του Philipp Ther για το Project Syndicate

Στην Ιταλία, η επερχόμενη διεξαγωγή δημοψηφίσματος έχει πάρει τη μορφή μιας ψήφου εμπιστοσύνης του λαού στον πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, ο οποίος έχει δηλώσει ότι θα παραιτηθεί εάν απορριφθούν οι μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ο Ρέντσι μπορεί να αναγκαστεί να τηρήσει την υπόσχεσή του, η οποία θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατίας στην Ιταλία- και όχι μόνο. Στην Αυστρία, οι ψηφοφόροι θα επιλέξουν μεταξύ ενός προέδρου υπέρ και ενός κατά της ΕΕ, του Νόρμπερτ Χόφερ του Κόμματος της Ελευθερίας της Αυστρίας που ακολουθεί την εθνικιστική πολιτική της Λε Πεν. Μια νίκη του Χόφερ θα μπορούσε να ενδυναμώσει τη θέση της Λε Πεν.

Οι συνταγματικές αλλαγές που η εκστρατεία του «Ναι» του Ρεντσι ζητάει από τους ψηφοφόρους να εγκρίνουν, θα αναιρέσουν μέρος του έργου του προκατόχου του, Σίλβιο Μπερλουσκόνι- ένα έργο που λειτουργεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του κακού που μπορεί να κάνει ο δεξιός λαϊκισμός σε μια χώρα. Μεταξύ άλλων, ο Μπερλουσκόνι άλλαξε το πολιτικό σύστημα της Ιταλίας με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίσει την Αριστερά να αποκτήσει ξανά τον πλήρη έλεγχο και μαζί να εμποδίσει τυχόν ποινικές κατηγορίες που θα μπορούσαν να διατυπωθούν εναντίον του.

Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του Ρέντσι θα εκσυγχρονίσουν το πολιτικό σύστημα μειώνοντας την εξουσία της Γερουσίας (της άνω βουλής του Κοινοβουλίου). Μια τέτοια τροποποίηση είναι απολύτως αναγκαία για να αποφευχθεί το πολιτικό αδιέξοδο και ο Ρέντσι έχει ήδη καταφέρει να την προωθήσει και στα δύο σώματα του Κοινοβουλίου. Στην πραγματικότητα, το δημοψήφισμα υποτίθεται ότι θα έδινε μόνο την τελική επιβεβαίωση. Αλλά ο Ρέντσι απέτυχε να βελτιώσει τις άσχημες οικονομικές επιδόσεις της Ιταλίας.

Οκτώ χρόνια μετά την οικονομική κρίση του 2008, η βιομηχανική παραγωγή εξακολουθεί να είναι μειωμένη κατά 25% σε σχέση με τα επίπεδα προ κρίσης και η ανεργία των νέων κυμαίνεται σε πάνω από 40%. Σύμφωνα με αυτούς τους οικονομικούς δείκτες, «la crisi», όπως οι Ιταλοί την αποκαλούν, είναι τόσο άσχημη όσο αυτήν που αντιμετώπισαν  πριν από ένα τέταρτο του αιώνα η Πολωνία και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στον απόηχο της κατάρρευσης του κομμουνισμού.

Ο μικρός Ρέντσι προσπάθησε να βελτιώσει το υπάρχον σύστημα και να μειώσει το χάσμα των γενεών, μέσω μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Σε αντίθεση όμως με τον πρώην βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ στη δεκαετία του 1990 ή τον πρώην καγκελάριο της Γερμανίας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Ρέντσι βρίσκεται υπό πολύ χειρότερες παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες. Η Ιταλία δεν μπορεί να στηριχθεί σε ένα μοντέλο ανάπτυξης προσανατολισμένο στις εξαγωγές και αυτό είναι ένα άσχημο χτύπημα υπό το βάρος του χρέους που κληρονόμησε από τον Μπερλουσκόνι.

Στους αντίπαλους του Ρέντσι συμπεριλαμβάνονται αριστεροί λαϊκιστές όπως το Κίνημα Πέντε Αστέρων (Movimiento Cinque Stelle) και δεξιοί λαϊκιστές όπως η Λέγκα του Βορρά, οι οποίοι του επιτίθενται σκληρά, ενώ κατηγορούν την ΕΕ για πολλά από τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της Ιταλίας. Η ΕΕ εν τω μεταξύ, έχει αφήσει μόνη της την Ιταλία να διαχειριστεί τους 160.000 πρόσφυγες από την βόρεια Αφρική που έχουν φτάσει μέχρι στιγμής στη χώρα κατά τη διάρκεια μόνο αυτού του χρόνου.

