του Jacek Rostowski* για το Project Syndicate

Αυτό το αποτέλεσμα θα είναι αντίθετο προς τη βρετανική κοινή γνώμη, η οποία παραμένει μετριοπαθής στην ερώτηση για την πλήρη απόσχιση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με ένα γκάλοπ τον Ιούλιο από την ComRes για το BBC, 66% των ερωτηθέντων θεωρούσαν ότι «η διατήρηση πρόσβασης στην ενιαία αγορά» είναι πιο σημαντική από τον περιορισμό της ελευθερίας της μετακινήσεως. Σε ένα γκάλοπ της ICM τον ίδιο μήνα,  μόνο 10% των ερωτηθέντων είπαν ότι θα έβαζαν σε προτεραιότητα την ελευθερία μετακινήσεως σε σχέση με τη διατήρηση πρόσβασης στην ενιαία αγορά, ενώ 30% θεωρούσαν και τα δύο ισοδυνάμως σημαντικά και 38% δήλωσαν ως πιο σημαντική τη διατήρηση της πλήρους πρόσβασης στην ενιαία αγορά.

Αυτά τα ευρήματα θα εκπλήξουν όχι μόνο όσους πίστεψαν εύκολα το ότι η Δύση αντιμετωπίζει μια μεγάλης κλίμακας ξενοφοβική στάση απέναντι στην ελίτ. Ενώ η εκστρατεία της «εξόδου» φυσικά και περιλάμβανε μερικούς σκληρούς υπέρμαχους του Brexit, των οποίων το κύριο κίνητρο ήταν να σταματήσουν την ελεύθερη μετακίνηση, περιείχε επίσης και ανθρώπους που πίστεψαν τον Boris Johnson, τον πρώην δήμαρχο του Λονδίνου και τωρινό υπουργό Εξωτερικών, όταν υποσχέθηκε (και συνεχίζει να υπόσχεται) ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

Στην πραγματικότητα, παρά τον μεγάλο αριθμό από οργισμένους λευκούς ψηφοφόρους από την εργατική τάξη, οι μεσοαστοί έμποροι-υποστηρικτές του Brexit, μαζί με την εκστρατεία της «παραμονής», αποτελούν την καθαρή πλειονότητα όλων όσων ψήφισαν στο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Κάτω υπό φυσιολογικές συνθήκες, κάποιος θα περίμενε ότι η πολιτική της κυβέρνησης θα αντικατόπτριζε την προτίμηση της πλειονότητας και θα στόχευε σε ένα «άνετο» Brexit. Αντιθέτως όμως, μια κλασική επαναστατική τάση αναδύθηκε.

Σύμφωνα με τους υπέρμαχους του Brexit, ο κόσμος μίλησε και είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να δώσει ένα «αληθινό» Brexit. Η Κυβέρνηση όμως, πρέπει να ξεπεράσει τους αντιπερισπασμούς, όπως τους ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους και την πλειονότητα των υπέρ της «παραμονής» στη Βουλή των Κοινοτήτων, οι οποίοι δείχνουν εύνοια προς το Brexit μόνο τυπικά- μια «λανθασμένη» εκδοχή που δεν θα μπορέσει ποτέ να φέρει τα οφέλη ενός πραγματικού Brexit.

Σε αυτήν την επαναστατική παρουσίαση της κατάστασης, τα χειρότερα στοιχεία της ευρωπαϊκής πολιτικής παράδοσης παραγκώνισαν τον βρετανικό πραγματισμό.
Αυτό που θέλει η πλειονότητα των Βρετανών ψηφοφόρων θεωρείται άσχετο. Με ένα «σκληρό» Brexit, οι υπέρμαχοι της «αποχώρησης» μπορούν να αποφύγουν να εκλαμβάνονται από τους ψηφοφόρους ως ικέτες στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση- αν και αναπόφευκτα θα είναι, ασχέτως το πόσο συχνά το αρνείται η Μay.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις για δυο απλούς λόγους. Πρώτον, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει περισσότερα να χάσει από οικονομικής απόψεως. Ενώ οι συνολικές εξαγωγές προς τη Μεγάλη Βρετανία από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι διπλάσιες από ότι εξάγει η Μεγάλη Βρετανία στον υπόλοιπο συνασπισμό, οι εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τρεις φορές πιο πολλές ως μερίδιο του ΑΕΠ της χώρας. Αντίστοιχα, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο των υπηρεσιών, κάτι που έχει μικρή σημασία για την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τη Μεγάλη Βρετανία.

