του Βαγγέλη Γεωργίου

Μετά την επανένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ το 1980 και την αμφιλεγόμενη δέσμευση του Έλληνα Υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ ότι «το Αιγαίο, στο οποίο έχουμε μερικές διαφορές με την Τουρκία, πρέπει να μας ενώνει [Έλληνες και Τούρκους] και όχι να μας χωρίζει» οι Δυτικοί είχαν ηρεμήσει. Ήταν η περίοδος που οι ελληνικές κυβερνήσεις φρόντιζαν «να δημιουργηθεί κατάλληλα στην τουρκική πλευρά η ελπίδα ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή μπορεί να συζητήσωμε (..) οποιαδήποτε χάραξη οριοθετικής γραμμής» (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο Γεγονότα & Κείμενα, τ.11). Μέσα από απόρρητα έγγραφα του ΥΠΕΞ ξετυλίγεται πως αυτή η ελληνική «γενναιοδωρία» τερματίστηκε βίαια μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν είχαν περάσει δύο μήνες μετά τις ελληνικές εκλογές και τον Δεκέμβριο του 1981 μέσα στην αίθουσα που συνεδρίαζε η πανίσχυρη Επιτροπή Αμυντικού Σχεδιασμού (DPC) του ΝΑΤΟ ακούστηκε η πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού «να δεσμευτεί η Συμμαχία να παρεμβαίνει όταν ένα μέλος της δέχεται την επιθετικότητα από ένα άλλο». Η Τουρκία φυσικά άσκησε ένα ηχηρό βέτο και ο Παπανδρέου έντεχνα έθεσε έτσι την Τουρκία στο ρόλο του επιτιθέμενου.

Εκείνη την εποχή άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή από την Αθήνα μια νέα υψηλή στρατηγική εξαιρετικά διαφορετική από αυτή που υιοθετούσαν οι μέχρι τότε ελληνικές κυβερνήσεις καθώς ο Παπανδρέου έβλεπε ότι το ΝΑΤΟ υιοθετούσε ουσιαστικά τις θέσεις της Άγκυρας σε ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο (επιχειρησιακές ζώνες) υποκύπτοντας στις πιέσεις της.

Όσον αφορά τον εναέριο χώρο και τα όρια κυριαρχίας, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, ο πονηρός στρατηγός Bernard W. Rogers και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Peter Carington επισκέφθηκαν την Αθήνα και πρότειναν τα όρια του νέου αεροπορικού στρατηγείου της Λάρισας να συμπίπτουν με τα ελληνικά μόνο σε περίοδο ειρήνης αλλά σε πολεμική περίοδο να «εξετασθεί η δυνατότητα μελέτης από τους στρατιωτικούς άλλων ρυθμίσεων με βάση στρατιωτικά κριτήρια»(!). Μία τέτοια πρόταση όμως σήμαινε ότι σε περίπτωση στρατιωτικών ασκήσεων θα αμφισβητούντο τα ελληνικά όρια και θα αντικαθίσταντο από «άλλες ρυθμίσεις». Ο Παπανδρέου αντιλαμβανόταν πως μια τέτοια επιλεκτική «μεταβολή των ρυθμίσεων θα έθετε τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου υπό την αεροπορική κάλυψη άλλης δυνάμεως πλην της Ελλάδος».

Υπήρχε όμως και το εξίσου σοβαρό ζήτημα «περί δήθεν αποστρατικοποιημένου καθεστώτος της Λήμνου». Ενώ η Ελλάδα αξίωνε να συμμετάσχουν στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ οι εγκατεστημένες στη Λήμνο ελληνικές δυνάμεις οι Τούρκοι ασκούσαν βέτο σε μια τέτοια πρόταση. Με άλλα λόγια οι Τούρκοι κατάφεραν να εδραιώσουν μέσω του ΝΑΤΟ την θέση ότι εφόσον η Λήμνος θεωρείται αποστρατικοποιημένη δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό από το ΝΑΤΟ η συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων που είναι παράνομα εγκατεστημένα στην εν λόγω περιοχή. Και όλα αυτά συνέβαιναν ενώ η Λήμνος όχι μόνο συμπεριλαμβανόταν από την Συμμαχία στους αμυντικούς της σχεδιασμούς αλλά εντάσσονταν και στα σχέδια των ΗΠΑ (contingency plan) για απόβαση δυνάμεων τους προς υπεράσπιση των Στενών σε περίπτωση πολέμου. Συνεπώς για την Αθήνα όλο αυτό φάνταζε σαν ξεκάθαρος εμπαιγμός. Ήταν μια πολιτική κίνηση της στρατιωτική Συμμαχίας που αμφισβητούσε ανοιχτά την ελληνική κυριαρχία καθώς εν όψει ορθωνόταν ο θεσμικός κίνδυνος για αναγνώριση του δήθεν αποστρατικοποιημένου καθεστώτος.

