του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Όμως, ακόμη και σε μια κατ’ εξοχήν «ορθολογική» εποχή σαν αυτή που παριστάνεται ότι είναι η τρέχουσα, τα συναισθήματα είναι κεντρικής σημασίας για να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους.Και το να μην είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τί νιώθουμε, προκαλεί συνήθως κατ’ ελάχιστον δυσφορία, άγχος και σίγουρα ανικανοποίητες,έως καταστροφικές σχέσεις. Είναι σαν κάποιος να λέει, «Στ’ αλήθεια νομίζω ότι σ’ αγαπώ, αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρος αν αυτό που νιώθω είναι μια έξαρση, μια κάβλα ή απλά ένας φόβος». Πού να βρει άκρη και ο άλλος; Ή, είναι σαν να είσαι υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ και να λες, «Δεν είμαστε εδώ για να πουλάμε τη ψυχή μας στο διάολο για την εξουσία με ένα 4ο μνημόνιο» ή, «ιδεολογικά είμαστε ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις».  Πού να βρεις άκρη!
 
Η Αλεξιθυμία οδηγεί σε μια αναβλητικότητα μπροστά στις αποφάσεις, ένα «μπροστά-πίσω», καθώς το άτομο αγνοεί τί νιώθει και άρα και «τί θέλει να κάνει πραγματικά;», γεγονός που προκαλεί μια αίσθηση προσωρινότητας σε ότι αφορά στις δεσμεύσεις του. Προφανώς, πάλι…, καμία σχέση με το κυβερνητικό μόρφωμα. Η Αλεξιθυμία, με άλλα λόγια, γίνεται η όλο και πιο συνηθισμένη απάντηση στις βάναυσες «ερωτήσεις» του καπιταλισμού, και θα εξηγηθώ αμέσως πιο κάτω σε σχέση με αυτό.
 
Αναλυτικότερα, στα χαρακτηριστικά των Αλεξίθυμων ανθρώπων, περιλαμβάνονται:
 
Η δυσκολία να προσδιορίσουν τα συναισθήματα τους. Η δυσκολία να βρουν τις σωστές λέξεις για να περιγράψουν αυτό που νιώθουν. Η δυσκολία να διακρίνουν τα συναισθήματα τους με βάση τις σχετικές αισθήσεις του σώματος τους.  Η ακρωτηριασμένη φαντασία ή, για την ακρίβεια, τα πολύ «ρεαλιστικά και προγραμματισμένα όνειρα». Η επικέντρωση περισσότερο στον εξωτερικό κόσμο και στην τεκμηριωμένη πληροφόρηση. Η εξαιρετικά «λογική» σκέψη. Το χαμηλό επίπεδο ενσυναισθητικής κατανόησης του Άλλου ή, με άλλα λόγια, η ανικανότητα να νιώσουν, κάπως, τί νιώθει ο Άλλος, ακόμη κι αν είναι υπουργοί κοινωνικής αλληλεγγύης.
 
Αρκετές έρευνες έχουν δείξει τη συσχέτιση της Αλεξιθυμίας με τη συναισθηματική παραμέληση στην πρώιμη παιδική ηλικία, ικανή συνθήκη για ένα τέτοιο συναισθηματικό «στράγγισμα».
 
Αλλά, μήπως η Αλεξιθυμία είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών ενός πολιτισμού που, σταθερά, απαξιώνει και λοιδορεί το συναίσθημα, ορίζοντας το συχνά ως αίτιο αποτυχίας;
 
Κατά τη γέννηση, ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ανεπτυγμένος μόνο κατά 25%, που μοιάζει πολύ λίγο, συγκρινόμενο με το 45% των χιμπατζήδων. Δηλαδή,  στον  κόσμο των χιμπατζήδων όλα «παίζονται» σχεδόν εκ γενετής, σε αντίθεση με τον κόσμο των ανθρώπων, όπου «όλα είναι ανοιχτά» ακόμη και για κάποιον…που υποστηρίζει ακόμη το ΣΥΡΙΖΑ.  Τα γονίδια που αναλαμβάνουν την αναπτυξιακή πορεία του ανθρώπινου εγκεφάλου, περιμένουν ερεθίσματα από τον έξω κόσμο για να καθορίσουν την πορεία τους. Και βέβαια, σε έναν τέλειο κόσμο τα γονίδια και το εξωτερικό περιβάλλον θα έβρισκαν τον ιδανικό συγχρονισμό, αλλά, ως γνωστόν, μέχρι να φτάσουμε στην αταξική κοινωνία, ο κόσμος δεν είναι τέλειος.
Όπως υποστηρίζει ο νευροεπιστήμονας David Linden, στο βιβλίο του “The Accidental Mind”, «στις ακραίες συνθήκες ενός περιβάλλοντος «γεμάτου» στερήσεις, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες τείνουν να έχουν πολύ μεγαλύτερη ισχύ απ’ ότι τα γονίδια». Σαν παράδειγμα, ο Linden, αναφέρει τί συμβαίνει όταν το μάτι ενός βρέφους καλύπτεται, εξ’ αιτίας ενός τραύματος. «Εάν το βρέφος έχει καλυμμένο με επίδεσμο το ένα μάτι (για να αντιμετωπιστεί,για παράδειγμα, μια λοίμωξη), για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε το βρέφος μπορεί να υποστεί τύφλωση από το μάτι αυτό για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του. …Ο λόγος της τύφλωσης δεν είναι τόσο ότι το μάτι σταμάτησε να λειτουργεί, όσο ότι από το συγκεκριμένο μάτι δεν λήφθηκαν οι απαραίτητες πληροφορίες για τη διαμόρφωση των κατάλληλων εγκεφαλικών συνάψεων,που σχετίζονται με τη λειτουργία της όρασης».
 
