του Χρόνη Πολυχρονίου

Τα σύγχρονα προοδευτικά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι Podemos στην Ισπανία, συσπειρώθηκαν γύρω από την ιδέα ενός νέου «New Deal», ενώ και η Πρωτοβουλία Ευρωπαίων Πολιτών για ένα «New Deal για την Ευρώπη» φαίνεται να έχει την υποστήριξη των ηγετών των κομμάτων τόσο των Εργατικών όσο και των Πρασίνων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Στις ΗΠΑ, ο Bernie Sanders, έχει επίσης δηλώσει ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας ως εργαλείο διεξόδου από τα προβλήματά μας.

Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία της δεκαετίας του 1930 -της εποχή του New Deal- αποκαλύπτει ότι ένα νέο New Deal θα προσέφερε ελάχιστα στην επίλυση των βαθύτερων προβλημάτων του καπιταλισμού και θα μπορούσε ακόμη και να καθυστερήσει τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής εξαιτίας της έμφασης που δίνει στην ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω μιας νέας εποχής κρατικού καπιταλισμού.

Αν και προγράμματα σαν το New Deal έχουν τη δυνατότητα να ανακουφίσουν τη φτώχεια σε σύντομο χρονικό διάστημα, έχουν τεράστιους περιορισμούς εξαιτίας του ίδιου τους του πυρήνα αφού ο λόγος ύπαρξης της ενεργού κρατικής παρέμβασης μέσω αυτών στα καπιταλιστικά καθεστώτα δεν είναι άλλος από την ίδια τη σωτηρία του καπιταλισμού. Επιπλέον, οποιοδήποτε πρόγραμμα New Deal σαν αυτό του Προέδρου Franklin D. Roosevelt (FDR) περιορίζεται από την αδυναμία του να δώσει στους εργαζόμενους μεγαλύτερο ρόλο στη λήψη αποφάσεων.

Ιστορικές πραγματικότητες του New Deal του FDR

Πίσω στη δεκαετία του 30, όταν η αμερικανική οικονομία είχε βυθιστεί στην χειρότερη οικονομική κρίση της ιστορία της, τα σημαντικότερα οικονομικά και εταιρικά συμφέροντα είχαν εναντιωθεί αρχικά στο New Deal του FDR, εν μέρει εξαιτίας της φρίκης που τους προκαλούσε η ιδέα ότι αντιπροσώπευε ένα βήμα προς το «σοσιαλισμό», και εν μέρει υπό το φόβο ότι θα αποτελούσε εμπόδιο στη μεγιστοποίηση των επιδιωκόμενων κερδών εξαιτίας του περιορισμού στο πεδίο εκμετάλλευσης των εργατών. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτά τα προγράμματα κράτησαν τον καπιταλισμό ζωντανό και απομάκρυναν τις κοινωνικές αναταραχές και τις εξεγέρσεις. Οι σχεδιαστές του New Deal τα κατάφεραν εγκαταλείποντας το μύθο των λύσεων υπέρ της αγοράς στις οικονομικές κρίσεις και στηρίζοντας αντ' αυτού μια σειρά μαζικών κυβερνητικών παρεμβάσεων.

Μεταξύ άλλων, τα προγράμματα τύπου New Deal βασίστηκαν στον κεντρικό σχεδιασμό (Εθνικό Πρόγραμμα Βιομηχανικής Ανάκαμψης) και στο πλαίσιο της εφαρμογής τους χρηματοδότησαν προγράμματα κατασκευής μεγάλης κλίμακας δημόσιων έργων (Διεύθυνση Δημοσίων Έργων) ως μέσο για την παροχή εργασίας σε εκατομμύρια ανέργων, μεταρρύθμισαν το τραπεζικό σύστημα με το νόμο Glass-Steagall, παρείχαν ολοκληρωμένες λύσεις για τις ανάγκες των οικονομιών των νότιων πολιτειών που βρίσκονταν σε ύφεση (Tennessee Valley Authority) και δημιούργησαν ένα ομοσπονδιακό -εγγυημένο- συνταξιοδοτικό σύστημα (Νόμος περί Κοινωνικής Ασφάλισης).

