Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην σχετική έκθεση, συνεχίστηκε για τρίτο τρίμηνο στην περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου φέτος η ύφεση στην ελληνική οικονομία και κλιμακώθηκε φθάνοντας το 1,4%, έναντι υποχώρησης του ΑΕΠ κατά 0,9% στο αμέσως προηγούμενο τρίμηνο και ήπιας ανόδου του στο πρώτο τρίμηνο πέρυσι (+0,4%), σύμφωνα με έκθεση για την ελληνική οικονομία του ΙΟΒΕ.

Σε ότι αφορά τις τάσεις στις επιμέρους συνιστώσες του ΑΕΠ κατά το αρχικό τρίμηνο του 2016, η εγχώρια κατανάλωση ήταν 1,3% χαμηλότερη έναντι του ίδιου τριμήνου του 2015, κατά το οποίο διευρύνθηκε οριακά (+0,3%). Η κάμψη των καταναλωτικών δαπανών ήταν παραπλήσιας έκτασης στα νοικοκυριά και το δημόσιο τομέα (-1,3% και -1,5% αντίστοιχα), όπως και η μικρή αύξησή τους πέρυσι (0,7% και 0,4%).

Η υποχώρηση των επενδύσεων επιβραδύνθηκε σημαντικά στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο, στο 0,3% από 14,5%. Καθώς στο ίδιο τρίμηνο πέρυσι οι επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά, κατά 12,4%, η τάση τους στο αρχικό τρίμηνο φέτος αποτελεί αφομοίωση της περυσινής τους ανόδου.

Από τις επιμέρους κατηγορίες κεφαλαίου, σε συνάφεια με την αύξηση των πληρωμών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 7,0% στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου, την υποχώρηση συγκράτησαν οι υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις, καθώς οι λοιπές κατασκευές, στις οποίες υπάγονται και τα δημόσια έργα, ήταν η κατηγορία στην οποία σημειώθηκε η μεγαλύτερη άνοδος σε απόλυτο μέγεθος στο περασμένο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου (+3,3% ή + 58 εκατ. ευρώ). Η αύξηση στην άλλη κατηγορία η οποία κινήθηκε ανοδικά, τα αγροτικά μηχανήματα, ήταν πολύ μικρότερης έκτασης (+1 εκατ. ευρώ). Η ευρύτερη μείωση σημειώθηκε -για άλλο ένα τρίμηνο- στις κατοικίες (-17,2%), ενώ ακολούθησαν σε πτώση ο εξοπλισμός τεχνολογίας πληροφορικής – επικοινωνίας και ο εξοπλισμός μεταφορών (-11,2% και -5,9% αντίστοιχα).

Στην πλευρά του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, οι εξαγωγές περιορίστηκαν για πρώτη φορά στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου από το 2010, κατά 11,3%, κάμψη που ήταν η μεγαλύτερη ανεξαρτήτως τριμήνου από το 2009 και τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, όταν στο πρώτο τρίμηνο του 2015 είχαν διευρυνθεί κατά 3,7%. Η συρρίκνωση των εξαγωγών προήλθε αποκλειστικά από την έντονη υποχώρηση των εξαγωγών υπηρεσιών, η οποία κυμαίνεται σταθερά μεταξύ 22% και 24% από το τρίτο περυσινό τρίμηνο, εξαιτίας της επίπτωσης των capital controls κυρίως στην παροχή διεθνών μεταφορικών υπηρεσιών (-44,9% στο α' τρίμηνο φέτος, σε τρέχουσες τιμές). Οι εξαγωγές αγαθών διευρύνθηκαν κατά 1,7%, ωστόσο πριν ένα έτος η άνοδός τους ήταν σαφώς μεγαλύτερη, της τάξης του 5,7%.


Δημοσιονομική προσαρμογή, στενότητα ρευστότητας συνεχίζουν την ύφεση

Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης υλοποίησης του τρίτου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής ήρε αρκετά την αβεβαιότητα ως προς τα επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα, σχετικά με την υλοποίηση ορισμένων μεταρρυθμίσεων (διαχείριση «κόκκινων δανείων», νέο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων), αλλά και ευρύτερα, ως προς τη διάθεση εφαρμογής του νέου Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής το οποίο συμφωνήθηκε τον περασμένο Αύγουστο.

Πάρα ταύτα, δεν κατέστη εφικτό από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των επίσημων δανειστών να επιτευχθεί μια συμφωνία σχετικά με το δημόσιο χρέος, εξέλιξη η οποία σαφώς θα ενίσχυε περισσότερο την εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Η πλειονότητα των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που αποφασίστηκαν αφορά στα νοικοκυριά ή και σε αυτά (περικοπή συντάξεων πάνω από ένα όριο, μείωση αφορολόγητου εισοδήματος, αλλαγή συντελεστών φορολογίας εισοδήματος, αύξηση ΦΠΑ και ασφαλιστικών εισφορών κ.ά.), επομένως θα περιορίσει επιπλέον το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημά τους.

Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, παρότι λήφθηκαν αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα τα οποία τις επηρεάζουν (π.χ. ΦΠΑ, ασφαλιστικές εισφορές), εκκρεμεί στο πλαίσιο της επόμενης αξιολόγησης το μείζον ζήτημα των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, κρίσιμη παράμετρος της οργάνωσης των επιχειρήσεων.

Εξέλιξη άμεσα συνδεδεμένη με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία υπό προϋποθέσεις μπορεί να επηρεάσει σημαντικά μεσοπρόθεσμα τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας αποτελεί η επαναποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγυήσεων από την ΕΚΤ (επαναφορά του waiver), καθώς επιτρέπει στις τράπεζες να αντλήσουν ρευστότητα από το σχετικό βασικό μηχανισμό της ΕΚΤ, με κόστος πολύ χαμηλότερο σε σχέση με τον ELA.

Αυτή η δυνατότητα, εφόσον επιστρέψει σε αυτές σημαντικό μέρος των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας οι οποίες αποσύρθηκαν στο πρώτο εξάμηνο του 2015, θα ενισχύσει αρκετά την δανειοδοτική τους ικανότητα.

Ωστόσο, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, κατά το τέλος της πρώτης αξιολόγησης, τον περασμένο Μάιο, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων παρέμεναν σε επίπεδο ελαφρώς υψηλότερο μετά τα capital controls (+ 1,2 δισ. ευρώ). Το επικείμενο Brexit και η ανησυχία που έχει δημιουργήσει αποτελούν πρόσθετο ανασταλτικό παράγοντα στην επιστροφή των καταθέσεων.

Συνεπώς, μάλλον δεν θα σημειωθεί στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 σημαντική μεταβολή της έως τώρα προσεκτικής πιστοδοτικής πολιτικής των τραπεζών. Όσο το επίπεδο των καταθέσεων θα παραμένει χαμηλό, δεν θα είναι εφικτή και μια περαιτέρω σημαντική άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, παρά την άντληση ρευστότητας από το βασικό μηχανισμό της ΕΕ.


Δημόσιος τομέας

Ο δημόσιος τομέας παρέχει από την αρχή του 2016 ελαφρώς μεγαλύτερη από πέρυσι υποστήριξη στις επενδύσεις μέσω της υλοποίησης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (+143 εκατ. ευρώ ή +14,7% στο πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου).

Σε αντίθεση με την ήπια ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας από το ΠΔΕ, δεν αναμένεται αναθέρμανση των επενδύσεων από τις ενέργειες στο πεδίο των αποκρατικοποιήσεων. Το ΤΑΙΠΕΔ, πέραν της ολοκλήρωσης διαδικασιών παραχώρησης ή πώλησης που είχαν δρομολογηθεί τα προηγούμενα χρόνια, συνεχίζει να μην παρουσιάζει πρόοδο στους υπόλοιπους διαγωνισμούς, με εξαίρεση την ανάδειξη πλειοδοτών για ορισμένα ακίνητα και την πώληση δύο αεροσκαφών Αirbus. Σε ότι αφορά το νέο ταμείο αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας (Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ), συγκροτήθηκε με το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο (ν. 4389/2016). 


Οι επιπτώσεις του Brexit στην ελληνική οικονομία

Σε ό,τι αφορά τις άμεσες επιδράσεις του επικείμενου Brexit στην ελληνική οικονομία, αναμένεται να εκδηλωθούν στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιτίας της υποτίμησης της στερλίνας έναντι του ευρώ.

Το 2015, οι εξαγωγές προϊόντων προς το Ηνωμένο Βασίλειο έφτασαν τα 1,08 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας άνοδο 10,1% έναντι του 2014, με το μερίδιό τους στο σύνολο των εξαγωγών αγαθών να ανέρχεται από το 3,6% στο 4,2%. Μεγαλύτερη σε αξία και μερίδιο στο σύνολο είναι η παροχή τουριστικών υπηρεσιών, με την αξία τους το προηγούμενο έτος να ανέρχεται κατά 466,7 εκατ. ευρώ (ή +30,1%), φθάνοντας τα 2,02 δισ. ευρώ, διατηρώντας το Ηνωμένο Βασίλειο ως τη δεύτερη σημαντικότερη αγορά μετά τη Γερμανία.

Επειδή το πρώτο εξάμηνο του 2016 έχει παρέλθει, η μικρότερη ζήτηση από το Ηνωμένο Βασίλειο θα επηρεάσει τις εξαγωγές στο ήμισυ του τρέχοντος έτους. Οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι μεγαλύτερες στις εξαγωγές αγαθών, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των τουριστικών κρατήσεων ήδη έχει πραγματοποιηθεί και πληρωθεί.