του Charles Glass για το The Intercept

Ο Άσαντ όμως, δεν αποδείχτηκε τίποτα άλλο παρά υποταγμένος στην υπερδύναμη του ευεργέτη του.  Ο αγώνας για τη Συρία συνεχίστηκε με άτακτο τρόπο, ενώ η χώρα εκνεύριζε τη Μόσχα, φλερτάροντας με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κρίση του Λιβάνου και στέλνοντας στρατεύματα για υποστήριξη της αμερικάνικης «ανακατάκτησης» του Κουβέιτ το 1991. Σύντομα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μετέστρεψαν τη στάση τους, χαρακτηρίζοντας τη Συρία ως «τρομοκρατικό κράτος» και καταδικάζοντας  τόσο τη στήριξη της Συρίας προς τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, όσο και τη συμμαχία της με το Ιράν. Το 2011 ο αγώνας έγινε πόλεμος. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία, όπως και τοπικοί ηγεμόνες, υποστήριξαν αντίθετες πλευρές, διασφαλίζοντας μια εξισορρόπηση της τρομοκρατίας που έχει καταστρέψει τη χώρα και δεν μπορεί να επιλυθεί.

Οι Ρώσοι, έχοντας χάσει το Άντεν, την Αίγυπτο και τη Λιβύη χρόνια νωρίτερα, υποστήριξαν το μόνο πελατειακό καθεστώς τους στον αραβικό κόσμο, όταν αυτό απειλήθηκε. Οι ΗΠΑ έδωσαν ρητορική και υλικοτεχνική υποστήριξη στους αντάρτες, ενισχύοντας ψεύτικες ελπίδες- όπως είχαν κάνει σε ούγγρους πατριώτες και μετά τους άφησαν στη μοίρα τους το 1956- λέγοντας ότι θα παρέμβουν με δυνάμεις για να τους βοηθήσουν. Τοπικοί σύμμαχοι, δηλαδή η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η Τουρκία, βρέθηκαν να στέλνουν όπλα, χρήματα, και μαχητές, ενώ διαφωνούσαν σχετικά με τους στόχους και τη στρατηγική.

Η εξαιρετική ανάλυση του Κρίστοφερ Φίλιπς πάνω στους παράγοντες που πυροδότησαν τον πόλεμο της Συρίας αντιτίθεται δυναμικά με τα έργα των περισσότερων δήθεν ειδικών που είναι προκατειλημμένοι, κακώς πληροφορημένοι ή και τα δύο. Με το νέο του βιβλίο «Η Μάχη για τη Συρία: Διεθνής Ανταγωνισμός στη Νέα Μέση Ανατολή», που κυκλοφόρησε από το Γέιλ αυτόν τον μήνα, ο Φίλιπς γίνεται μέλος μιας μικρής λίστας συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Τζόσουα Λάντις, ο Πάτρικ Κόκμπερν, ο Φαουάζ Γκεργκές και τέλος ο Άντονι Σαντίντ, οι οποίοι έχουν αρχικώς συνεισφέρει στην κατανόηση των αιτιών και των συνεπειών του πόλεμου της Συρίας. «Η μάχη για τη Συρία» κάνει μια καθοριστική και επιτυχημένη απόπειρα στον καταμερισμό ευθύνης σε όλες τις χώρες των οποίων η πλούσια παροχή όπλων και χρημάτων έχουν παρατείνει τον πόλεμο πολύ περισσότερο από ό,τι θα το επέτρεπαν οι πόροι της ίδιας της Συρίας. Οι πάνω από 500.000 θάνατοι και η απώλεια των περιουσιών σχεδόν του μισού πληθυσμού της Συρίας, που υπολογίζεται σε περίπου 22 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελούν απόδειξη της έλλειψης ενδιαφέροντος των ξένων προς την ίδια τη Συρία και της προτεραιότητας που βάζουν στους δικούς τους αντιτιθέμενους στόχους.

«Την παραμονή του εμφυλίου πολέμου», γράφει ο Φίλιπς, «η Συρία και η Μέση Ανατολή εμφανίστηκαν απατηλά σταθερές». Αποδείχθηκε ότι η περιοχή ήταν στατική και όχι σταθερή. Τα σημάδια της επικείμενης αλλαγής ήταν λίγα, αλλά όχι αόρατα. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα άφησε να εννοηθεί ότι οι ΗΠΑ, όπως η Βρετανία 40 χρόνια πριν, περιόριζαν την εμπλοκή τους στην περιοχή. Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, όπως το φιάσκο του Σουέζ για τους Βρετανούς και τους Γάλλους το 1956, εξάντλησε τους πόρους της Αμερικής  και έκανε παρόμοιες περιπέτειες λιγότερο ελκυστικές. Ο Ομπάμα παραδέχτηκε σε ένα ακροατήριο στο Κάιρο το 2009 ότι «η Αμερική δεν θεωρεί ότι γνωρίζει τι είναι καλύτερο για όλους». Αν και αυτό θα έπρεπε να έχει δώσει ευκαιρίες για τη συμμετοχή του κοινού στην αραβική διακυβέρνηση, αντ’ αυτού έδωσε την εντύπωση ενός κενού που πρέπει να καλυφθεί.