Τα προγράμματα New Deal έδωσαν ένα λαμπρό παράδειγμα για το πόσο σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος της κυβέρνησης στη διάσωση μιας οικονομίας υπό πλήρη κατάρρευση, προσφέροντας ανακούφιση σε εκατομμύρια ζωές (που εξοστρακίστηκαν εξαιτίας ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος που έχει έμφυτη την τάση να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν αντικείμενα), μειώνοντας το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.

Το New Deal δεν ήταν επανάσταση, αλλά έσωσε τις ζωές πολλών ανθρώπων. Δεν έφερε τον τερματισμό της ύφεσης, αλλά θα μπορούσε ακόμα και να το έχει πετύχει (αν και αυτό εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά αμφίβολο), αν o FDR δεν είχε αποφασίσει το 1937 να περικόψει τις παροχές εξαιτίας των ανησυχιών του για τον πληθωρισμό και το ομοσπονδιακό έλλειμμα. Το New Deal έθεσε επίσης τις βάσεις και θα μπορούσε να επιφέρει πολύ θετικές αλλαγές στα χρόνια που ακολούθησαν, αν δεν είχε ηττηθεί εξαιτίας του άχαρου πολέμου που του έκανε αυτό που ο Νόαμ Τσόμσκι ονομάζει «ταξική συνείδηση της ανώτερης τάξης του αμερικάνικου επιχειρηματικού τομέα», επικουρούμενη από το ισχυρό όπλο της αντικομμουνιστικής υστερίας.

Το New Deal θεωρείται ευρέως ως ένα από τα μεγαλύτερα πειράματα ενεργού κρατικής παρέμβασης στον καπιταλισμό, για αυτό δεν είναι περίεργο που η πολιτική σκέψη πίσω από τα προγράμματα όπως το New Deal θεωρούνται από πολλούς ως ένα ιδανικό μοντέλο πολιτικής παρέμβασης στο σημερινό κόσμο, τώρα που οι προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες είναι και πάλι στη δίνη μιας σοβαρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που χαρακτηρίζεται από στασιμότητα (ή αναιμική ανάπτυξη), αύξηση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, ακραία επίπεδα ανισότητας, και ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου.

Κάποια από τα προγράμματα του New Deal, παρόλο που απέχουν από το να χαρακτηριστούν Κεϋνσιανά, χαρακτηρίζονται ως συστήματα αντικυκλικής ζήτησης, ειδικά αυτά του 2ου New Deal, όπως το Works Progress Administration (1935-1943). Κυρίως αυτά τα πειραματικά προγράμματα (συμπεριλαμβανομένου του Σώματος Διατήρησης Πολιτικής) αποτελούν οδηγό για πολλούς προοδευτικούς ανορθόδοξους οικονομολόγους, όπως ο Heikki Patomaki και ο Thomas Piketty, που υποστηρίζουν την υιοθέτηση ενός νέου New Deal τον 21ο αιώνα.

Περιορισμοί του μοντέλου New Deal

Οι σύγχρονοι προοδευτικοί οικονομολόγοι που καλούν για τη δημιουργία ενός νέου New Deal καλά θα έκαναν να εξετάσουν ορισμένους βασικούς περιορισμούς του μοντέλου πριν ξοδέψουν όλη την ενέργειά τους.

Πρώτον και κύριον, η ενεργή κρατική παρέμβαση σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς είναι αναπόφευκτα σχεδιασμένη με τελικό στόχο την σωτηρία του ίδιου του καπιταλισμού. Οι πρόσφατες διασώσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη αποτελούν την πιο κραυγαλέα μορφή ενεργού κρατικής παρέμβασης με σκοπό τη διάσωση του καπιταλισμού από την κατάρρευση. Πράγματι, όταν διαφαίνεται η κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, ξαφνικά ο «σοσιαλισμός» μετατρέπεται σε μεγάλη ιδέα. Σε αυτή την περίπτωση, η ενεργή κρατική παρέμβαση με τη μορφή των τραπεζικών διασώσεων και της ποσοτικής χαλάρωσης, είναι ο λεγόμενος σοσιαλισμός για τους πλούσιους. Το ίδιο ισχύει και για την εξωφρενική επιδότηση φορολογίας των επιχειρήσεων, η οποία έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας τεράστιας επιχειρηματικής κοινωνικής πρόνοιας.