Αν το δημοψήφισμα του Ρέντσι αποτύχει, ο ηγέτης του Κινήματος Πέντε Αστέρων, Μπέπε Γκρίλο, έχει δηλώσει ότι θα απαιτήσει τη διεξαγωγή άλλου ενός δημοψηφίσματος σχετικά με τη συμμετοχή της Ιταλίας στην Ευρωζώνη, το οποίο μάλιστα μπορεί και να πετύχει. Ενώ η Ιταλία ήταν κάποτε μια φιλοευρωπαϊκή χώρα, πολλοί Ιταλοί μπορεί να υποστηρίζουν τώρα μια πιο χαλαρή ενοποίηση, ιδίως μετά το σημαντικό παράδειγμα που έδωσε το Ηνωμένο Βασίλειο με το δημοψήφισμα υπέρ του Brexit τον Ιούνιο.

Από την άλλη πλευρά, το δημοψήφισμα για τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη μπορεί να μην είναι καν αναγκαίο. Αν ο Ρέντσι παραιτηθεί, η Ιταλία μπορεί να μείνει σχεδόν ακυβέρνητη, κάτι που τρομάζει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό, με τη σειρά του, θα δυσκολέψει την Ιταλία στο να μείνει στην Ευρωζώνη, λόγω των ήδη υψηλών επιτοκίων για το δημόσιο χρέος της, το οποίο ανέρχεται στο 132% του ΑΕΠ της.

Παράλληλα, στην Αυστρία, οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές- εξέγερση του Χόφερ κατά του ανεξάρτητου αριστερού υποψηφίου Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν- θα σχετίζονται περισσότερο με την πολιτική της χώρας παρά με την οικονομία της. Τα τελευταία 10 χρόνια, η Αυστρία κυβερνάται από έναν ισχυρό συνασπισμό μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και των Συντηρητικών, αλλά αυτά τα δυο κυρίαρχα κόμματα βάζουν εμπόδια το ένα στο άλλο και ενώνονται μόνο όταν βρίσκονται απέναντι από την αντιπολίτευση δεξιών λαϊκιστών όπως ο Χόφερ. Αυτή η τακτική όμως, επέτρεψε σε αυτούς ακριβώς τους δεξιούς λαϊκιστές να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως τη μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στο «σύστημα».

Η Αυστρία είναι μία από τις πλουσιότερες χώρες της ΕΕ και βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με την Ιταλία. Οι Αυστριακοί όμως φοβούνται ότι θα χάσουν την τωρινή ευημερία τους και έχουν επίσης οικονομικά παράπονα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι πολιτικοί. Για παράδειγμα, τα εισοδήματα της κατώτερης και μεσαίας τάξης των Αυστριακών έχουν σιγά-σιγά συρρικνωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια, η συνολική οικονομική ανάπτυξη είναι χαμηλότερη από το μέσο όρο της ΕΕ και η ανεργία αυξάνεται.

Όπως και στην Ιταλία, οι αυστριακοί δεξιοί λαϊκιστές καταφέρονται κατά της ΕΕ και έχουν σκεφτεί να βγάλουν τη χώρα από την ΕΕ. Αλλά μια τέτοια κίνηση θα ήταν αυτοκτονία ακόμη περισσότερο από ό,τι στην περίπτωση της Ιταλίας, και το κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ) έχει πράγματι υποχωρήσει σχετικά με την αντι-ευρωπαϊκή στάση του μετά την ψηφοφορία του Brexit.

Αντ’ αυτού, το κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να μετατρέψει το πολιτικό σύστημα της Αυστρίας σε μια πιο προεδρική δημοκρατία που θα στηρίζεται στα δημοψηφίσματα. Αυτό, επίσης, θα είναι ένα πλήγμα κατά της Ευρώπης, επειδή θα σήμαινε ότι οποιαδήποτε νομοθεσία της ΕΕ- όπως οι πολιτικές για να μοιραστούν οι πρόσφυγες που είναι τώρα στην Ιταλία και σε άλλες χώρες- θα μπορούσε να μπλοκαριστεί από μια διεξαγωγή δημοψηφίσματος.

Όταν έπεσε ο Τείχος του Βερολίνου – και μαζί με αυτό ο κρατικός σοσιαλισμός – τα ιδρυτικά κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, απάντησαν με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τη δέσμευση για μια βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το σχέδιο αυτό λειτούργησε καλά μέχρι την κρίση του 2008, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ΕΕ μπορεί να ταιριάζει καλύτερα στις καλές εποχές παρά στους δύσκολους καιρούς. Η διπλή δοκιμασία της ΕΕ στην Ιταλία και την Αυστρία στις 4 Δεκεμβρίου θα παρέχει ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Το ThePressProject είναι ο επίσημος συνεργάτης του Project Syndicate στην Ελλάδα

Μετάφραση για το TPP: Νικολέττα Αλεξανδρή