του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Αν ισχύουν αυτά, θα ριψοκινδύνευα να υποθέσω πως η ελληνική κοινωνία ενηλικιώθηκε ή μάλλον σύρθηκε στην ενηλικίωση της, μέσα από την ανολοκλήρωτη επανάσταση του ’21, δίχως ποτέ να κατορθώσει να ησυχάσει αυτό το θυμωμένο και πληγωμένο παιδί που κουβαλάει εδώ και δεκαετίες στα σπλάχνα της. Η κοινωνία μας φιλοξενεί εντός της έναν πιτσιρικά, που ίσως από «μια αιτία τυφλή», πάνε χρόνια τώρα, που μας «γαμάει τα Λύκεια».

Μιλώ για μια κοινωνία που δεν έχει επαφή με τα δικά της συναισθήματα, τις δικές της ανάγκες και τις δικές της επιθυμίες, που απλά εκλογικεύει και πιθηκίζει ανάγκες, επιθυμίες και συμπεριφορές άλλων και που τη βλέπω να προσπαθεί με το στανιό να χωρέσει μέσα στα βαφτιστικά ρουχαλάκια που της κάνανε δώρο οι νονοί της «ανεξαρτησίας» της. Ανυποψίαστη για τη δική της ανάγκη για «ευρυχωρία» και φαρδιά μανίκια, βιάστηκε -κυριολεκτικά- να ντυθεί στα στενά.  Κι όποιος δεν ακολουθεί τις δικές του ανάγκες, όποιος δεν ιεραρχεί της ανάγκες σύμφωνα με το δικό του τρόπο, όχι μόνο είναι πάντα υποχρεωμένος να υιοθετεί τις ανάγκες άλλων, αλλά είναι και καταδικασμένος να σπουδάζει καθημερινά την απώλεια της ταυτότητας του. Ώσπου, κάπως έτσι, μια ολόκληρη κοινωνία, οδηγήθηκε να εξαρτηθεί από κάπου έξω από την ίδια την εαυτότητα της, μπας και βρει εκεί τη χαμένη της ταυτότητα. Θες να το πεις Ευρώπη, θες να το πεις Ρωσικό Κόμμα, θες να το πεις Κοραϊκή προγονοπληξία, θες να το πεις εμφύλιο, θες χούντα, θες Πα.Σο.Κ. ή ΣΥΡΙΖΑ, θες να το πεις γκρίνγκλις, τα ίδια πράγματα λέμε.  Αυτό που νιώθουμε, αυτό που έχουμε ανάγκη, αυτό που λαχταρά η ψυχούλα μας, είναι κάτι ξένο, κάτι έξω, από εμάς.  Η ταυτότητα της κοινωνίας αυτής μοιάζει να είναι εισαγόμενη. Για να μπορέσουμε να έχουμε μια ταυτότητα, υποχρεωθήκαμε να στραφούμε κάπου έξω από εμάς, αλλά και να αρνηθούμε «μετά βδελυγμίας» οτιδήποτε «δικό μας». Πεισθήκαμε, μέσα σε λιγότερο από διακόσια χρόνια, πως το κοινωνικό μας περιβάλλον ήταν γεμάτο από «τίποτα» και έτσι έπρεπε αναγκαστικά να απευθυνθούμε κάπου έξω απ’ αυτό. Σαν ένας πιτσιρικάς που εισπράττει στην οικογένεια του μονάχα βία και αδιαφορία και έτσι δεν έχει άλλο τρόπο να κρατηθεί, παρά να παραμυθιαστεί πως επιτέλους «βρήκε κάπου αλλού τον εαυτό του».

Κάθε κοινωνία, κάθε συλλογικότητα, έχει ορισμένες πυρηνικές ανάγκες για να αναπτυχθεί.

Χρειάζεται, πριν απ’ όλα, ένα αίσθημα βασικής Ασφάλειας. Στην ελληνική περίπτωση, η απειλή της εξ’ ανατολών «κακοποίησης» ήταν πάντα εκεί για να υπενθυμίζει το «τραύμα», ενώ ταυτόχρονα, η εκ δυσμών «εγκατάλειψη» αύξανε -ίσως και επιτήδεια- το αίσθημα της εθνικής μας ευαλωτότητας, για να εδραιώνει τον προστατευτικό της ρόλο. Κι’ όπως ένα βρέφος που κακοποιήθηκε ή εγκαταλείφθηκε, δεν θα μπορέσει σχεδόν ποτέ στην ενήλικη ζωή του να νιώσει ασφάλεια, έτσι κι εμείς νιώθουμε τόσο εύθραυστοι και ασταθείς, τόσο παρορμητικοί και αυτοκαταστροφικοί. Τόσο εθισμένοι στην αστάθεια.