Δεύτερον, τα προγράμματα που εμπνέονται από το New Deal έχουν περιορισμούς εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειοψηφία όσων επιδιώκουν να μεταρρυθμίσουν τον καπιταλισμό με τέτοια προγράμματα αντιτίθενται στα πιο ριζοσπαστικά συστήματα που υποστηρίζουν τη δημιουργία ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος όπου η συλλογική ιδιοκτησία -είτε σε εθνικό, είτε σε τοπικό επίπεδο – και η συμμετοχική δημοκρατία αποτελούν κύρια στοιχεία της νέας κοινωνικής τάξης.

Ενώ, λοιπόν, σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζεται ότι μια μεταρρύθμιση είναι ανεπιθύμητη (και η εμπειρία του New Deal θα έπρεπε να έχει διαλύσει τις αμφιβολίες κάθε στενόμυαλου εδώ και καιρό), αυτοί που είναι αφοσιωμένοι στην δημιουργία μιας εναλλακτικής κοινωνικής πραγματικότητας θα πρέπει απαραίτητα να υποστηρίξουν μεταρρυθμίσεις που θα έχουν στη βάση τους την υπέρβαση του καπιταλισμού και, τελικά, την ανάδυση μια νέας κοινωνικοοικονομικής τάξης.

Ο καπιταλισμός είναι εγγενώς επιρρεπής σε κοινωνικοοικονομικές κρίσεις και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα από την προσωρινή εξημέρωση των ορέξεων του θηρίου για την εκμετάλλευση των αποβλήτων, την ανισότητα, την οικολογική υποβάθμιση, την αντιμετώπιση της φτώχειας και της βίας. Ακόμη και στο πλαίσιο των προγραμμάτων σαν το New Deal, εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν χωρίς δουλειά και η Μεγάλη Ύφεση έληξε μόνο με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την πλήρη ενσωμάτωση της οικονομίας των ΗΠΑ στην πολεμική προσπάθεια. Επιπλέον, τα προγράμματα New Deal δεν επιδιώκουν τον τερματισμό της εκμετάλλευσης και δεν έχουν πρόθεση να δώσουν στους εργαζομένους μεγαλύτερο ρόλο στη λήψη αποφάσεων.

Οποιαδήποτε οικονομική θεωρία υποστηρίζει μια «αφηρημένη ανάπτυξη» που στηρίζεται σε πολιτικές με στόχο την επίτευξη μιας συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος (όπως οι ντεμοντέ Κεϋνσιανοί που εξακολουθούν να αγωνίζονται σε μια διαρκή προσπάθεια σωτηρίας του καπιταλισμού από τις δικές του αντιφάσεις) πρέπει να απορριφθεί εντελώς. Όπως έχουν υποστηρίξει οι Herman, E. Daly και John B. Cobb, Jr. στο βιβλίο τους για το «κοινό καλό»: σε αυτό το σημείο της εξέλιξης της κοινωνίας, μια επιτυχημένη οικονομία, χωρίς την προσπάθεια συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης μέσω συσσώρευσης κεφαλαίων, είναι ταυτόχρονα και εφικτή και επιθυμητή.

Τα διδάγματα της Μεγάλης Ύφεσης

Όπως ακριβώς η οικονομική κρίση του 2007-08 που ξεκίνησε με την κατάρρευση της Lehman Brothers, έτσι και η κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς των ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 1929, η οποία οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, έπιασε εξ απήνης τους καπιταλιστές αν και υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι η οικονομία των ΗΠΑ ήταν σε δύσκολη θέση πολλά χρόνια πριν από τη συντριβή, κάτι που είχε επισημάνει ο ιστορικός Charles Kindleberger στο κλασικό, πλέον, έργο του «Ο Κόσμος σε Ύφεση 1929-1939».