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, οργισμένος πλην προετοιμασμένος, έβγαλε από το συρτάρι του ένα ενδιαφέρον έγγραφο και το παρέδωσε στην Υπουργική Σύνοδο του ΝΑΤΟ(DPC): Ήταν η επιστολή που είχε στείλει στις 6 Μαΐου του 1936 ο Τούρκος Πρέσβης Roussen Esref στην Αθήνα προς τον τότε Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά στην οποία σημειωνόταν ότι «Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ' εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα». Επίσης οι Τούρκοι πρότειναν και τον επανεξοπλισμό, σε ύστερο χρόνο, και των υπολοίπων νήσων του ανατολικού Αιγαίου. Ήταν μια κίνηση που εξέθεσε την πραγματικά δραστήρια τουρκική διπλωματία. Και αν σε αυτή την επικίνδυνη συνθήκη προστεθεί και η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών αυτών εκ μέρους της Τουρκίας «στην ουσία αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την αμφισβήτηση αυτής ταύτης της ελληνικότητάς τους, πράγμα το οποίο όπως είναι φυσικό σε καμία περίπτωση και από καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό».

Συμπερασματικά εφόσον δεν θα συμπεριλαμβανόταν η Λήμνος στην σχεδίαση και εκτέλεση των ασκήσεων και εφόσον παραβιάζονταν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο ο Παπανδρέου αποφάσισε ότι «η Ελλάδα δεν θα συμμετέχει ούτε στις επιχειρησιακές, ούτε στις επι χάρτου ασκήσεις, οπουδήποτε κ αν διεξάγονται αυτές». Ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε με δικό του αντιβέτο για τις τουρκικές δυνάμεις που θα διαθέτονταν στο ΝΑΤΟ. Η Αθήνα κατάφερε έτσι όλοι οι μηχανισμοί της Συμμαχίας στην ανατολική Μεσόγειο να μπλοκαριστούν προσφέροντας ένα επικίνδυνο μούδιασμα σε όλο τον νοτιανατολικό αμυντικό βραχίονα της Δύσης.

Οι Αμερικανοί εκνευρίζονται αλλά δεν τιμωρούν

Ο βοηθός Υπουργού Εθνικής Άμυνας (ASD) Richard Perle, ο άνθρωπος που αργότερα θα πρωταγωνιστούσε στον πόλεμο του Ιράκ του Μπους του νεώτερου, είχε ανησυχήσει τόσο από τις κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας ώστε το 1985 θα δήλωνε ενώπιον της Υποεπιτροπής Ευρώπης-Μέσης Ανατολής στο Κογκρέσο πως  «η κατάσταση χειροτέρευσε τα τελευταία δύο χρόνια. Η Ελλάδα συμμετείχε σε τρία μόνο από τα 13 στρατιωτικά γυμνάσια του ΝΑΤΟ».

Κατέθετε επίσης ότι με την αποχή των Ελλήνων η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ καθίστατο πλέον ευπαθής καθώς οι Τούρκοι διέθεταν πεπαλαιωμένο στρατιωτικό υλικό. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι Τούρκοι παραδέχονταν μέσω του υπουργού Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγλαγιαγκίλ «ότι η Ελληνική αεροπορία είναι χίλιες φορές ισχυρότερη από την Τουρκική». Την ίδια στιγμή, στο Κογκρέσο, ο βοηθός του ΥΠΕΞ Richard Burt υπενθύμιζε ότι η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες που ήλεγχαν τις θαλάσσιες και αέριες οδούς της ανατολικής Μεσογείου  καθώς και την πρόσβαση στην Μέση Ανατολή. Χωρίς την συμμαχία κλειδί της Ελλάδας, επεσήμανε ο Burt, η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα διχοτομούνταν (split). Ο Παπανδρέου δημιουργούσε έξυπνα αναστολές στον Λευκό Οίκο,  για δυναμικότερη απάντηση στη νέα ελληνική πολιτική, φροντίζοντας να λειτουργεί απρόσκοπτα η DECA ενώ δεν σταμάτησε να αγοράζει όπλα από τις βιομηχανίες των ΗΠΑ υιοθετώντας έτσι μια τακτική μαστίγιο και καρότο.
Ο Richard Burt όχι μόνο κάλεσε τους Αμερικανούς βουλευτές να μην λάβουν τιμωρητικά μέτρα έναντι της ελληνικής κυβέρνησης «χαρις στα κοινά συμφέροντα μεταξύ ελληνικού και αμερικανικού λαού» αλλά πρότεινε να γίνει αποδεκτό το αίτημα της κυβέρνησης για χορήγηση βοήθειας μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων στην Ελλάδα.

