του Βαγγέλη Γεωργίου

Το Φεβρουάριο του 2003, ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ, έλαβε μια επιστολή με ένα πολύ δυσάρεστο μήνυμα: «Κύριε Υπουργέ τρέφω τεράστιο σεβασμό για το χαρακτήρα και την ικανότητά σας […] Αλλά η αφοσίωσή σας στον Πρόεδρος [Μπους] ξεπέρασε τα όρια […] Παραιτούμαι διότι προσπάθησα και απέτυχα να συμφιλιώσω τη συνείδησή μου και την ικανότητά μου να αντιπροσωπεύσω τη σημερινή Προεδρία των ΗΠΑ». Είναι δραματικά αποσπάσματα από την επιστολή παραίτησης του Brady Kiesling, του αμερικανού αξιωματούχου που τότε συμπλήρωνε μια 20ετή διπλωματική εμπειρία στις ΗΠΑ. Ο Brady Kiesling ήταν από τους ελάχιστους διπλωμάτες που άκουσαν τη συνείδησή τους και αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε μια κυβέρνηση που κήρυξε τον ανόητο πόλεμο στο Ιράκ. Ήταν ένα ράπισμα εκ των έσω για τα γεράκια του Λευκού Οίκου, μια αχτίδα δημοκρατίας σε μια χώρα που έδειχνε να παρεκλίνει.

Γνωρίζοντας τα ελληνικά πράγματα -έχοντας υπηρετήσει και στη χώρα μας- τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και το αμερικανικό πολιτικό σύστημα ο πρώην διπλωμάτης, ακαδημαϊκός και συγγραφέας Brady Kiesling πρόκειται να μιλήσει για τις αμερικανικές εκλογές στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσων (ΙΔΙΣ). Ζήτησα από τον Αμερικανό αξιωματούχο να μιλήσει στο TPP για ζητήματα, ίσως για πρώτη φορά, που συνδέονται με τους δύο αμερικανούς υποψηφίους. Από τη μία η Χίλαρι, σύμφωνα με τον Kiesling, δε θα απαρνηθεί πολλές από τις λογικές πολιτικές του Ομπάμα, από την άλλη ο Τράμπ θα εναντιωθεί στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δημιουργώντας ένα συγκρουσιακό περιβάλλον στην περιοχή, που θα φέρει και την Ελλάδα σε πολύ δύσκολη θέση. Ένας εμπορικός πόλεμος με την Ε.Ε, μια νέα «έκρηξη» στη Μέση Ανατολή και νέα δεδομένα για το ΝΑΤΟ θα είναι μερικά από τα διακυβεύματα της ενδεχόμενης προεδρίας Τράμπ.  Βέβαια μπορεί μετεκλογικά ακόμα και ο Τράμπ να υπαναχωρήσει σε πολλά από τα παραπάνω, όπως λέει ο Kiesling, αλλά ας μιλήσει καλύτερα ο ίδιος.

 
Οι Αμερικανοί πίστεψαν τον Μπους ότι δεν ήθελε τον πόλεμο στο Ιράκ. Όταν πειστήκατε ότι έλεγε ψέματα παραιτηθήκατε. Πιστεύετε ότι η Κυβέρνηση Τσίπρα συπεριφέρθηκε ανάλογα, επιδεικνύοντας απόκλιση προεκλογκών δεσμεύσεων και κυβερνητικού έργου;

