του Κωνσταντίνου Πουλή

Ερώτημα πρώτο: Εξημερώνεται η Χρυσή Αυγή;

Ακούγοντας τον μεθοδικότερο μελετητή της ακροδεξιάς στη χώρα μας, τον Δημήτρη Ψαρρά, αντιλαμβάνεται κανείς ότι μια τέτοια εκτίμηση βασίζεται σε καιροσκοπισμό ή άγνοια. Το αισχύλειο «ήρθε ο καιρός και το ’δειξε από ποιους γονιούς βαστούσε», για το λιονταράκι που το κρατάει κανείς ως κατοικίδιο στο σπίτι, βρίσκει την εφαρμογή του στη Χρυσή Αυγή. Η Χρυσή Αυγή έχει παραστρατιωτική και προσωποκεντρική δομή, γι’ αυτό όποιος νομίζει ότι μπορεί να κινηθεί σε δημοκρατικούς δρόμους πλανάται. Αλλά και αν υποθέσουμε ότι ο Παρασκευόπουλος υπήρξε ειλικρινής και δεν υπήρχε καμία δόση υπολογισμού, συγχωρείται σήμερα τόσο εκκωφαντική άγνοια για το ποιόν της Χρυσής Αυγής; Όπως συμβαίνει συνήθως με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν ξέρεις αν πρόκειται για τέτοιου μεγέθους κυνισμό ή αφέλεια, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Και βεβαίως δεν μαζεύεται μια τέτοια δήλωση λέγοντας  ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να αλλάξει στάση στο μέλλον.


Ερώτημα δεύτερο: Πού το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ;

Η Χρυσή Αυγή βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους που βόλευε και τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Όταν δεν υπάρχει διαφορά στο οικονομικό πεδίο, που είναι το κυρίαρχο και πιο αγωνιώδες τον καιρό της κρίσης, είναι πάντα καλύτερο να βρεθεί μια αφορμή να μεταφέρεται η συζήτηση σε ένα άλλο πεδίο. Όπως ο Βενιζέλος είχε κινήσει αντιφασιστικό αγώνα με τη βοήθεια της Αλ Σάλεχ, και ο Δένδιας τον καιρό των ποινικών διώξεων, η Χρυσή Αυγή εξυπηρετεί το βασικό μνημονιακό επιχείρημα: εμείς είμαστε χάλια, αλλά οι άλλοι ψήνουν ανθρώπους στους φούρνους. Πραγματικά, δεν υπάρχει επιχείρημα της μνημονιακής φαρέτρας που να μην έχει επαναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ τον καιρό της θητείας του.

Εκτός από την εκτροπή της συζήτησης σε ένα πεδίο πέραν του οικονομικού, μία εξήγηση αποτελεί και η ελπίδα ότι η παρουσία της Χρυσής Αυγής θα πλήξει τη ΝΔ. Εδώ η ανάλυση είναι εντελώς προβληματική, καθώς η εμπειρία σε αυτό το πεδίο λέει ότι αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για αυτές τις ιδέες, κινείται όλο το πολιτικό σκηνικό προς τα ακροδεξιά και ωφελείται ο αυθεντικότερος εκφραστής τους. Υπάρχει πληθώρα μελετών που δείχνει ότι η ευρωπαϊκή πορεία της άκρας δεξιάς εξαρτάται καθοριστικά από τη στάση που κρατούν μη ακροδεξιά κόμματα. Γαλλία, Βέλγιο, Δανία, Αυστρία, έπαιξαν το ίδιο παιχνίδι, νομιμοποιώντας τον ρατσιστικό λόγο και ωφελώντας μακροπρόθεσμα τους αυθεντικούς εκπροσώπους του. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέχεται τον Πάνο Καμμένο, αφήνοντας να διαρρεύσει ότι ο πρωθυπουργός εκνευρίστηκε με τον συγχρωτισμό με χρυσαυγίτες. Είναι όπως όταν ο εκπρόσωπος του Δανικού Λαϊκού Κόμματος λέει ότι θέλει να πυροβολούν μετανάστες στα σύνορα και το κόμμα βγάζει ανακοίνωση πως «αυτό δεν είναι επίσημη πολιτική του κόμματός μας»! θέλω να πω, είναι μια σκανδαλωδώς ήπϊα αντίδραση.