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να ισχύει και για την περίπτωση της πλημμελούς συναισθηματικής φροντίδας, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό-κοινωνικό επίπεδο. Όταν υπάρχει συναισθηματική παραμέληση στην παιδική ηλικία, η συναισθηματική ρύθμιση και η επικοινωνία ατροφούν. Να το πούμε κάπως πιο καθαρά: αυτό που φταίει, είναι ο Δυτικός τρόπος ανατροφής των παιδιών.  Γιατί μόνο στη Δυτική κουλτούρα,η «επιτυχής» ανατροφή ενός παιδιού ταυτίζεται με την ανάπτυξη του ατομοκεντρισμού. Και είναι ένα καλό σημείο εδώ να αναρωτηθούμε, πώς θα είναι άραγε, μετά από 20 χρόνια, η ψυχική συγκρότηση των 230.000 παιδιών που ζουν σήμερα σε οικογένειες χωρίς καθόλου εισόδημα και άρα, μέσα σε συνθήκες μέγιστης συναισθηματικής αβεβαιότητας.
 
Για να κατανοήσουμε την επίδραση της δυτικής πρακτικής στην κουλτούρα ανατροφής και συναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών,θα άξιζε να δούμε πώς άλλοι πολιτισμοί υλοποιούν το έργο αυτό. Η εθνογράφος Jean Liedloff στο έργο της «The Continuum Concept», μελετώντας κοινότητες Ινδιάνων του Αμαζονίου, ανέπτυξε την ιδέα της «συνέχειας-continuum» για να περιγράψει τον «φυσικό» τρόπο ανατροφής των παιδιών, όπως αυτός εξελίχθηκε μέσα σε ένα μακρόσυρτο διάστημα εκατομμυρίων ετών, απ’ όταν οι άνθρωποι ζούσαν ως κυνηγοί- τροφοσυλλέκτες.  Σύμφωνα με την Liedloff, «οι πρακτικές ανατροφής των παιδιών στον Αμαζόνιο, ανταποκρίνονται στις φυσικές προσδοκίες που αντιστοιχούν στο είδος του κοινωνικού περιβάλλοντος, εντός του οποίου καλούνται να κατοικήσουν οι άνθρωποι».
 
Η Liedloff,εντόπισε στους Ινδιάνους αυτούς μια γονική πρακτική που διαφέρει σημαντικά σε σχέση με την ανατροφή των παιδιών στο Δυτικό κόσμο. Η φροντίδα των γονιών διαρκούσε συνεχώς, μέχρις ότου αναπτυχθεί αβίαστα στα παιδιά η ανάγκη να περιπλανηθούν ελεύθερα.
 
Για τηνLiedloff,η συνήθεια των Ινδιάνων να ακολουθούν το έμφυτο χρονοδιάγραμμα των παιδιών τους στην πορεία ανάπτυξης της αυτονομίας τους, συνέβαλλε σε μια γενική αίσθηση ευημερίας, ορατής όχι μόνο στα παιδιά, αλλά και στους ενήλικες-μέλη της φυλής.Κάτι τέτοιο, είναι σε πλήρη αντίθεση με το Δυτικό κόσμο, όπου η αυτονόμηση των παιδιών οφείλει να γίνεται το συντομότερο δυνατόν,έστω κι αν αυτό είναι σε σύγκρουση με τις φυσικές αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών. Να το πούμε πιο καθαρά: η φυσική ανθρώπινη ανάγκη για ανάπτυξη, εδώ και εκατομμύρια χρόνια, υποστηρίζεται από μια υγιή προσκόλληση και όχι από μια υπερφυσική ανεξαρτησία, επειδή την απαιτεί ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός. Ίσως μάλιστα, αυτή η στρέβλωση να εξηγεί, εν μέρει, και τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας του ΟΟΣΑ για τα ποσοστά των νέων μέχρι 30 ετών που μένουν με τους γονείς τους. Στην Ιταλία είναι το 81%, στην Ελλάδα το 76%, ενώ ο Μ.Ο. των χωρών-μελών είναι 59%. Η πίεση δηλαδή για ανεξαρτησία οδηγεί, μάλλον, στο αντίθετο αποτέλεσμα, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει κανείς τις υλικές συνθήκες της καπιταλιστικής αθλιότητας, που περιορίζουν τις δυνατότητες των νέων ανθρώπων για αυτονομία. Δες αναλυτικά εδώ.
 
