Αναμφίβολα, μπορούσε κανείς να ζωγραφίζει και με έξι μαρκαδόρους, όμως οι δώδεκα μου έμοιαζαν σαν μια πιο πλούσια και βολική ιστορία. Αν δεν έχεις δώδεκα μαρκαδόρους υποχρεώνεσαι να κάνεις το ηλιοβασίλεμα κόκκινο, αντί για πορτοκαλί. Γιατί όσο κι αν πασαλείψεις το κόκκινο με κίτρινο, είναι δύσκολο να βγάλεις το καλό πορτοκαλί που χρειάζεται ένα καθώς πρέπει ηλιοβασίλεμα. Για Ανατολή, ούτε κουβέντα. Το ίδιο πρόβλημα μπορεί να έχεις και με το μοβ. Για να μην πω για το ροζ, αν και αυτό μου φαινότανε πολύ κοριτσίστικο για να ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά μαζί του.

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Οι δώδεκα μαρκαδόροι «έβγαιναν» και σε μεταλλικό κουτί και σίγουρα αυτοί θα ήταν πολύ ακριβότεροι, οπότε έπρεπε να συμβιβαστώ με την ιδέα της χάρτινης συσκευασίας, μόλο που πάντα αναρωτιόμουν τι ήχο θα έκανε το κάθε χρώμα καθώς θα έβγαινε ή θα έμπαινε στο κουτί. Έτσι, αυτό μου έμοιαζε δευτερεύον και δεν με ένοιαζε και τόσο πολύ.

Νομίζω πως πιο πολύ μου έκανε εντύπωση αυτό το περίεργο όνομα στη φίρμα τους.Καριόκα. Ένα γράμμα αν άλλαζες, μπορούσε να γίνει πολύ μεγάλο μπέρδεμα. Και προβληματιζόμουν πώς  οι άνθρωποι εκεί της εταιρείας μπορεί να είχαν κάνει ένα τόσο σοβαρό λάθος.  Πάντα με απασχολούσε αυτό: πώς μπορεί,  δώδεκα ολόκληροι μαρκαδόροι,  να είχαν για όνομα μια τόσο άσχημη βρισιά,την οποία ίσως δεν πολυκαταλάβαινα, αλλά υπέθετα πως έπρεπε να έχει να κάνει με τα πολλά χρώματα. Καριόλα είναι κάποια που έχει πολλά χρώματα, τουλάχιστον δώδεκα, και μάλιστα δεν είναι δικά μας.  Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό,  κι έτσι,  πάντα λαχταρούσα τους δώδεκα μαρκαδόρους χωρίς τη φίρμα τους,κυρίως γιατί η ιδέα ότι θα μπω κάποτε στο μαγαζί και θα ζητήσω δώδεκα μαρκαδόρους carioca, κινδυνεύοντας να μπλέξω τη γλώσσα μου, μου έμοιαζε αποκαρδιωτική.

Ύστερα,  σκεφτόμουν,  πως ακόμη και στους δώδεκα μαρκαδόρους, κάποια χρώματα ήταν καταδικασμένα  να  «σωθούν» πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα. Και βέβαια μπορούσα εύκολα να αντιληφθώ πως γίνεται να τελειώνει τόσο γρήγορα το μπλε, αφού όλο ελληνικές σημαίες, ουρανούς και θάλασσες ζωγράφιζα, όμως ήταν παράξενο πως σωνόταν τόσο γρήγορα το κόκκινο, αφού δεν ήμουν ακόμη κομμουνιστής για να ζωγραφίζω κόκκινες σημαίες και σφυροδρέπανα, ούτε τόσο ερωτευμένος για να σχεδιάζω καρδιές τρυπημένες από βέλη.Η σκέψη αυτή με ησύχαζε κάπως, αφού,έτσι κι αλλιώς, τα ίδια χρώματα θα ξοδεύονταν πιο γρήγορα από τα άλλα κι όσο κι αν τους παραγέμιζα με οινόπνευμα στην πίσω πλευρά τους, αργά ή γρήγορα, θα άκουγα αυτόν τον σπαστικό ήχο, καθώς έγδερναν το χαρτί, αφήνοντας τα στεγνά ίχνη τους  που γίνονταν όλο και πιο θαμπά.  Γι’ αυτό δεν μου φαινόταν καθόλου εντάξει που αυτό το εργοστάσιο, με τη βρισιά στη φίρμα του, δεν πούλαγε τον κάθε μαρκαδόρο μόνο του, αν και καταλάβαινα ότι δώδεκα μαρκαδόροι έχουν πάντα μεγαλύτερο κέρδος από έναν.