Ερώτημα τρίτο: Ποιες φαίνονται να είναι οι προοπτικές της ακροδεξιάς στη χώρα μας;

Παρά τη σχετική απουσία της Χρυσής Αυγής και της δίκης της από την πολιτική επικαιρότητα, η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή για τις δημόσιες θέσεις της. Σε όλη τη Δύση ακούγονται εδώ και καιρό τα κανόνια του εθνικισμού. Όταν στην Αμερική ο Τραμπ εκλέγεται υποσχόμενος να χτίσει τείχος με τα χεράκια του, το Μπρέξιτ θριαμβεύει υπό τις ευλογίες του Φάρατζ, στην Ιταλία ηττάται το δικό τους Ναι και τρίβει τα χέρια ο αντίστοιχος «άμα δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε» Μπέπε Γκρίλο, και στην Αυστρία πανηγυρίζουμε που η ακροδεξιά έλαβε “μόνο” 46,7%, το ερώτημα είναι τι θα συμβεί εδώ: θα έχουμε ένα πολιτικό σκηνικό όπου θα ανταγωνίζονται δύο πολιτικές δυνάμεις πλήρως ταυτισμένες με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα που αποδοκιμάζεται διεθνώς με τόση φόρα, χωρίς να εκφράζεται εκλογικά ο εθνικισμός στην κεντρική πολιτική σκηνή;

Για να καταλάβουμε πόσο εύκολο είναι να στραφεί το εκλογικό σώμα σε τέτοιες λύσεις, αρκεί να σκεφτούμε πόσο μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς αντιμετώπισε με ανάμεικτα αισθήματα την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών, στη λογική του «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Αναπαραγόταν το βίντεο με τον Φάρατζ να κάνει τη μούρη κρέας στον Γιουνκέρ και η ικανοποίηση ήταν τέτοια που περνούσε σε δεύτερη μοίρα το ποιος τα λέει αυτά. Το ίδιο με τον Τραμπ και την ικανοποίηση για την ήττα του αμερικανικού κατεστημένου στο πρόσωπο της Κλίντον. Πολύ θέλει για να νιώσει την ίδια ικανοποίηση κανείς για τους ίδιους λόγους, ψηφίζοντας «αντισυστημικούς» αντεροβγάλτες ή τους ιδεολογικούς συγγενείς τους; Θέλω να πω ότι η συγκυρία είναι τέτοια που έχουμε κάθε λόγο να γρηγορούμε, διότι οι συνθήκες πολιτικά είναι ευνοϊκές για τη Χρυσή Αυγή.

Η αμφισβήτηση των ελίτ από ακροδεξιά σκοπιά θα μπορούσε να λάβει πολλές μορφές. Η πρώτη είναι μία ήδη υπαρκτή, όπως την ξέρουμε, και λέγεται Χρυσή Αυγή: Σοβαρή ή ασόβαρη, μια εκδοχή του νεοναζιστικού μορφώματος όπως αυτό θα προκύψει μετά τη δικαστική του περιπέτεια. Η δεύτερη εκδοχή είναι ένα καινούργιο ακροδεξιό κόμμα. Τον Καρατζαφέρη τον έφαγε το μνημόνιο στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ενώ ο Πάνος Καμμένος μπόρεσε να επιβιώσει μόνο στις πολύ ειδικές συνθήκες της γενικευμένης απογοήτευσης που σκόρπισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύοντας υποτίθεται ότι δεν γίνεται τίποτα, αφού αυτός δεν τα κατάφερε. Δεν θα πάει μακριά όμως αυτή η ιστορία: τον χώρο της αντιμνημονιακής (ακρο)δεξιάς αρνήθηκε να τον εκφράσει ο Καρατζαφέρης και μετά αρνήθηκε και ο Καμμένος, για τον ίδιο λόγο, που συνοψίζεται «είπα, ξείπα, χέζω την παρόλα μου και αναλαμβάνω υπουργείο». Ας σημειωθεί ωστόσο, ότι όπως και στην Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Ρουμανία, η συμμετοχή τέτοιων πολιτικών στην κυβέρνηση έχει μακροπρόθεσμη σημασία ως προς τη νομιμοποίηση αυτών των απόψεων, δηλαδή ιδεολογικά το κακό έχει γίνει. Μετά τη μνημονιακή στροφή αυτών των ακροδεξιών σχηματισμών, μένει μία κενή θέση να συμπληρωθεί.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, πιστεύω ότι ο κίνδυνος επανεμφάνισης της Χρυσής Αυγής σε δυναμικότερο ρόλο είναι αντικειμενικά όχι απλώς υπαρκτός, αλλά και ενισχυμένος από τη διεθνή συγκυρία, την απουσία ευρωσκεπτικιστικού λόγου σε μαζική κλίμακα στην Ελλάδα. Όποιοι και αν είναι οι πολιτικοί υπολογισμοί που ωθούν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το επαίσχυντο πλησίασμα με τους αντεροβγάλτες, ο κίνδυνος δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Ξέρουμε το αστείο με τις κόκκινες γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα επεκταθούν και προς τα εκεί.