Του Κωνσταντίνου Πουλή

Πριν από λίγες μέρες, πήρα ένα ταξί. Ακούμε μουσική και ο οδηγός μού εξηγεί ότι δεν ακούει ποτέ ειδήσεις, γιατί αγχώνεται, λοιπόν προτιμάει τα τραγούδια. (Κλισέ). Τον ρωτώ: -«Δεν χρωστάς;» -«Χρωστάω, γιατί; Περνάει με τις ειδήσεις;» (Πνευματώδες). «Ειδήσεις άκουγα μόνο με τη βαρουφακειάδα, με τα πουκάμισα. Εκεί γούσταρα». (Κλισέ και μετά αλλαγή πίστας:) «Ξέρεις τι κάνω για τα χρέη; Όταν σηκώνει πελάτης το χέρι, παίρνω την κούρσα». (Αρχίζω να ενδιαφέρομαι). «Και δεν μετράω ποτέ τι έβγαλα. Όταν τελειώνει η μέρα, κλείνω και πάω σπίτι». (Μάλιστα). Και τότε έρχεται η έκπληξη: «Να σου πω κάτι; Άμα δω ένα λεωφορείο να καίγεται στα δεξιά μου, στρίβω αριστερά. Τι με νοιάζει εμένα; Θα αλλάξει η ζωή μου; Αν ήμουν στον Πειραιά ούτε που θα το είχα καταλάβει». Εδώ πια ο καλός μου ταξιτζής αγγίζει ύψη λογοτεχνικά. Τον ευχαριστώ και βγαίνω.

Θεωρώ ότι έχει μισό δίκιο. Είναι όμως τόσο σημαντικό το δίκιο του, που δεν μπορώ να το προσπεράσω. Να προσπαθήσω να αναδιατυπώσω: η ζωή μου, λέει, δεν θα αλλάξει από το τι συμβαίνει τώρα στους δρόμους ούτε από το τι συνέβη σήμερα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πώς θα μπορούσε να τον διαψεύσει κανείς;

Οι σημαντικότερες κοινωνικές διαμαρτυρίες στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια κατόρθωσαν με τα χίλια ζόρια να αναδείξουν ένα κόμμα στην εξουσία το οποίο είναι εντελώς αδύνατο να εφαρμόσει οποιαδήποτε πολιτική. Δεν νομοθετεί χωρίς να συνεννοηθεί με τους δανειστές. Έχει ρόλο διακοσμητικό και το παραδέχεται. Το Μπρέξιτ ήταν μια ανάμεικτη εμπειρία ευχαρίστησης για την προσωρινή ανατροπή των σχεδιασμών της ΕΕ και μαζί συναγερμός για το ποιος μπορεί να αναλάβει να εκπροσωπήσει αυτή τη δυσαρέσκεια. Οι φοβεροί Podemos πρώτα έβαλαν τόσο νερό στο κρασί τους που έκαναν τον Φώτη Κουβέλη να μοιάζει Τσε Γκεβάρα και μετά πέτυχαν και χλιαρό αποτέλεσμα στις εκλογές. Ο Κόρμπυν πρώτα παίρνει το μέρος της παραμονής στην ΕΕ και μετά αμφισβητείται. Και ο Σάντερς στηρίζει την Κλίντον. Είναι ένας κόσμος όπου ούτε το λίγο δεν πετυχαίνεις.

Ο ταξιτζής έχει λοιπόν με το μέρος του την ανάγνωση της συγκυρίας. Μπορεί πολλοί άνθρωποι να ένιωσαν πολύ χρήσιμοι καθώς κατέβαιναν στους δρόμους, αλλά αυτό δεν οδήγησε πουθενά. Μπορεί στο μέλλον… Μπορεί. Αλλά προς το παρόν δεν συνέβη τίποτα.

Τι θα μπορούσε να του αντιτάξει κανείς; Την ιστορία. Τους αγώνες για το οκτάωρο, την κατάργηση της δουλείας, το γυναικείο κίνημα. Μπορεί αυτή τη φορά να μη βγήκε τίποτα, αλλά άλλοτε, αλλού, άλλαξαν τα πάντα. Το γυναικείο ζήτημα, ας πούμε, είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα. Δεν έχει περάσει και τόσος καιρός. Στη γενιά του πατέρα μου, μορφώνονταν τα αγόρια στην οικογένεια, αλλά όχι τα κορίτσια. Τα κορίτσια δεν διάλεγαν ποιον θα παντρευτούν, δεν σπούδαζαν, δεν δούλευαν, επειδή δεν δούλευαν δεν μπορούσαν να πάρουν διαζύγιο, ακόμη και αν ο άνθρωπος που τους είχαν φορτώσει ήταν κτήνος. Α, και δεν ψήφιζαν. Μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο υπήρχαν ακόμη έθιμα ελέγχου της παρθενίας στην Ελλάδα, μάλιστα το ματωμένο πουκάμισο της νύφης «απλωνόταν πάνω σε ένα τραπέζι, ανάμεσα σε γλυκά και πιοτά κάθε λογής. Οι επισκέπτες έβλεπαν με τα μάτια τους κι έπαιρναν και το κολατσιό τους» (Μ. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία, τ.2). Αν το αποτέλεσμα του ελέγχου ήταν αρνητικό, στην καλύτερη περίπτωση μπορούσε να υπάρξει κάποια αποζημίωση, «πανωπροίκι». «Καπάρο» λεγόταν η προκαταβολή. Δεν μπορείς να πεις ότι ο κόσμος μας δεν άλλαξε.