Όπως και πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2007-08, έτσι και καθ' όλη τη δεκαετία του '20 η εισοδηματική ανισότητα στις ΗΠΑ αναπτυσσόταν με τρομακτικό ρυθμό. Το πλουσιότερο 5% του πληθυσμού αύξησε το μερίδιό του στο ΑΕΠ κατά 24-34%, όπως τεκμηριώνεται και στο βιβλίο του Richard B. Duboff, «Συσσώρευση και Δύναμη». Η κατάρρευση χιλιάδων τραπεζών πριν από τη συντριβή επισήμανε τη σοβαρή δυσλειτουργία του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ.

Μετά την κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς, η οικονομία των ΗΠΑ πήρε μια ταχεία, καταστροφική και καταδυτική τροχιά. Όταν η ύφεση εδραιώθηκε, οι καπιταλιστές αναγκάστηκαν να κλείσουν τα καταστήματά τους, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε περισσότερο από 50% το 1932, οι μισθοί μειώθηκαν κατά 40%, οι μισθοί στον παραγωγικό κλάδο συρρικνώθηκαν κατά 60%, πάνω από 200 τράπεζες έκλεισαν και το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού οδηγήθηκε στην ανεργία, σύμφωνα με το «American Epoch: Η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1900».

Εν τω μεταξύ, το εργατικό κίνημα είχε βιώσει μια απότομη μείωση συμμετοχής στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και δραστηριότητες καθ' όλη τη δεκαετία του '20, εν μέρει ως αποτέλεσμα του «κόκκινου τρόμου» στα τέλη της δεκαετίας του '10 και στις αρχές του '20. Στο βιβλίο τους, «Αμερικάνοι εργαζόμενοι – Αμερικανές Ενώσεις», οι Robert, H. Zieger και Gall J. Gilbert δείχνουν πως ο «κόκκινος τρόμος» όχι μόνο μετέτρεψε στα μάτια του κόσμου τις ενώσεις σε «αντιαμερικανικές», αλλά «βοήθησε στην αποδόμηση των νικών του πολέμου της εργασίας», εν μέρει ως αποτέλεσμα της αντι-ενωτικής απόφασης των δικαστήριων των ΗΠΑ τη δεκαετία του '20, και εν μέρει ως αποτέλεσμα της οικονομικής άνθησης της δεκαετίας του '20 που μείωσε σημαντικά τον αριθμό των απεργιών αφού έκανε τους εργαζόμενους να αισθάνονται ασφαλείς για τη δουλειά τους και το εισόδημά τους. Το μόνο που έμεινε, ως εκ τούτου, ήταν κάποιο είδος Κεϋνσιανού κρατικού καπιταλισμού ή κάποια παραλλαγή του φασισμού που εμπνεόταν από την ιδεολογία του Μουσολίνι και του Χίτλερ.

Ο Herbert Hoover, ο οποίος βρέθηκε στην προεδρία των ΗΠΑ λίγους μόλις μήνες πριν από τη συντριβή της Wall Street το 1929, και ο FDR, ο οποίος τον νίκησε στις προεδρικές εκλογές του 1932, στην πραγματικότητα είχαν πολλές κοινές οικονομικές απόψεις. Και οι δύο τους ευαγγελίζονταν συμβατικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του καπιταλισμού και σταθερά πιστοί στο ατομικό καπιταλιστικό ήθος. Όπως δείχνει στο βιβλίο «Put to Work: The WPA and Public Employment in the Great Depression» η Nancy Ε. Rose: πέρα ​​από κάθε αμφιβολία οι Hoover και FDR προχώρησαν στα Προγράμματα Δημοσίων Έργων, επειδή φοβήθηκαν την εξέγερση των εργατών, η οποία θα μετέτρεπε κάθε προσπάθεια αποκατάστασης του καπιταλισμού σε μάταιη επιχείρηση.