Δεν είναι ότι οι Αμερικάνοι πίστεψαν τον Πρόεδρο Μπους ότι ο πόλεμος με το Ιράκ ήταν μια έσχατη λύση. Ένιωσαν τον πόλεμο να έρχεται, αλλά τους περισσότερους δεν τους ένοιαζε. Οι Αμερικανοί πολίτες παραχωρούν στον Πρόεδρο σχετικά μεγάλη ελευθερία στην εξωτερική πολιτική (χωρίς να ισχύει το ίδιο και στην εσωτερική). Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 ο Μπους απέκτησε λευκή επιταγή για μια βίαιη ενέργεια. Επέλεξε το Ιράκ για ένα σωρό ανόητους λόγους αλλά οι περισσότεροι Αμερικανοί ήταν πρόθυμοι να εμπιστευθούν την κρίση του. Η περίπτωση της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν κάπως διαφορετική. Ο Τσίπρας ήταν και παραμένει ιδεολογικά δεσμευμένος στην επιβίωση και -στην ιδανική περίπτωση-  επέκταση του κράτους. Δεν ήταν η ρητορική επαναστατικής ανατροπής που αποδέχτηκαν οι ψηφοφόροι, ως πυρήνα του προγράμματός του, αλλά η ιδέα του κρατισμού. Οι περισσότεροι Έλληνες, αν όχι όλοι, αντιλήφθηκαν την ρητορική του για ρήξη με την Τρόικα σαν μια κίνηση τακτικής και όχι σαν στρατηγικη δέσμευση.

Μόλις εκλέχθηκε ο Τσίπρας, συνειδητοποίησε ότι το κράτος δε θα είναι σε θέση να πληρώσει τους μισθούς και τις συντάξεις αν δεν επιτευχθεί μια διευθέτηση με τους πιστωτές. Το δημοψήφισμα του ήταν μια πράξη απελπισίας και πολιτικό θέατρο, και πραγματικά δεν ήξερε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Αλλά αντιλήφθηκε σωστά ότι ένα «Όχι» δεν ήταν αυτόματα μια ψήφος Grexit, πτώχευση, και κατάρρευση του κράτους. Ακολούθησε τον ασφαλή δρόμο, και υπέγραψε τη μοναδική συμφωνία που η Ευρώπη ήταν έτοιμη να του προσφέρει.

Έχει σημασία ποιος θα κερδίσει;

Η Χίλαρι Κλίντον είναι ένας manager. Ποτέ δεν έχει επιλύσει μια σύγκρουση, αλλά έχει εργαστεί επιμελώς ως Υπουργός Εξωτερικών για να αποσοβήσει τα χειρότερα. Η σκληρή της γραμμή στο Μεσανατολικό ζήτημα είναι πρωτίστως μια εκλογική αναγκαιότητα, κι έχω λόγο να πιστεύω ότι οι πραγματικές της απόψεις είναι κάπως πιο φιλικές προς την ειρήνη και τη σταθερότητα στον μουσουλμανικό κόσμο. Δεν θα καταστρέψει σκόπιμα ένα από τα πιο βασικά επιτεύγματα της κυβέρνησης Ομπάμα, την εύθραυστη συμφωνία με το Ιράν.

Πιστεύει ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα πραγματικό πρόβλημα που πρέπει να διαχειριστεί και πιστεύει ότι ο καθένας πρέπει να καταβάλει ένα δίκαιο μερίδιο των φόρων για να χρησμοαδοτηθούν έτσι λύσεις. Ο Trump βλέπει την Προεδρία ως όχημα για να κολακεύσει το τεράστιο εγώ του. Επειδή δεν νοιάζεται για τα προβλήματα ή τις λύσεις τους, θα εκχωρήσει τον έλεγχο σε άτομα με πολύ σαφή και εγωιστική ατζέντα: Ας παραλληλίσουμε τις ΗΠΑ με μια γεμάτη σωσίβια λέμβο σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Στην περίπτωση που ανατεθεί σε έναν φίλο του Τραμπ ο έλεγχος-φύλαξη των αποθεμάτων πόσιμου νερού τότε θα πρέπει να τον πληρώσεις για να σου δώσει να πιεις.

Εξηγήστε μας το κλείσιμο της ψαλίδας Τραμπ και Κλίντον.