Χρειάζεται ακόμη να αναπτυχθεί ένα αίσθημα «διεθνικής κοινωνικότητας», καθώς κάθε συλλογικότητα έχει ανάγκη από σεβασμό και κατανόηση, τόσο από το κοντινό, όσο και από το ευρύτερο διεθνές περιβάλλον. Είναι το αίσθημα ότι ετούτη η κοινωνία είναι μέλος μιας ευρύτερης συλλογικότητας, ότι κάπου συναντιέται με κάποιους Άλλους. Και αυτήν την ανάγκησυνάντησης, οι εξαρτημένες παρασιτικές ελίτ την μετέτρεψαν σε ανάγκη υπαγωγής, σε «ανήκομεν εις την Δύσιν»! Αυτή η στρεβλωμένη και εν πολλοίς ανεκπλήρωτη ανάγκη, οδήγησε στην πράξη σε ένα βαθύ αίσθημα «αποκοπής», εθνικής μοναξιάς και αναδελφότητας. Λες και σαν συλλογικότητα «μεγαλώσαμε» μέσα σε ένα συναισθηματικό κενό, έχοντας απορρίψει τον μεσαιωνικό πατέρα μας    ως δεσποτικό, θρησκόληπτο και απόμακρο, ενώ γνωρίσαμε τον αρχαίο παππού μας απ’ αυτά που μας διηγήθηκαν οι «ξένοι» γι’ αυτόν.  Για τη μάνα μας, ούτε κουβέντα.

Η ανάγκη μας για Αυτονομία, η ικανότητα μας να αποχωριστούμε από τους «γονείς» μας και να λειτουργήσουμε ανεξάρτητα στον κόσμο, όπως και οι άλλες συλλογικότητες, η ανάγκη μας να έχουμε τη δική μας ζωή, τη δική μας ταυτότητα, στόχους και κατευθύνσεις που δεν θα στηρίζονται και δεν θα εξαρτώνται από άλλους, η ικανότητα μας να είμαστε ένας «συλλογικός εαυτός», υποθηκεύτηκε εν τη γενέσει από τους «μαιευτήρες» της νεότερης ιστορίας μας. Από τα πρώτα δάνεια του Ορλάνδου, η αυτονομία μας ήταν πάντα ακρωτηριασμένη. Ενώ οι ντόπιοι και ξένοι νονοί μας, έκαναν τα πάντα για να υπονομεύσουν κάθε προσπάθεια μας για αυτενέργεια. Από τον εξ’ ανατολών κίνδυνο, μέχρι την αντικομουνιστική υστερία και τον από βορρά κίνδυνο, ο κόσμος,για την ελληνική κοινωνία, ήταν ένας κόσμος εξαιρετικά ανασφαλής, γεμάτος απειλές και κινδύνους. Παντού εκεί έξω, εκτός των ορίων του κρατιδίου των Αθηνών, όλοι μας προειδοποιούσαν διαρκώς πως δεν μπορούμε να βασιστούμε στις δικές μας δυνάμεις, στη συλλογική μας κρίση ή στις αποφάσεις μας, εμποδίζοντας μας να καλλιεργήσουμε τις δυνατότητες και τις κλίσεις μας. Η ικανότητα μας για συλλογική αυτονομία τέθηκε σε διαρκή αναστολή μαζί με το αίσθημα συλλογικής επάρκειας, αυτοβουλίας και ενός διακριτού συλλογικού εαυτού. Κάθε ιστορική προσπάθεια αυτενέργειας πλήττονταν βάναυσα, κλονίζοντας την λαϊκή αυτοπεποίθηση και διαμορφώνοντας μια αίσθηση εθνικής ανικανότητας να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την πραγματικότητα, δίχως την ξένη καθοδήγηση, δίχως την οικονομική στήριξη των Άλλων που έχουν μεγαλύτερη ισχύ και εκείνων που «ξέρουν καλύτερα». Με παραπεταμένους τους γονείς και τους παππούδες μας, είμαστε σε διαρκή αναζήτηση του καλύτερου νονού, ως υποκατάστατο της χαμένης γονεϊκής μας φιγούρας.  Κι΄ όπως οι εξαρτημένοι άνθρωποι έχουν μια μη αναπτυγμένη ή μπερδεμένη αίσθηση του εαυτού, έτσι κι εμείς. Η ταυτότητα μας συγχωνεύτηκε με την ταυτότητα των επικυρίαρχων μας, όπως ένας/μία εξαρτημένος/η σύζυγος αντλεί τα ταυτοτικά του/της χαρακτηριστικά από αυτά του/της συντρόφου του/της. Ακόμη κι’ όταν μιλάμε πια, δεν μιλάμε για μας, μιλάμε μονάχα για τη ζωή του/της «συζύγου» μας. Λες κι εμείς, αφομοιωθήκαμε.