Το νέο αμείλικτο αμυντικό δόγμα της Ελλάδος

Από τις αρχές του 1985 η Ελληνική κυβέρνηση είχε φροντίσει μέσω διαρροών να κάνει αισθητή την νέα στρατηγική προσέγγιση των σχέσεων της με το ΝΑΤΟ, την Τουρκία και τις ΗΠΑ. Υποτίθεται ότι η Συμμαχία θα κάλυπτε την Ελλάδα από οποιαδήποτε εξωνατοϊκή απειλή αλλά «αφήνει τα ανατολικά της σύνορα απροστάτευτα όχι από ενδεχόμενη αλλά από τρέχουσα/υπάρχουσα και άμεση απειλή τη οποία δημιουργήθηκε και δημόσια από την Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ».

Έτσι η ελληνική κυβέρνηση στάθμισε την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας πάνω σε δύο παράγοντες: τις προθέσεις και τις δυνατότητες του γείτονα. Για παράδειγμα, από βορρά η Ελλάδα δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Η Βουλγαρία είχε επιδείξει υποδειγματική συμπεριφορά γείτονα ενώ και οι ένοπλες δυνάμεις της δεν «αποτελούσαν σοβαρό κίνδυνο για τις ελληνικές». Οι κυβερνήσεις Καραμανλή μάλιστα είχαν φροντίσει να εκμεταλλευτούν ακόμα και τα οχυρά της παρωχημένης Γραμμής Μεταξά για να διασφαλίσουν την βόρεια ηρεμία.

Αντίθετα, οι δυνατότητες και προθέσεις της Τουρκίας παρουσιάζονταν ιδιαίτερα απειλητικές (particularly menacing). Ήταν χαρακτηριστικό ότι οι Έλληνες κατέθεταν στους Δυτικούς συμμάχους ότι ενώ οι τουρκικές δυνάμεις στα σύνορα με την ΕΣΣΔ έχουν ένα βαθμό ετοιμότητας περίπου 50% ο Τουρκικός Στρατός Θράκης αντίθετα ίσως έφτανε ακόμα και το 100%. Απέναντι από τα ελληνικά νησιά οι Τούρκοι συντηρούσαν 140.000 επίλεκτους άνδρες κατανεμημένους σε μία Μεραρχία Πεζοναυτών, μια Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και όλους τους Αλεξιπτωτιστές που διέθετε ο τουρκικός Στρατός. Όλες αυτές οι δυνάμεις υποστηρίζονταν από μία αρμάδα 127 αποβατικών σκαφών. Και φυσικά «δικαιολογούμαστε να είμαστε σίγουροι ότι αυτά τα σκάφη δεν σκοπεύουν να αποβιβαστούν στην ΕΣΣΔ» δήλωνε σαρκαστικά το ελληνικό Υφυπουργείο Εξωτερικών, στο πηδάλιο του οποίο καθόταν τότε ο σιδηρούς άνδρας Ιωάννης Καψής.

Αν και η Ελλάδα υιοθέτησε ένα αμυντικό δόγμα που ήταν σύμφωνο με το άρθρο 3 του ΝΑΤΟ και το άρθρο 51 του ΟΗΕ περί δικαιώματος ατομικής αυτοάμυνας σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης, το απαύγασμα της νέας αμυντικής φιλοσοφίας της κυβέρνησης Παπανδρέου εντοπιζόταν στο μότο πως «μια επίθεση κατά ελληνικού εδάφους δεν θα οδηγήσει στην επιβολή συμβιβαστικών, μεσολαβητικών και πολιτικών λύσεων αλλά σε γενίκευση της σύρραξης μέχρι να αποκρουσθεί η εισβολή».

Βέβαια εάν «η Ελλάδα ένιωθε ασφάλεια ότι η Συμμαχία θα καλύψει τα ανατολικά της σύνορα τότε η εικόνα του Αιγαίου θα ήταν διαφορετική».