Η αμερικανική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη όπως κάθε κοινωνία. Έχουμε προσπαθήσει να επιβάλουμε αυθαίρετους ορισμούς αυτής της διαίρεσης, όπως αριστερά εναντίον δεξιάς ή συντηρητικός εναντίον φιλελεύθερου ή Ρεπουμπλικάνος έναντι Δημοκρατικού. Αλλά μια πολύ σημαντική διαίρεση, η οποία συχνά υπερκαλύπτεται από μία από τις παραπάνω κατηγορίες είναι [η διαφορά] μεταξύ των ανθρώπων που αισθάνονται ότι η νοημοσύνη και δεξιότητες τους να αποτελούν ένα κατάλληλο εργαλείο για την επιβίωση τους και άλλοι που πιστεύουν ότι το μόνο κεφάλαιο στο οποίο μπορούν να βασιστούν είναι η πίστη τους σε έναν αρχηγό ή ομάδα.

Οι Αμερικανοί κάποιας μόρφωσης, με την ανάλογη συμπεριφορά που αυτή ενισχύει, δεν έχουν καμία αμφιβολία ότι η Χίλαρι Κλίντον είναι ο καλύτερος υποψήφιος. Αν όχι σε όλες, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις οι πολιτικές της βασίζονται σε μια λογική αξιολόγηση του τι θα ωφελήσει το σύνολο του αμερικανικού λαού. Αλλά πράγματι οι περισσότεροι Αμερικανοί είναι βαθιά δύσπιστοι για την δυνατότητα οποιουδήποτε να κατανοήσει καλύτερα τα συμφέροντά τους. Ξέρουν ότι το μυαλό τους δεν θα τους κάνει πλούσιους.

Δυσανασχετούν πολύ απέναντι στις αυτάρεσκες μορφωμένες τάξεις που δείχνουν σίγουρες για την ανωτερότητά τους. Δεν εμπιστεύονται, συχνά δικαιολογημένα, τους εκλεγμένους και διορισμένους αξιωματούχους οι οποίοι κινητοποιούν και διαθέτουν δημόσιους πόρους. Και ψηφίζουν για να τιμωρήσουν εκείνους των οποίων η ρητορική και η ιστορία της ζωής τους υπονομεύει την εκτίμησή τους για τα δικά τους χαρακτηριστικά.

Ένα άλλο σημείο κλειδί είναι ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί, χωρίς καμία προσωπική εμπειρία πολέμου ή πείνας, δεν έχουν ιδέα τι είναι πολιτική. Την βλέπουν σαν μια μορφή ψυχαγωγίας και ψηφίζουν τον Πρόεδρο που τους διασκεδάζει καλύτερα. Ο Τραμπ, σε αντίθεση με την Κλίντον, καταλαβαίνει τον κόσμο της επαγγελματικής πάλης και της υπερβολικής θεατρικότητας.

Ένα τρίτο σημείο είναι ότι η αμερικανική εργατική τάξη πιέζεται οικονομικά, αν και η οικονομία κατά μέσο όρο τα πάει καλά. Στις δύσκολες οικονομικά περιόδους, γίνεσαι ενστικτωδώς πιο σκληρός και φυλετικός. Η λευκή αντίδραση στον Ομπάμα είναι πραγματικότητα αλλά είναι δύσκολο να μετρηθεί. Ακόμα οι Αμερικανοί δίνουν βάση στη φυλή τους και προσπαθούν να βρουν τον υποψήφιο που ευθυγραμμίζεται περισσότερο με αυτή και τους φαίνεται πιο πιθανό ο υποψήφιος αυτός να εκτιμήσει το μοναδικό πράγμα που προσφέρουν, την αφοσίωσή τους. Η Κλίντον είναι ένας τεχνοκράτης, και οι δεσμεύσεις της αρκετά γραφειοκρατικές και διάσπαρτες που ο λαός δεν καταλαβαίνει το κοινωνικό κεφάλαιο που εμπλέκεται. Ο Trump λειτουργεί σαν  ένας Αφρικανικός «Μεγάλος Άνδρας» ή «Δον» της Μαφίας στους οποίους  η αφοσίωση και η δέσμευση εξατομικεύονται. Οι άνθρωποι φαντάζονται -και αυτό είναι αδιανόητο δεδομένης της ιστορίας του Τραμπ ως επιχειρηματία – ότι ο Τραμπ θα βλέπει την ψήφο τους σαν κάτι που θα ανταμείψει παρά σαν κάτι που θα εκμεταλλευτεί ανελέητα.