Δεύτερον, όπως ακριβώς με το οικονομικό και εμπορικό σύμφωνο μεταξύ ΕΕ και Καναδά, οποιοσδήποτε διαπραγματεύσιμος κανονισμός μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασίλειου θα πρέπει να είναι παμψηφεί αποδεκτός από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Έτσι, η διαπραγμάτευση δεν θα είναι πράγματι μόνο μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, αλλά μεταξύ των μελών της ΕΕ. Το Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς να είναι παρόν σε τέτοιες συνομιλίες, θα αναγκάζεται απλώς να δέχεται ή να απορρίπτει οτιδήποτε προσφέρει η ΕΕ. Αυτό θα ισχύει ακόμα και αν το Ηνωμένο Βασίλειο επιδιώξει μια τυποποιημένη συμφωνία όπως για παράδειγμα την ιδιότητα του μέλους στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή στην Ευρωπαϊκή Τελωνιακή Ένωση. Θα είναι πέρα για πέρα αλήθεια αν η Μεγάλη Βρετανία αναζητήσει μια «κατά παραγγελία» συμφωνία, όπως η May έχει αναφέρει ότι θα κάνει.

Αν οι Βρετανοί ψηφοφόροι αναγνωρίσουν την αδυναμία της χώρας να διαπραγματεύεται τη θέση της, οι υπέρμαχοι του Brexit που κέρδισαν στο δημοψήφισμα με την υπόσχεση ότι θα «πάρουν πίσω τον έλεγχο», θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια πολιτική καταστροφή. Η επιτυχία σε βασικές διαπραγματεύσεις είναι ο πιο απλός τρόπος για να αποφευχθούν αμήχανες αποκαλύψεις.
Έτσι λοιπόν, από πολιτικής απόψεως, ένα «σκληρό» Brexit, είναι στην ουσία μια εύκολη επιλογή για την κυβέρνηση. Από οικονομικής απόψεως όμως, ένα «σκληρό» Brexit θα έρθει με μεγάλο κόστος, το οποίο θα έχει να πληρώνει το Ηνωμένο Βασίλειο για πολλά χρόνια.

Η μόνη παρηγοριά είναι ότι η επαναστατική ορμή του Brexit μπορεί να μην είναι βιώσιμη. Λίγο καιρό αφότου η εκστρατεία της «αποχώρησης» έβαλε στους γραφειοκράτες της δημόσιας υπηρεσίας της Βασίλισσας την ταμπέλα των «εχθρών των πολιτών»- μια τυπική δήλωση στα πρώτα στάδια της επανάστασης- ο προ του Brexit υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου, Liam Fox, χλεύασε τους Βρετανούς εξαγωγείς, χαρακτηρίζοντάς τους «πολύ τεμπέληδες και χοντρούς» για να επιτύχει τη θαρραλέα, νέα Μεγάλη Βρετανία του ελευθέρου εμπορίου.

Αυτή η ρητορική είναι σύμπτωμα απελπισίας. Κουβαλάει πάνω της μια αντήχηση από τα χρόνια παρακμής της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Leonid Brezhnev, όταν μαρξιστές συνήγοροι επέμεναν ότι δεν υπάρχει τίποτα το κακό στον κομμουνισμό, εκτός του ότι η ανθρωπότητα δεν είναι ώριμη αρκετά γι’ αυτόν. Αν οι εξελίξεις συνεχίσουν σε αυτόν τον ρυθμό, τότε ο επαναστατικός ζήλος που βλέπουμε στους Βρετανούς πολιτικούς μπορεί να αυτοκαταστραφεί πριν το «σκληρό» Brexit ολοκληρωθεί.

*Ο Jacek Rostowski διετέλεσε υπουργός Οικονομικών και αντιπρόεδρος της Πολωνίας την περίοδο 2007-2013

Μετάφραση για το TPP: Νικολέττα Αλεξανδρή