του Κωνσταντίνου Πουλή

Το ερώτημα πώς ζούμε δίπλα σε τόση δυστυχία σαν να μην τρέχει τίποτα είναι για μένα όριο της σκέψης, όπως για άλλους η προσπάθεια να καταλάβουν το σύμπαν και τα άστρα. Δεν έχω ιδέα τι θα πει να νιώθεις τον ξένο πόνο ή να αδιαφορείς για τον ξένο πόνο, μου φαίνονται όλα ίδια. Σκέφτεσαι συναισθηματικά, ξέροντας ότι τα συναισθήματα δεν μεταδίδονται και δεν αφορούν κανέναν. Σκέφτεσαι πολιτικά, ξέροντας ότι κάνεις αναλύσεις πάνω από απανθρακωμένα πτώματα.

Ξέρω ότι κάποιοι θα συνεχίζουν πρώτον να προσφέρουν εθελοντική βοήθεια, αληθινή, όχι ιδιοτελή, και δεύτερον να στηρίζουν μια πολιτική που δεν αυξάνει τα θύματα. Κι όμως, είναι μερικές στιγμές που νιώθω πως τίποτε δεν αρκεί. Δεν υποτιμώ τίποτε από αυτά. Επιβιώνουμε χοντρόπετσα, αυτή είναι η αλήθεια. Καταπίνουμε όλη αυτή τη φρίκη σαν να μην τρέχει τίποτα. Σκέφτομαι έναν άνθρωπο που γυρνάει στους δρόμους και παραμιλάει, άστεγος, ψυχασθενής προφήτης.

Τι χρειάζεται προκειμένου να  σου στρίψει για το ξένο δίκιο; Αυτό με απασχολεί. Περίσσεψε η υπεροψία απέναντι σε όσους στήθηκαν στις ουρές για να ψωνίσουν. Η σύγκριση γίνεται τραγική, όταν βάλεις δίπλα-δίπλα την εικόνα ενός καμένου παιδιού με αυτόν που διαγκωνίζεται για να ψωνίσει. Όμως και αυτή η σύγκριση είναι υποκριτική. Το σκάνδαλο δεν είναι η Μαύρη Παρασκευή. Το σκάνδαλο είναι ότι η ζωή συνεχίζεται.