Πώς είναι δυνατόν το κόμμα του Τζέφερσον και του Κέννεντυ να επιλέγουν ως υποψήφιο την Χίλαρι Κλίντον; Ήταν αυτή πραγματικά η καλύτερη επιλογή των Δημοκρατικών; 

Η πολιτική έχει γίνει ένα επάγγελμα, όπως η οδοντιατρική. Όπως και στην οδοντιατρική, οι λεπτομέρειες δεν είναι πάντα πολύ ρομαντικές. Επαγγελματίες πολιτικοί έχουν την τάση να χάνουν πολλά από τα χαρίσματα και πολύ από τον ιδεαλισμό της νιότης τους με την πάροδο του χρόνου. Λαμπροί, χαρισματικοί νεοεισερχόμενοι, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα σπανίζουν, και αντιμετωπίζουν τεράστια εμπόδια από τους παγιωμένουςς επαγγελματίες για την επίτευξη των μεταρρυθμίσεων που υπόσχονται.

Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον είναι γεμάτη από εγωκεντρικούς, χειραγωγούμενους ανθρώπους. Ο Τζέφερσον και ο Κένεντι μπορεί να ήταν ευφράδεις και χαρισματικοί, αλλά ήταν βαθιά προβληματικοί ως ανθρώπινα όντα. Τα ελαττώματα της Κλίντον είναι πολύ πιο ήσσονος σημασίας, αν και τα χαρίσματά της δεν είναι και τόσο αξιοσημείωτα. Αν οι ΗΠΑ χρειάζονται έναν οδοντίατρο, η Κλίντον είναι μακράν η καλύτερη επιλογή, γιατί θα εργαστεί ευσυνείδητα να φτιάξει τα δόντια των Αμερικάνων και η τιμή που χρεώνει θα είναι η επικρατούσα. Ο Donald Trump θα κλέψει το χρυσό σφραγίσματα σας και θα σας μολύνει με κάτι δυσάρεστο και μετά θα καυχιέται γι 'αυτό στους φίλους του.

Θα μου πείτε ότι οι ψηφοφόροι θέλουν ηγεσία, όχι οδοντιατρική. Σωστό, αλλά το αμερικανικό κοινό δεν μπορεί να συμφωνήσει σχετικά με το πού θέλει να οδηγηθεί. Μέχρις ότου επέλθει κάποια ενοποιητική καταστροφή να το αλλάξει αυτό, θα πρέπει τουλάχιστον να έχουμε δόντια που δεν πονούν.

Από την άλλη μεριά πώς είναι δυνατόν το κόμμα του Λίνκονλ να δίνει το χρίσμα στον Ντόναλντ Τράμπ τη στιγμή που «ιερές αγελάδες» του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (Colin Powel, Condoleezza Rice) εξέφρασαν την άρνησή τους να τον στηρίξουν; 

Δεν υπάρχουν «ιερές αγελάδες» στην αμερικανική πολιτική. Οι γηραιότεροι πολιτικοί έχουν πολύ μικρή επιρροή στον αδίστακτο εκλογικό ανταγωνισμό για να αποφασίσουν ποιος θα διορίσει αυτόν που προορίζεται για το κυβερνητικό έργο και ποιος θα πληρώσει φόρους για να στηρίξει μια ομάδα δισεκατομμυρούχων η οποία μετά, όταν τελειώσει η δουλειά, θα τους προσλάβει. Οι Ρεπουμπλικανοί είχαν μια στρατηγική που λειτούργησε καλά για πολλά χρόνια. Δημιούργησαν ένα συνασπισμό αμόρφωτων λευκών ανδρών και ευαγγελιστών ψηφοφόρων υποσχόμενοι την απαγόρευση των αμβλώσεων και πολλά όπλα.