Το επιχείρημα λοιπόν είναι πως μπορεί αυτή τη φορά να μην έγινε τίποτα, αλλά ο κόσμος αλλάζει. Και αυτό γίνεται μόνο αν κάποιοι επιμένουν, ενάντια σε κάθε λογική. Θα γίνει δηλαδή από κάποιον περίεργο που ποτίζει κάθε μέρα ένα ξερό δέντρο, ελπίζοντας. Ο τύπος του μπλαζέ, αντιθέτως, αυτός που θεωρεί ύψιστη αρετή τη δύναμή του να αδιαφορεί αφ’ υψηλού για τον κόσμο, έχει δίκιο ενενήντα εννιά στις εκατό. Τόσες είναι οι φορές που δεν αλλάζει τίποτα. Την εκατοστή όμως ο ίδιος άνθρωπος είναι ένα παράσιτο που θα απολαύσει αυτά που πέτυχαν άλλοι με κίνδυνο και κόστος, την ώρα που αυτός ζοριζόταν για να αλλάξει το σταυροπόδι του.

Όλα αυτά μπορεί να ακουστούν σαν ηθικολογίες στον ταξιτζή μας. Το καταλαβαίνω. Δεν υπάρχει αποφασιστικό επιχείρημα με το οποίο ο κυνικός θα πάψει να είναι κυνικός. Αυτή τη στιγμή μοιάζουν όλα αμετακίνητα. Ο φίλος μας θυμίζει τη γυναίκα για την οποία μας μιλά ο Ζέμπαλντ, που, μετά τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, σκουπίζει ένα μισογκρεμισμένο σινεμά, την ώρα ακριβώς που συνήθιζε να το σκουπίζει για να αρχίσει η προβολή. Δεν είναι ότι εθελοτυφλεί μπροστά στην καταστροφή που έχει συντελεστεί. Προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διατηρήσει ζωντανή τη ρουτίνα της ζωής, γιατί μόνο η ρουτίνα είναι σχετικά ανώδυνη. Ο απολογισμός της ζωής είναι φαρμάκι. Προσπερνά λοιπόν τα συντρίμμια των βομβαρδισμών και σκουπίζει το άλλο μισό σινεμά σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Εδώ χρειάζεται προσοχή: Ο άνθρωπος δεν κρύβεται απλώς πίσω από τη ρουτίνα. Την αγαπά και τη φροντίζει. Είναι το αποκούμπι του.

Εμείς, έχοντας το προνόμιο του χρόνου, μπορούμε να επιστρέψουμε σε ιστορικές εποχές όπου τελικά κάτι συνέβη και να νιώσουμε περιφρόνηση γι’ αυτόν που δεν πήρε χαμπάρι τίποτα. Μια κυρία ασχολείται μεθοδικά με τις μπούκλες της την ώρα που καταλαμβάνεται η Βαστίλη, την ώρα που πέντε χιλιάδες γυναίκες προέλαυναν προς τις Βερσαλλίες απαιτώντας προσιτό ψωμί. Απέναντι σε αυτές τις εξαιρέσεις, η ζωή ακινητεί για αιώνες.

Η ρουτίνα σε βοηθάει να αντισταθείς στον πειρασμό να επιδιώξεις το εξαιρετικό. Είναι μια μάχη ψυχολογικής επιβίωσης. Επιτρέπει στον άνθρωπο να μην περιμένει τίποτα, κι έτσι να μην απελπίζεται. Αυτή τη θλιβερή ησυχία υπερασπίζεται ο ταξιτζής, κι εγώ δεν μπορώ να τον βεβαιώσω ότι θα συμβεί η Γαλλική Επανάσταση. Ίσως η στάση του να είναι στατιστικά λογικότερη. Όλοι εμείς που πάθαμε λάστιχο στη διαδρομή και επιμένουμε ότι η Ιθάκη μάς έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι, από μια άποψη είμαστε κάτι κακομοίρηδες που πάθαμε λάστιχο, από μια άλλη ταξιδευτές σε προσωρινή απόγνωση. Δεν ξέρω πώς διατηρεί κανείς το κουράγιο του σε τόσο άχαρους καιρούς και δεν ξέρω τι να απαντήσω στον ταξιτζή. Δεν ξέρω καν αν αυτή η προσήλωση στην ουτοπία κάνει τους ανθρώπους αξιοθαύμαστους, γελοίους, ή λίγο και απ’ τα δύο. Ξέρω με απόλυτη βεβαιότητα πως ό,τι απολαμβάνουμε πολιτικά και ο ταξιτζής κι εγώ, που μας φαίνεται αυτονόητο αλλά δεν είναι, οφείλεται στη δράση ανθρώπων που δεν σκέφτηκαν έτσι.