Του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη

Με λίγα λόγια αυτή είναι η υπόθεση, ή μάλλον η αρχή της υπόθεσης της ταινίας «Η ΡΟΖΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ» του Γιώργου Κορδέλλα. Βασίζεται στο βιβλίο «Ισμαήλ και Ρόζα». Όπως οι περισσότερες ταινίες, που βασίζονται σε βιβλία, έχει ωραία ιστορία. Αλλά δυστυχώς όπως οι περισσότερες ταινίες έχει πρόβλημα σεναρίου. Γιατί άλλο είναι η ιστορία, και άλλο είναι το σενάριο – για όσους δεν ξέρουν. Το σενάριο, θα έλεγε κανείς, πως παραμονή των γυρισμάτων της ταινίας, κάποιος πήγε κρυφά και έκοψε σελίδες απ’ το σενάριο και έτσι έχει πολλά κενά, και δεν εξηγούν τη μετάβαση ούτε της υπόθεσης ούτε των συναισθημάτων των ηρώων,  από τη μια στιγμή στην άλλη.

Επίσης υπάρχουνε και στοιχεία στην ταινία που δεν καταλαβαίνεις, γιατί υφίστανται ως προβλήματα, μια και ούτε ουσιαστικά προβλήματα είναι, λύνονται δε αμέσως – π.χ. το γιατί είναι πρόβλημα η αλλαγή του ημερολογίου του 1923 και όχι βέβαια το 1924 όπως λένε στην ταινία, που αλλάζουν τα γενέθλια της ηρωίδας, όταν ως πρόβλημα λύνεται στο επόμενο πλάνο, που δεν έχει σχέση με την υπόθεση.

Ένα άλλο πρόβλημα της ταινίας είναι ότι στην απελπισμένη προσπάθεια για «πολίτικαλ κορέκτ» μεταξύ ελλήνων και τούρκων οι έλληνες βγαίνουν σχεδόν οι «παράξενοι», οι «μονομανείς», αυτοί που καλά και ντε επιμένουν να μένουν σε ένα παρελθόν και να αναμασούν τα παλιά γεγονότα, ενώ οι τούρκοι είναι όλοι τόσο ευγενικοί τόσο καλοκάγαθοι, έτοιμοι να ξεπεράσουν το χθες και να προχωρήσουν σε ένα καλύτερο αύριο! Νομίζω ότι αυτό -και το λέω από προσωπική πείρα- δε θα ενθουσιάσει και πολύ τους μικρασιατικής καταγωγής που θα δουν την ταινία.  Ασφαλώς κάποιος πρέπει κάποια στιγμή να  ξεπερνάει το παρελθόν  και να προχωράει προς  ένα καλύτερο αύριο, αλλά και όλοι οι άνθρωποι δε μπορεί να είναι και τόσο υπεράνω, εεε; Άλλωστε ο νικητής ξεχνάει πιο εύκολα από το νικημένο, άσε που τα πρόσφατα γεγονότα  με τη γείτονα χώρα, δεν συνηγορούν σ’ αυτό.

Η ταινία βέβαια έχει προσεγμένη παραγωγή, ο σκηνοθέτης Γιώργος Κορδέλλας λόγω της πείρας του από την τηλεόραση, δε προσφέρει βέβαια ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, αλλά οπωσδήποτε ξέρει να διηγηθεί μια ιστορία. Το μεγάλο ατού της ταινίας όμως είναι οι ηθοποιοί της. Η Λήδα Πρωτοψάλτη και ο έμπειρος τούρκος ηθοποιός Γιλμάζ Γκουρντά φτάνουν σε υψηλά επίπεδα ηθοποιίας, ο νεαρός τούρκος ηθοποιός Τζεμ Ακσακάλ είναι εξαιρετικός, όπως και η Γιούλικα Σκαφίδα, η οποία παρά τον κάπως «αντιπαθητικό» ρόλο της προβάλει ένα έντονο σεξαπίλ στην οθόνη. Γλυκιά και χαριτωμένη ενζενί η Δημητροπούλου, αλλά και ο Τάσος Νούσιας, πέραν της ηθοποιίας του που, είναι σε υψηλά επίπεδα, προβάλλει έναν τύπο άντρα που είχε να δει το ελληνικό σινεμά από τον καιρό του Φούντα και του Κούρκουλου – χωρίς να θέλω να κάνω ανόητες συγκρίσεις.

Η ταινία, αν την κοιτάξεις αυστηρά από κινηματογραφική άποψη, έχει αρκετά ελαττώματα. Έλα όμως που στο φινάλε καταφέρνει να συγκινήσει και η γεύση που παίρνεις φεύγοντας απ’ το σινεμά μόνο δυσάρεστη δεν είναι. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό εδώ που έχει φτάσει το ελληνικό σινεμά, όσον αφορά τη σχέση του με τους θεατές του. Να μιλάμε με  κινηματογραφική κριτική άποψη αλλά να βλέπουμε και το έργο σαν απλοί θεατές, ε;