Εν τω μεταξύ, η πραγματική πολιτική τους ήταν η απορρύθμιση των επιχειρήσεων και η μείωση των φόρων για τους πλούσιους. Αυτό ήταν αρκετό, λόγω της κατανομής των ψηφοφόρων τους και των στρατηγικών μεθόδων σαλαμάνδρας (Gerrymandering-τρόπος κατανομής εκλογικών περιφερειών προς χειραγώγηση του εκλογικού αποτελέσματος) για να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο στις περισσότερες περιπτώσεις. Για να κερδίσουν την προεδρία, ωστόσο, χρειάστηκαν έναν καλό υποψήφιο. Δυστυχώς, τα κριτήρια με τα οποία ο πυρήνας των ψηφοφόρων τους κρίνουν τους υποψηφίους κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών είναι ασυμβίβαστα με την ευρύτερη αποδοχή μεταξύ των ανεξάρτητων ψηφοφόρων, γυναικών και μειονοτήτων.

Η υποψηφιότητα Trump οφείλεται στο ότι ήταν αυθεντικός, ήταν ο εαυτός του, ένα γελοίο τράνταγμα που διασκέδασε το κοινό με τις υποσχέσεις για μαγικά κόλπα που θα εκτελέσει ως πρόεδρος ( «Χτίστε το Τείχος»). Οι αντίπαλοί φάνηκαν να είναι σε πολλά σημεία άψογοι, μια ευσεβής απάτη. Έτσι αγνοήθηκαν, ακόμη και από τους ευαγγελιστές στους οποίους υπολόγιζαν. Οι εξαιρέσεις, όπως ο Kasich ήταν ακριβώς το είδος του ηγέτη που η λευκή κατώτερη τάξη περιφρονεί, έναν αρκετά σοβαρό, λογικό και τεχνοκράτη κυβερνήτη.

Γιατί ο κόσμος δεν εμπιστεύτηκε τον Σάντερς; Ο δικομματισμός καταδικάζει τους ανεξάρτητους υποφηφίους;

Ο Γερουσιαστής Sanders διέπρεψε στο Vermont, μια πολιτεία με ένα σχετικά μορφωμένο,  ανεξάρτητο εκλεκτορικό σώμα. Είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν ελάχιστα γνωστός και θα μπορούσε ο ίδιος να εμφανίσει τον εαυτό του ως πολιτικό αουτσάιντερ. Ωστόσο, δεν είναι χαρισματικός εκ θαύματος. Δεν πρότεινε πολιτικές λύσεις που οι απλοί Αμερικανοί πίστευαν ότι θα λειτουργήσουν, και ούτε προσέφερε μαγικές λύσεις ως μια εναλλακτική όπως έκανε ο Trump. Ο μηχανισμός του Δημοκρατικού Κόμματος δεν τον εμπιστεύτηκε, γιατί δεν χρωστούσε χάρη σε κανέναν. Οι παλαιότεροι Δημοκρατικοί θυμήθηκαν την εκλογική πανωλεθρία του McGovern, ενός άλλου φωτεινού, ευφραδή, γοητευτικού προοδευτικού. Έτσι, οι κομματικοί μηχανισμοί υποστήριξαν την Κλίντον, δίνοντάς της ένα σημαντικό αν και όχι ανυπέρβλητο πλεονέκτημα. Αντιπαρατέθηκαν εξίσου ως οι καταλληλότεροι υποψήφιοι, και τα θεσμικά πλεονεκτήματα της έδωσαν τη νίκη.

Το δικομματικό σύστημα έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις περιστάσεις. Τα αποτελέσματα που παράγει είναι εντυπωσιακά. Θυμηθείτε ακόμα, ότι ο ίδιος ο Trump είναι ένας ανεξάρτητος υποψήφιος, ο οποίος πολιτεύτηκε κατά του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου. Θα χρειαστεί μια ουσιαστική καταστροφή για να ανοίξει ένας δρόμος για τους υποψηφίους να πολιτευτούν με επιτυχία ως ανεξάρτητοι σε εθνικό επίπεδο, αν και σε επίπεδο πολιτείας είναι πολύ πιο εύκολο.