπεδωμένο σπίτι, διαπιστώνει με περίσκεψη πόσο επείγει η αντισεισμική προστασία: «Αν συνεχιστούν οι εκβιασμοί και τα πραξικοπήματα από τους ‘δανειστές’», γράφουν οι «53+» στα «11 σημεία» τους, καλύτερα η κυβέρνηση να πέσει ηρωικά• όμως τα πραξικοπήματα και οι εκβιασμοί δεν έπαψαν ποτέ, όντας μέρος του ρεπερτορίου των «εταίρων» για να πιαστούν οι άπιαστοι (αλλά συμφωνημένοι) στόχοι του τρίτου Μνημονίου.

Catch-all (ή, επί το θρησκευτικότερο, και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι)
Πολιτευόμενοι «κατ’ εικόνα» της κυβέρνησης, χωρίς διάθεση σύγκρουσης ή οριοθέτησης έναντι του ηγετικού κέντρου, οι «53+» μπορούν να συνδυάζουν στο εσωτερικό τους αυτό και το αντίθετο: Και τη στήριξη της κυβέρνησης, «όσο οι κοινωνικές μας συμμαχίες μάς επιτρέπουν να παίζουμε το ρόλο μας» (όσο διαρκεί, δηλαδή, η ανοχή της κοινωνίας), και την αντίθεση στο «κυβέρνηση πάση θυσία». Και την υπερψήφιση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό στη Βουλή (ο ορισμός του «πάση θυσία»), και την καταψήφισή της στην Πολιτική Γραμματεία. Και το «ηγέτες σαν τον Τσίπρα βγαίνουν κάθε εκατό χρόνια», και το «τα κόμματα δεν είναι υπόθεση του ενός». Και συντροφική κατανόηση, αν το κλείσιμο της αξιολόγησης «δεν γίνει με τους καλύτερους αναμενόμενους όρους», και επιμονή στον κριτικό μαρξισμό ή την κομμουνιστική ανανέωση. Και ειρηνική συνύπαρξη με τον Τσίπρα μετά το εσωκομματικό πραξικόπημα, και υπεράσπιση της δημοκρατικής κομματικής συγκρότησης.

Οι αντιφάσεις αυτές δεν είναι ανεξήγητες: πέρα από τις μεταμοντέρνες σοφιστείες συμπαθούντων που προσφέρονται να τις θεωρητικοποιήσουν, οι ίδιοι οι «53+» τις θεωρούν μέρος της αναπόφευκτης διακινδύνευσης που συνεπάγεται το να διεκδικείς τον «κοινωνικό μετασχηματισμο σε δύσκολες συνθήκες» – αντί να περιθωριοποιείσαι, υιοθετώντας θεωρίες αναμονής της ρήξης. Αν κάποιον μετασχηματίζουν, ωστόσο, αυτές οι κραυγαλέες αντιφάσεις, αυτός δεν είναι η κοινωνία, αλλά οι φορείς των αντιφάσεων αυτών. Όχι προφανώς γιατί δεν «αναμένουν» τη ρήξη εξ ουρανού• περισσότερο γιατί απωθούν τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης ρήξης ακόμα και στη μικροκλίμακα του κόμματος, παρά τα όσα.
Το να μην πολιτεύεσαι περιμένοντας το Σοσιαλιστικό Αύριο ή να μην μπορείς να κάνεις σήμερα ό,τι επιδιώκεις, είναι ένα πράγμα, κι αυτό αφορά τους πάντες• ένα τελείως διαφορετικό, που καθόλου υποχρεωτικά δεν προκύπτει από το προηγούμενο, είναι να κάνεις ή να νομιμοποιείς τα αντίθετα. Στους μεταπολιτικούς καιρούς μας, κι αυτή ακόμα η κοινή λογική αποδίδεται συχνά στην «εμπάθεια των πρώην συντρόφων». Δυστυχώς όμως, όσο στενάχωρο είναι να χαλάνε φιλίες για την πολιτική, άλλο τόσο είναι οι φιλίες να εξαντλούν την πολιτική ή η προσωπική ηθική να συντονίζεται με τη δημόσια κυρίως σε χρόνο παρελθόντα.

*Το σκίτσο είναι του Τάσου Αναστασίου και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή
________________________________________
[1] «53+ αποχρώσεις του γκρι», kasdaglis.wordpress.com, 17.4.2016

[2] Τη «στρατηγική» αυτή περιέγραψε αυτοκριτικά –και με αξιοσημείωτη, κατά τη γνώμη μου, παρρησία– ο Τάσος Κορωνάκης, σε πρόσφατη εκδήλωση του Rproject: «Ίσως το πιο μεγάλο λάθος είναι αυτές οι μάχες που δεν δώσαμε όταν έπρεπε, αλλά και μια σειρά από λάθος επιλογές, πιστεύοντας ανόητα, και ίσως και ναρκισσιστικά, πως καταλαμβάνοντας κρίσιμες θέσεις στον κομματικό μηχανισμό, θα αποτρέψουμε τελικά αυτό που ονομάζουμε συστημική προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και τελικά αποδοχή του TINA». Βλ. «Κατανοώντας το σήμερα», Rproject, 4.3.2016. Καθώς φαίνεται, η δημόσια αυτοκριτική είναι υπόθεση μόνο όσων έφυγαν• οι «εντός» δεν έχουν τέτοιες ανθυγιεινές συνήθειες…