Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Είναι λογικός ο ενθουσιασμός όσων ενθουσιάζονται: ό,τι διαφοροποιούσε μέχρι σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ, ήταν ότι στον ΣΥΡΙΖΑ επιβαλλόταν η σκληρή λιτότητα, αλλά επί των ημερών του θα ήταν τουλάχιστον πιο δίκαιη – θα περιελάμβανε δηλαδή και φόρους, αντί μόνο περικοπές δαπανών• με την πρόταση-ανάσα (sic) για αυτόματο «κόφτη», και τα εξομολογητικά περί αυταπατών ως «εποικοδόμημα», ο ύστατος ισχυρισμός καταπίπτει. Τώρα το επιβαλλόμενο δεν επιβάλλεται• τώρα οτιδήποτε άλλο θα ήταν περισσότερα ψέματα στον εαυτό.

Μέσα στον τόσο ενθουσιασμό των επικριτών του Τσίπρα, ωστόσο, χάθηκε το βασικό: τι ακριβώς ήταν τελικά αυταπάτη; Όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τα έλεγε όλα καλά. Πού και σε τι όμως είπε ψέματα στον εαυτό του;

Όταν ο ίδιος διακήρυσσε ότι «θα αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα δυνατά όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε […] έτοιμοι να αναμετρηθούμε με οποιαδήποτε εξέλιξη»; Ή όταν ο Τσίπρας υποσχόταν «σκίσιμο των Μνημονίων» και αγορές να χορεύουν; Είχε αυταπάτες το κόμμα, όταν χαρακτήριζε «επώδυνη» την 20η Φλεβάρη, αντιλαμβανόμενο ότι έκτοτε η κυβέρνηση έμπαινε σε τροχιά τρίτου Μνημονίου; Ήταν δηλαδή «ρεαλιστικά» τα καταπραϋντικά non papers του Μεγάρου Μαξίμου, που βεβαίωναν πως η «αμοιβαία επωφελής συμφωνία ήταν θέμα χρόνου»; Ήταν αυταπάτη η εκτίμηση πως το «μικρότερο κακό» τρίτο Μνημόνιο δεν έπρεπε να υιοθετηθεί, καθώς ενός τέτοιου κακού έπονταν μύρια; Και πόσο δίκιο είχαν οι αισιόδοξοι «ρεαλιστές» του διαρκώς επικείμενου παράλληλου προγράμματος;

Πώς είδαν τις «αυταπάτες» αυτές στο εξωτερικό; Δεν λέω μόνο για τους αριστερούς ακαδημαϊκούς, τους δημοσιογράφους και τους ακτιβιστές, που ως και το βράδυ του «ΟΧΙ» έρχονταν κατά εκατοντάδες στην Αθήνα – ενώ τώρα που οι «αυταπάτες» τελείωσαν, έρχονται αραιά, κυρίως προσκεκλημένοι κομματικών συνεδρίων• έχει ενδιαφέρον, νομίζω, πώς είδαν το πράγμα και οι «ελίτ».

Μιλώντας στους Financial Times δυο εβδομάδες μετά το δημοψήφισμα στην Ελλάδα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ δήλωνε πως «το κλίμα στην Ευρώπη θυμίζει λίγο τις μέρες μετά το Μάη του ‘68»[1]. «Αισθάνομαι», συνέχιζε ο ίδιος, «αν όχι μια επαναστατική διάθεση, πάντως κάτι σαν μεγάλη ανυπομονησία». Εν θερμώ, πριν το πέταγμα της κουκουβάγιας, ο κεντροδεξιός Τουσκ καταλάβαινε ακριβώς ό,τι καταλαβαίναμε κι εμείς – ό,τι, μετά το πέταγμα υποτίθεται του πτηνού της σοφίας, ο «ηγέτης» του νικηφόρου ΟΧΙ απαξίωνε ως προϊόν αυταπατών.

***

«Το να μη λέμε ψέματα στον εαυτό μας», έλεγε ο Λουί Αλτουσέρ, «είναι ο μόνος ορισμός του υλισμού στον οποίο θα επιμείνω»• δύσκολα, ωστόσο, μπορεί κανείς να σκεφτεί ηγέτη επαναστατικού κινήματος του περασμένου αιώνα που, στο όνομα της ειλικρίνειας, να απογυμνώνεται πολιτικά μπροστά στους αντιπάλους του, επικυρώνοντας ως ρεαλιστικές τις παραδοχές της «αντεπανάστασης».

Δεν με ενδιαφέρει, βεβαίως, η αποδόμηση του Αλέξη Τσίπρα• τα καταφέρνει ο ίδιος και μόνος του. Το σημαντικότερο στις ιστορίες περί αυταπατών είναι πού πήγε αυτή η «μεγάλη ανυπομονησία» –  η άλλοτε «προωθητική δύναμη», για να θυμηθώ μια φράση του Τολιάτι, που σήμερα απαξιώνεται ως χίμαιρα. Και είναι το πιο ενδιαφέρον γιατί, αν σκεφτούμε την ανυπομονησία αυτή σαν ενέργεια, οι φυσικοί μας λένε πως η ενέργεια αυτή μεταφέρεται, αλλά δεν χάνεται: μπορεί να αλλάζει μορφές, όμως διατηρείται.

Στους μήνες, λοιπόν, που μεσολάβησαν απ’ το «Όχι που έγινε Ναι», ένα μέρος αυτής της «ενέργειας» έγινε αίσθημα ματαιότητας που καιρό τώρα καθηλώνει χιλιάδες ανθρώπους στο σπίτι τους: Η πεποίθηση αυτών των ανθρώπων είναι ότι, πράγματι, όλα έγιναν για ένα αδειανό πουκάμισο• ότι, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, έτσι κι αυτοί, είχαν «αυταπάτες». Αν αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι ήταν αυταπάτη και τι όχι, είναι γι’ αυτό. Γιατί με την επίγνωση όλων των δυσκολιών –των δυσκολιών τότε, αλλά και σήμερα–, το να επιμείνουμε στις «αυταπάτες» του Τουσκ, που αποδείχτηκαν κοντινότερες στην πραγματικότητα απ’ το «ρεαλισμό» του Τσίπρα, φαίνεται ο μόνος τρόπος να επανοικειοποιηθούμε αυτό που είναι δικό μας: την «ανυπομονησία» που τρόμαξε πολλούς, κάνοντας να ελπίζουν ακόμα περισσότερους.

Αυτό απάντησα σε μια καλή φίλη, όταν μου είπε προχθές «μπράβο που συνεχίζετε• μετά το δημοψήφισμα, εγώ δεν αντέχω». Το να συνεχίζει κανείς δεν είναι θέμα ηθικής, καθήκοντος ή καλών προθέσεων. Είναι μάλλον ο μόνος τρόπος να πάρει πίσω την ενέργεια που του ανήκει, και που απαλλοτριώθηκε, ώστε να χρησιμοποιείται σήμερα για ξένους σκοπούς. Αν η υπεράσπιση αυτής της δίκαιης υπόθεσης είναι αυταπάτη, τότε ζήτω οι αυταπάτες ασυζητητί.

Το σκίτσο είναι του Πέτρου Ζερβού και κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο

[1] Το θυμίζει στην Εισαγωγή του βιβλίου του «Μέσα στο λαβύρινθο» (εκδ. Οξύ) ο βρετανός δημοσιογράφος Κέβιν Όβεντεν, που βρέθηκε αρκετές φορές στην Ελλάδα πριν και μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, το Γενάρη του 2015.