Όμως, η αλήθεια είναι,  ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε, πραγματικά, να καθησυχάσει τον πόθο μου για τους δώδεκα μαρκαδόρους carioca. Ούτε η ιδέα ότι ο λευκός μαρκαδόρος θα μου ήταν ουσιαστικά άχρηστος,όπως επίσης και ο μαύρος, που ένα μολύβι fabercastellθα έκανε μια χαρά τη δουλειά του, όσο κι αν δεν γλιστρούσε στο χαρτί με την ίδια ευκολία. Πρέπει να το πούμε αυτό: οι μαρκαδόροι γλιστρούν πιο εύκολα στο χαρτί.Ίσως, γιατί κοντά τους τα χαρτιά ξεδιψάνε, αφού όλοι ξέρουμε ότι το χαρτί γίνεται από ξύλο και τα ξύλα, ως γνωστόν, είναι ζωντανοί οργανισμοί. Αλλά, άλλο ήθελα να πω. Ότι όσο κι αν κάποιοι μαρκαδόροι από τους δώδεκα θα ήταν άχρηστοι, υπήρχαν άλλοι που ήταν απαραίτητοι. Εντελώς απαραίτητοι. Είπαμε, πριν, αυτό για το ηλιοβασίλεμα.  

Μικρός ονειρευόμουν ένα κουτί μαρκαδόρους. Ένα σετ δώδεκα μαρκαδόρων. Για να μην κάνω «μουτζαλιές» πάνω στα χρώματα. Πάντα φανταζόμουν πως αν κάνεις κόκκινες γραμμές πάνω στο κίτρινο ή λευκές πάνω στο βαθύ μπλε, τα χρώματα τραυματίζονται. Είναι κάπως σαν να κόβονται και αυτό δεν μου φαινόταν καθόλου,μα καθόλου σωστό. Τα έξι χρώματα ήταν πάντα πολύ λίγα για τις ζωγραφιές μου και τα δώδεκα ένα σετ που το έβγαζε μια ξένη εταιρεία με όνομα που θύμιζε βρισιά. Για να ξέρεις, αυτό ονομάζεται αδιέξοδο.

Ήμουν πάντα καλός στην ορθογραφία και μερικές φορές στην πίσω πλευρά των τετραδίων έγραφα με ολοστρόγγυλα κεφαλαία γράμματα «ΕΝΑ ΣΕΤ ΔΩΔΕΚΑ ΜΑΡΚΑΔΟΡΩΝ».Ήταν σαν να έλεγα, πως όταν θέλεις κάτι τόσο πολύ, δεν μπορεί, τουλάχιστον τα χαρτιά θα ακούσουν την  προσευχή σου. Κι’ έτσι κάποια μέρα το χέρι μου, από μόνο του, έγραψε «ΕΝΑ ΣΕΤ ΔΩΔΕΚΑ ΜΑΡΚΑΔΩΡΩΝ». Ένα τραγικό ορθογραφικό λάθος, χειρότερο και από τη χειρότερη «μουτζαλιά» πάνω στα χρώματα. Πώς ξέφυγε το χέρι μου, εντελώς από μόνο του κι έκανε ένα τόσο σοβαρό λάθος;Κανείς δεν ξέρει. Όμως μου άρεσε πολύ η ιδέα πως ίσως στην περίπτωση μου αυτό που χρειαζόταν ήταν μια Μάρκα Δώρων. Μια μάρκα Δώρων , που θα με γλύτωνε και από το μπέρδεμα της carioca, εκτός των άλλων.

Μικρός ονειρευόμουν ένα κουτί μάρκα Δώρων. Ακόμη και σήμερα το ονειρεύομαι. Για να αποφεύγω τις μουτζαλιές που πονάνε τα χρώματα. Αυτό με το ηλιοβασίλεμα,  που είπαμε πριν. Ξέρεις τώρα εσύ…

Το άρθρο στολίζει έργο της «Ανθόκοσμος»