Η έμφαση του Δυτικού προτύπου ανάπτυξης στην ανεξαρτησία οδηγεί, σύμφωνα με την Liedloff, σε συναισθηματική οδύνη, τόσο για την μητέρα, όσο και για το βρέφος. «Μια βίαιη διάσπαση του «συνεχούς» μητέρας-παιδιού, του «συνεχούς» που εγκαθιδρύθηκε με τέτοια ισχύ σε διάφορες φάσεις μέσα στην μήτρα, ίσως μπορεί να ερμηνεύσει, τόσο την κατάθλιψη της μητέρας, όσο και την οδυνηρή αγωνία του παιδιού». Πρόκειται, προφανώς, για ακόμη μια συνέπεια της εισόδου της μητέρας στο χώρο της εργασίας, όπου προκειμένου να εξασφαλίζεται η δικαιωματική ισοτιμία και ανεξαρτησία της, απαιτείται, αναγκαστικά, και η τάχιστη ανεξαρτοποίηση-εξατομίκευση του παιδιού. 
 
Εάν, όμως, η μείωση των ευκαιριών για σωματική εγγύτητα μπορεί να έχει τέτοιες συνέπειες, όπως η κατάθλιψη της μητέρας και το άγχος αποχωρισμού του παιδιού,ποιές μπορεί να είναι οι επιπτώσεις εξ΄αιτίας της απόρριψης ή της αγνόησης των συναισθηματικών αναγκών; Σύμφωνα με την Liedloff, «οι νευρώσεις και η παράνοια δεν είναι τίποτα περισσότερο, παρά μια μορφή «προστασίας» του στερημένου ανθρώπου, καθώς πιέζεται κάτω από το «βάρος της απουσίας» και της «μη συνάντησης». Υπάρχει ένα «μούδιασμα», μια νάρκωση, που βοηθά να ξεπεραστεί ο βαθύς ψυχικός πόνος της «μη σχέσης». Και αυτό το «μούδιασμα», μπορεί να είναι ό,τι ακριβώς περιγράφει η λέξη Αλεξιθυμία.
 
Η λειτουργία της εσωτερίκευσης της καθοδηγητικής φωνής της «μανούλας» μας ή του «πατερούλη» μας, είναι μάλλον γνωστή και από τα άρθρα της λαϊκής ψυχολογίας. Κάθε παιδί, για να διατηρήσει τον εαυτό του «ασφαλή» και στο «σωστό δρόμο»,  εσωτερικεύει την κριτική φωνή του γονιού-φροντιστή του. Και δεν είναι λίγοι αυτοί, που ακόμη και σε προχωρημένο γήρας «ακούν» τη φωνή του γονιού, που τον κουβαλούν ακόμη στους ώμους τους, να τους επιπλήττει.  Αυτή η εσωτερικευμένη φωνή, ανάλογα με το παιδί, τον φροντιστή και τη φύση της επι-κριτικής, μπορεί να περιορίσει σημαντικά την εσωτερική συναισθηματική επικοινωνία, επηρεάζοντας το «μεσολόβιο σώμα», τη δέσμη, δηλαδή των νευρικών ινών που συνδέει το αριστερό με το δεξιό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Το «μεσολόβιο σώμα» είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά των συναισθηματικών πληροφορικών από το δεξιό στο αριστερό ημισφαίριο και στην επίτευξη των συσχετίσεων μεταξύ συναισθημάτων και γλωσσικής έκφρασης. Γι’ αυτό ακριβώς, σε άτομα που υπήρξαν θύματα παιδικής κακοποίησης έχει εντοπιστεί μείωση του «μεσολόβιου σώματος», ενώ άλλες μελέτες συνδέουν επίσης το μικρότερο μέγεθος του «μεσολοβίου» με την Αλεξιθυμία. Με άλλα λόγια, όπως το καλυμμένο με επίδεσμο μάτι αναστέλλει την όραση, έτσι κι οι περιορισμένες ευκαιρίες για σωματική και συναισθηματική ασφάλεια,  μπορεί να συρρικνώσουνκρίσιμα το «μεσολόβιο σώμα» και άρα τη δυνατότητα αναγνώρισης και έκφρασης των συναισθημάτων.
 