Η Τυνησία άνοιξε τον δρόμο, όταν λαϊκές διαδηλώσεις ανάγκασαν σε αποχώρηση τον υποστηριζόμενο από τη Δύση αρχηγό του κράτους, του οποίου η διαφθορά και η βιαιότητα ήταν στο ίδιο επίπεδο με αυτές των ομολόγων του και αλλού στον αραβικό κόσμο. Αυτή η επιτυχία άναψε την ελπίδα ότι η επανάσταση ήταν μια βιώσιμη επιλογή και έκανε ιδίως τη Γαλλία να είναι πιο προσεκτική όσον αφορά την περαιτέρω ταύτιση με τυράννους που δεν μπορούσε να στηρίξει. Το μικρόβιο εξαπλώθηκε και σε άλλες αραβικές χώρες, αλλά πραγματώθηκε με διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα. Στο Μπαχρέιν, οι Σαουδάραβες και η τοπική βασιλική οικογένεια σύνθλιψαν τους διαδηλωτές. Στην Αίγυπτο, ένας δικτάτορας απομακρύνθηκε, οι ψηφοφόροι εξέλεξαν και στη συνέχεια αποκήρυξαν ένα θρησκόληπτο φανατικό και ένας άλλος στρατιωτικός δικτάτορας αποκατέστησε την παλιά τάξη με μια πιο κακή μορφή. Στη Λιβύη, η αναταραχή οδήγησε σε αιματοχυσία και στην παρέμβαση του ΝΑΤΟ που αντικατέστησε μια δικτατορία με ένα τοξικό χάος.

Παρά την αποτυχία της επανάστασης παντού εκτός της Τυνησίας, οι εξωτερικές δυνάμεις με μεγάλη προθυμία βρήκαν στη συριακή διαφωνία την ευκαιρία να ανατρέψουν ένα καθεστώς, του οποίου το μεγάλο σφάλμα ήταν οι δεσμοί του με το σιιτικό Ιράν, τη Χεζμπολάχ και τη Ρωσία. Ενώ οι Σύριοι διαδηλωτές αναζητούσαν μια βοήθεια από ένα σύστημα ασφάλειας που ανέστειλε τα βασικά τους δικαιώματα, οι ξένοι, κυρίως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ που έσπευσαν σε αυτούς, με δυσκολία λειτούργησαν ως μοντέλα ελευθερίας και εκλεγμένης κυβέρνησης. Οι Σύριοι ακτιβιστές αρχικά απαίτησαν μεταρρυθμίσεις μέσα στο σύστημα και έπειτα την αλλαγή της ηγεσίας χωρίς την καταστροφή, όπως οι ΗΠΑ είχαν κάνει στο Ιράκ, του ίδιου του κράτους. Ο σεΐχης του Ριάντ και της Ντόχα όμως, ήθελε να αντικαταστήσει τον Μπασάρ αλ Άσαντ με κάποιον από την κυρίαρχη σουνιτική κοινότητα που θα επέβαλλε μια μορφή δικτατορίας και που θα ήταν πιο κοντά στις δικές του ουαχαμπιστικές πεποιθήσεις και με εχθρική στάση προς το Ιράν.

Μέχρι τα μέσα του 2012, γράφει ο Φίλιπς, η αντιπολίτευση ήταν χωρισμένη σε όχι λιγότερες από 3.250 ένοπλες ομάδες. Όλες οι προσπάθειες ενοποίησής τους απέτυχαν, εν μέρει επειδή οι τοπικοί πολέμαρχοι επιζητούσαν περισσότερο λάφυρα παρά μια εθνική νίκη και οι ξένοι αρνήθηκαν να συντονιστούν με τις πολιτικές τους. Οι παραδοσιακοί εισβολείς της Μέσης Ανατολής- η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ- έγιναν, όπως λέει ο Φίλιπς, «αιχμάλωτοι της δικής τους ρητορικής». Ο Φίλιπς κατηγορεί τις ΗΠΑ για ένα «σημαντικό κενό της ιστορικής γνώσης στη Συρία» και σημειώνει ως «ασυγχώρητη» την επιφυλακτικότητα του Ομπάμα να εξετάσει τα σχέδια έκτακτης ανάγκης, όταν η πεποίθησή του για την επικείμενη κατάρρευση του Άσαντ δεν έγινε πραγματικότητα. Η Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με την άποψη του Φίλιπς, υπερεκτίμησε τη δύναμη των ανταρτών ενώ υποτίμησε τη δύναμη του Άσαντ. Η Σαουδική Αραβία δεν ήταν μόνη σε αυτόν τον εσφαλμένο υπολογισμό δυνάμεων. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Φίλιπς, ο Ομπάμα αντιστάθηκε στα επιχειρήματα εκείνων, όπως της Χίλαρι Κλίντον, που ζητούσαν άμεση στρατιωτική δράση της Αμερικής, ρισκάροντας ακόμα και έναν πόλεμο με τη Ρωσία.

Όποτε ο Άσαντ είναι με την πλάτη στον τοίχο, η Ρωσία και το Ιράν δίνουν περισσότερη βοήθεια. Όταν οι αντάρτες υποχωρούν, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η Τουρκία στέλνουν περισσότερους μαχητές και όπλα. Αν η Χίλαρι Κλίντον γίνει η αρχηγός στις 20 Ιανουαρίου 2017, η υπόσχεσή της για μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων υπό τον έλεγχο της Αμερικής θα οδηγήσει σε άμεση αντιπαράθεση μεταξύ των ρωσικών και των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών και θα βάλει τις ΗΠΑ πιο βαθιά σε έναν πόλεμο, τον οποίο ο Φίλιπς πιστεύει ότι έκανε καλά ο Ομπάμα που τον απέφευγε. Αυτή θα πρέπει να διαβάσει πρώτα το βιβλίο.

To ThePressProject είναι επίσημος συνεργάτης του The Intercept στην Ελλάδα

Μετάφραση: Νικολέττα Αλεξανδρή