Λένε πως τα παιδιά που είχαν ένα γονιό ή έναν αδερφό που τα επέκρινε διαρκώς, τα παιδιά που ένιωθαν πως κανείς δεν τα αγαπούσε ή που τα απέρριπταν οι συνομήλικοι τους, τα παιδιά που ένιωθαν κάπως σαν ανεπιθύμητοι, συνεχίζουν ακόμη και σαν ενήλικοι να νιώθουν κατώτεροι απέναντι στους άλλους. Γίνονται υπερευαίσθητοι στην κριτική και στην απόρριψη και οι προκλήσεις τους αναστατώνουν. Γι’ αυτό, μάλιστα, τις αποφεύγουν ή τις αντιμετωπίζουν χωρίς επιτυχία, ενώ είναι πλημμυρισμένοι από ένα αίσθημα αναξιότητας που κάνουν ό,τι μπορούν για να κρύψουν. Σαν να ντρέπονται γι’ αυτό που είναι. Και μου φαίνεται δεν θα είμαστε πολύ μακριά από την ιστορική αλήθεια αν υποθέσουμε ότι κάπως έτσι, ήδη από τα πρώτα βήματα της εθνικής μας -ας πούμε- ολοκλήρωσης, δεν έπαψε στιγμή αυτή η ευρωπαϊκή «αδερφική» επίκριση σε οτιδήποτε νεοελληνικό, μέχρι που μπόλιασε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα με μια εγγενή ντροπή γι’ αυτό που είμαστε.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο των ανεκπλήρωτων αναγκών, άντε να βρει κανείς την ελευθερία να εκφράσει τον εαυτό του, τις ανάγκες του, τα συναισθήματα και τις ιδιαίτερες κλίσεις του. Άντε κανείς να καλύψει την ανάγκη της αυτο-έκφρασης, που στέκει κι αυτή βουβή αντάμα με τις άλλες. Άντε να υιοθετήσει την πεποίθηση ότι οι ανάγκες του -ως συλλογικότητα- είναι το ίδιο σημαντικές με τις ανάγκες των άλλων λαών. Άντε να γίνει δημιουργικός και καινοτόμος. Έχω την άποψη ότι η νεοελληνική συλλογικότητα «ενηλικιώθηκε» μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που υπήρξε εξόχως τιμωρητικό, κάθε φορά που τόλμησε να εκφράσει τις ανάγκες, τις προτιμήσεις και τα συναισθήματα της. Κάθε φορά, από το «μαύρο 1897» μέχρι την ήττα στη Μικρασία και από την Εθνική Αντίσταση μέχρι την εισβολή και κατοχή της Κύπρου, πάντοτε η «κάθε» Κύπρος «κείται μακράν», ως πιστοποιητικό ενός αισθήματος αδυναμίας. Οι επιθυμίες του Λαού μας, ο ενθουσιασμός, η δημιουργική ανεμελιά του, οι ανάγκες του για εθνική ανεξαρτησία, αληθινή δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, δεν έπρεπε να λαμβάνονται υπόψιν στη λήψη των σοβαρών αποφάσεων ή έπρεπε να παροχετεύονται εκτονωτικά στα κομματικοποιημένα καφενεία, στα σκυλάδικα και στο πελατειακό κράτος με τις μίζες και τις αντιπαροχές.

Όπως ένα παιδί που οι ανάγκες του δεν ικανοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα, σαν ενήλικος, να μην ξέρει ποιος είναι, ποια είναι η ταυτότητα του, έτσι και η κοινωνία μας. Ζει στην εξορία της, προσπαθώντας ακόρεστα να βρει μια εκπλήρωση από «εκεί έξω».  Κι’ όλο επαναλαμβάνει, με αυτοκαταστροφικό τρόπο, τις τραυματικές εμπειρίες της «πρώιμης παιδικότητας» της. Δεν χρειάζεται δεινότητα ιστορικού αναλυτή για να αντιληφθεί κανείς την καταναγκαστική επανάληψη της εθνικής μας πραγματικότητας,από την πρώτη ημέρα της επανάστασης του ’21, μέχρι και σήμερα. Καμιά φορά, συναντά κανείς ακόμη και τα ίδια ονοματεπώνυμα.

«Είναι το αδιάλυτο συναίσθημα από το παρελθόν, που συχνά στρέφεται ενάντια στον ίδιο μας τον εαυτό». Κι είναι απαραίτητο κάτι να κάνουμε γι’ αυτό, να το συνειδητοποιήσουμε και να ενηλικιωθούμε.