Μα τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Καπιταλισμό;
 
Αν αφήσουμεστην άκρη το οικογενειακό μοντέλο, που προκειμένου να είναι συμβατό με το καπιταλιστικό σύστημα «παράγει» μια σειρά από συνέπειες, (πυρηνική περίκλειστη οικογένεια, περιορισμένος αριθμός απογόνων για να εξασφαλίζεται υψηλή καταναλωτική ευχέρεια, το παιδί δικτάτορας για να ανακουφιστούν οι γονεϊκές ενοχές κ.λπ.), ένα είναι βέβαιο:ο καπιταλισμός για να διατηρηθεί χρειάζεται νικητές και ηττημένους.  Χρειάζεται επίσης το φόβο,καθώς υπόσχεται μεγάλες ανταμοιβές σε όσους κυριαρχήσουν στο παιχνίδι και απειλεί με έσχατη ένδεια εκείνους που δεν θα τα καταφέρουν.Όμως οι «νικητές», έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τον ακραίο ατομικισμό, που φαίνεται πως κατορθώνει μέσα στην καπιταλιστική αρένα να αμβλύνει το φόβο που ο ίδιος ο καπιταλισμός ενσταλάζει.Δηλαδή, η όσο το δυνατόν συντομότερη ανεξαρτοποίηση των παιδιών, φαίνεται πως τα εφοδιάζει με μια «τόλμη» απέναντι στο φόβο του καπιταλισμού.Βιαζόμαστε, με άλλα λόγια, να κάνουμε τα παιδιά μας ανεξάρτητα, για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του καπιταλισμού, αλλά αυτό έχει μια οδυνηρή «παράπλευρη» συνέπεια:τη συναισθηματική ατροφία. 
 
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο του πανεπιστημίου του Stanford,HazelMarkus, «οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης, (οι υποτιθέμενοι «νικητές»), βλέπουν τον κόσμο σαν ένα φιλόξενο περιβάλλον και αναζητούν ευκαιρίες να εκφράσουν τον ατομικισμό τους, ενώ οι άνθρωποι της εργατικής τάξης, αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως αβέβαιο και τους αρκεί να προστατεύουν τον εαυτό τους με το να προσαρμόζονται σ’ αυτόν». Ο Markusισχυρίζεται, ακόμη, ότι «για τα μέλη της μεσαίας τάξης το ατομικό επίτευγμα είναι αυτό που επιβραβεύεται, ενώ για τα άτομα από τις χαμηλότερες τάξεις ο μεγαλύτερος στόχος τους είναι το να είναι αλληλεξαρτώμενα και να αποτελούν μέρος της κοινότητας».
 
Ο καπιταλισμός, τελικά, ανταμείβει τους ανθρώπους των οποίων ο εγκέφαλος και οι σχέσεις αλλάζουν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του, αλλά ταυτόχρονα, αναμένει απ' αυτούς να πληρώσουν αυτό το τίμημα της επιτυχίας. Και το τίμημα για μερικούς, είναι αυτή η λωρίδα φαιάς ουσίας που συνδέει τα δυο ημισφαίρια του εγκεφάλου.Η σμίκρυνση του «μεσολόβιου σώματος» και άρα, ο συναισθηματικός ακρωτηριασμός.Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Αν δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να εντοπίσει και να εκφράσει τα συναισθήματα του, η σφοδρότητα των συναισθημάτων αυτών αργά ή γρήγορα θα γίνει αφόρητη και δεν θα περιοριστεί στο ψυχικό πεδίο, αλλά θα «σωματοποιηθεί».Εξ’ αιτίας αυτής της βουβής συναισθηματικής σφοδρότητας, οι άνθρωποι με Αλεξιθυμία, και προκειμένου να προστατευτούν, οικοδομούν συχνά «τείχη γύρω από την καρδιά τους», μετριάζοντας ακόμη περαιτέρω τα συναισθήματα και περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τις ευκαιρίες συναισθηματικής επαφής με τους άλλους.Έτσι «δουλεύει» ο καπιταλισμός και το τίμημα του είναι ορατό στους «επιτυχημένους» γύρω μας.
 
Πώς «θεραπεύεται», λοιπόν, ο καπιταλισμός;  Πιθανόν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θεραπεύεται η Αλεξιθυμία: αυξάνοντας τις ευκαιρίες για να παίξουμε, να αγαπήσουμε και,εν τέλει, να «υπάρξουμε». Μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες… για να γίνει η Επανάσταση…