του Δημήτρη Λαμπρόπουλου

Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008, ο δεκαπεντάχρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του ειδικού φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου . Ο αστυνομικός, όπως αποδείχτηκε στο ακροατήριο, σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε σε ευθεία βολή μια παρέα παιδιών στα Εξάρχεια, πετυχαίνοντας τον Αλέξανδρο στο στήθος.

Ο Αλέξης μας αποχαιρέτησε με λίγες λέξεις «φίλε με χτύπησαν»…  πρόλαβε να πει, σπαρτάρισαν τα πόδια του και πέθανε.

Αμέσως μετά, οι δυο ειδικοί φρουροί ενημέρωσαν, ως όφειλαν, την υπηρεσία τους για το συμβάν, αναφέροντας ότι δέχθηκαν επίθεση με πέτρες και μπουκάλια από τους νεαρούς. Είναι και το σενάριο που διακινεί η αστυνομία τις πρώτες ώρες. Στις ανακοινώσεις της κάνει λόγο για τον εξοστρακισμό της σφαίρας που προκάλεσε το θάνατο του νεαρού παιδιού.

Οι δυο ειδικοί φρουροί συνελήφθησαν και τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, όπως και ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Εξαρχείων, στη δύναμη των οποίων ανήκαν. Στην πρώτη του κατάθεση, ο δράστης υποστήριξε ότι πυροβόλησε τρεις φορές, δύο στον αέρα και μία στο έδαφος. Οι αυτόπτες μάρτυρες, όμως, τον διέψευσαν, καθώς κατέθεσαν ότι πυροβόλησε κατευθείαν προς την πλευρά των νεαρών, οι οποίοι δεν προκάλεσαν τους δύο αστυνομικούς.

Σε κυβερνητικό επίπεδο, μετά το αρχικό σοκ, ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος, πολιτικός προϊστάμενος της αστυνομίας εκείνη την περίοδο, και ο υφυπουργός του Παναγιώτης Χηνοφώτης υπέβαλαν για λόγους ευθιξίας τις παραιτήσεις τους στον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, ο οποίος δεν τις έκανε αποδεκτές. Ο κύριος Παυλόπουλος, αφού εξέφρασε την οδύνη του για το θάνατο του μαθητή, διαβεβαίωσε ότι οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν παραδειγματικά και χαρακτήρισε μεμονωμένο το περιστατικό.

Η Τρίτη 9 Δεκεμβρίου ήταν ημέρα της κηδείας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η οποία πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήριο Παλαιού Φαλήρου, όπου παρευρέθηκαν χιλιάδες κόσμου. Μετά την κηδεία σημειώθηκαν επεισόδια πετροπόλεμου στην ευρύτερη περιοχή, κατά τα οποία τα ΜΑΤ έκαναν χρήση δακρυγόνων. Αστυνομικοί της Ομάδας Ζ πυροβόλησαν πολλές φορές στον αέρα. Οι συγκρούσεις και τα επεισόδια συνεχίστηκαν το ίδιο βράδυ σε πολλές πόλεις εκτός της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, στην Πάτρα, τη Λάρισα, την Κοζάνη, τη Μυτιλήνη, καθώς και στην Κρήτη.

Η δολοφονία του Αλέξανδρου επιχειρήθηκε αρχικά να παρουσιαστεί διαφορετικά από την αστυνομία. Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για συμπλοκή μεταξύ αστυνομίας και περίπου 30 αναρχικών. Ο Κορκονέας και ο συνάδελφός του, Βασίλης Σαραλιώτης, αρχικά ισχυρίστηκαν ότι βρέθηκαν αμυνόμενοι και ότι ο Κορκονέας πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα και μία στον έδαφος.

Από τη βαλλιστική και την ιατροδικαστική έκθεση φάνηκε ότι η βολή του Κορκονέα ήταν ευθεία, στόχευσε τον Αλέξανδρο και τον πέτυχε στην καρδιά, προκαλώντας ακαριαία τον θάνατό του. Παρά τις αρχικές προσπάθειες να υποβαθμιστεί το θέμα, τα κοινωνικά δίκτυα κάλυψαν το κενό που άφησαν τα καθιερωμένα ΜΜΕ, μεταδίδοντας αναλυτικές πληροφορίες και ντοκουμέντα από το περιστατικό, δίνοντας το στίγμα της νέας εποχής στην πληροφορία.

Η δολοφονία του έφηβου Αλέξανδρου διαδόθηκε σαν αστραπή σε ολόκληρη την χώρα, πυροδοτώντας ένα κύμα διαδηλώσεων από το ίδιο βράδυ. Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν οι καταλήψεις σε γυμνάσια και λύκεια, αρχικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και αργότερα σχεδόν σε όλη την χώρα. Κλειστές έμειναν την 7η Δεκεμβρίου και πολλές πανεπιστημιακές σχολές, αφού στα περισσότερα ΑΕΙ και ΤΕΙ αποφασίστηκαν καταλήψεις.

Η εξέγερση του 2008 συγκλόνισε μια κοινωνία που απολάμβανε ακόμα, στην πλειονότητά της, την καταναλωτική της ευδαιμονία και τον πολιτισμό του δυτικού lifestyle και που αγνοούσε τις δυσβάστακτες επιπτώσεις της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Προκάλεσε αμηχανία, μούδιασμα και αντιληψιακή παράλυση, καθώς η πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος αδυνατούσε να αντιληφθεί από πού ξεφύτρωσαν τόσες χιλιάδες ταραχοποιοί, που δημιουργούσαν τέτοιας έντασης επεισόδια.

Στον απόηχο της εξέγερσης, μια σειρά διανοούμενων, πολιτικών αναλυτών, καθηγητών, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, εγκληματολόγων, ακόμα και καλλιτεχνών, εκμεταλλευόμενοι ο καθένας το δικό του επαγγελματικό κύρος και αναγνωρισιμότητα, προσήλθαν στο δημόσιο διάλογο προκειμένου, όχι μόνο να ερμηνεύσουν το Δεκέμβρη του ’08, αλλά και να τον απονοηματοδοτήσουν, συκοφαντώντας τον και καταδικάζοντας συλλήβδην τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, κάνοντας σαφές ποιος είναι ο κοινωνικός τους ρόλος.