Διδάγματα για τον 21ο αιώνα

Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος σήμερα δεν είναι μια επιστροφή στις παραδοσιακές μορφές διάσωσης του καπιταλισμού αλλά ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο που θα βασίζεται στις νέες οικονομικές αξίες, την ισόρροπη ανάπτυξη και την εισαγωγή της συνεταιριστικής οικονομίας. Μια αντιστροφή της σημερινής τάσης της παγκοσμιοποίησης μπορεί επίσης να είναι απαραίτητη για μια ρεαλιστική μετάβαση σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, απαλλαγμένο από την υπάρχουσα πολιτική οικονομία που, όπως έχω υποστηρίξει στο παρελθόν, «περιστρέφεται γύρω από το χρηματιστικό κεφάλαιο, βασίζεται σε μια άγρια ​​μορφή φονταμενταλισμού της αγοράς και ευδοκιμεί σε ένα κύμα παγκοσμιοποίησης των διαδικασιών και των παγκόσμιων οικονομικών δικτύων που έχουν δημιουργηθεί από μια παγκόσμια οικονομική ολιγαρχία με την ικανότητα να επηρεάζει τη διαμόρφωση των πολιτικών μεταξύ των εθνών».

Το οικονομικό περιβάλλον του σύγχρονου καπιταλισμού διαμορφώνεται από τρεις αλληλένδετες δυνάμεις: τη χρηματιστικοποίηση, το νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση. Τα συνδυασμένα αποτελέσματα αυτών των τριών δυνάμεων έχουν οδηγήσει στην ίδρυση μιας νέας μορφής αρπακτικού καπιταλισμού στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα. Ως εκ τούτου, οποιοδήποτε εγχείρημα ενός νέου New Deal πρέπει να εφαρμόσει πολιτικές διαδικασίες που θα υπονομεύσουν και θα φρενάρουν και τις τρεις παραπάνω δυνάμεις.

Τούτου λεχθέντος, θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι οι υποστηρικτές ενός νέου New Deal -που τείνουν να είναι ως επί το πλείστον σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι παραμένουν σταθερά προσηλωμένοι σε ένα καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό στόχο- έχουν την πολιτική βούληση να συμμετάσχουν σε μια τέτοια επιχείρηση. Πράγματι, η επιχειρηματολογία τους για ένα νέο New Deal για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ στοχεύει στο να πείσουν την τρέχουσα οικονομική ελίτ ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν καλύτερο για το μέλλον του ίδιου του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι σύγχρονοι οπαδοί του New Deal δεν απαιτούν την αναδιοργάνωση της οικονομίας ούτε υποστηρίζουν κάτι που μοιάζει με οικονομική δημοκρατία.

Οι απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σημερινές προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες και οι κοινωνίες δεν μπορεί να έρθουν μέσα από την ίδια τη λογική σου συστήματος το οποίο είναι υπεύθυνο για την έκρηξη της ανεργίας και του συνεχώς διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Το καπιταλιστικό σύστημα απειλεί τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό μέσω της αδιαφορίας του για την υπερθέρμανση του πλανήτη, η οποία έχει προκύψει από τη δυναμική ενός συγκεκριμένου συστήματος οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που ευδοκιμεί στη συσσώρευση κεφαλαίου.

Οι απαντήσεις στα προβλήματα της ανεργίας, της ανισότητας, της φτώχειας, της βίας και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος μπορεί να προέλθουν μόνο μέσα από το τέλος του καπιταλισμού και την αντικατάστασή του από μια δημοκρατικά διοικούμενη μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, η οποία πιθανώς θα σημάνει την επιστροφή στην εθνικοποίηση της οικονομίας.

Στο πλαίσιο αυτό, ο μόνος τρόπος για να δοθεί ένα τέλος στην καπιταλιστική βαρβαρότητα είναι να δοθεί ένα τέλος στο παγκόσμιο καθεστώς του ελεύθερου εμπορίου αντιστρέφοντας τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης των τελευταίων 40 ετών, τερματίζοντας την πολιτική των εταιρικών επιθετικών εξαγορών και την ιδιωτικοποίηση των εθνικών οικονομιών και δημιουργώντας ένα νέο δίκτυο πολιτικού ακτιβισμού που θα βασίζεται στην ταξική πολιτική και θα επικεντρώνεται σε ένα όραμα δημοκρατικού σοσιαλισμού.

Το αν η σημερινή Αριστερά μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το στόχο όμως, είναι μια άλλη ιστορία.