της Δανάης Καρυδάκη

Πάει ο παλιός ο χρόνος – αυτός ο παλιοχρόνος – και μαζί του έφυγαν πολλοί, μεγάλοι και μικροί, διάσημοι και άσημοι.
 
Πάει ο παλιός ο χρόνος και βρισκόμαστε εννιά μήνες μετά τη ντροπιαστική σε δικαιωματικό επίπεδο συμφωνία Τουρκίας-ΕΕ για το προσφυγικό, έξι μήνες μετά το Brexit στο τέλος Ιουνίου, δύο μήνες μετά την εκλογή του Donald Trump στις Αμερικανικές Εκλογές του Νοεμβρίου, και έναν μήνα πριν την παραλίγο επικράτηση του ακροδεξιού υποψηφίου Norbert Hofer στην Αυστριακή εκλογική αναμέτρηση.
 
Πάει ο παλιός ο χρόνος που μας έφερε σαν νέα λέξη τη «μετα-αλήθεια», δηλαδή «τις συνθήκες υπό τις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα επηρεάζουν πολύ λιγότερο τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από ό,τι το συναίσθημα και η προσωπική άποψη».
 
Πάει ο παλιός ο χρόνος και στέκουμε απορώντας τι να γιορτάσουμε παιδιά.
 
Πάει ο παλιός ο χρόνος στον οποίο γεννήθηκαν πολλές και συχνά αντικρουόμενες ερμηνείες για τις τρέχουσες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες του επονομαζόμενου Δυτικού κόσμου. Σε ένα πράγμα μοιάζουν να συμφωνούν όμως οι περισσότεροι: ο Άγγλος συγγραφέας George Orwell μοιάζει τώρα πιο επίκαιρος από ποτέ.
 
O Orwell γεννήθηκε το 1903 στην Ινδία, που ήταν μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, και πέθανε από φυματίωση τον Ιανουάριο του 1950 στο Λονδίνο. Αυτοπροσδιοριζόταν ως αριστερός και είχε μάλιστα πάει να πολεμήσει στον Ισπανικό Εμφύλιο στο πλευρό των Δημοκρατικών ενάντια στον Φράνκο με την Τροτσκιστική-αναρχική ομάδα POUM (Partido Obrero de Unificación Marxista). Ο ίδιος περιγράφει, όμως, πως ο τρόπος με τον οποίο το επίσημο Κομμουνιστικό Κόμμα στηριζόμενο από τη Σταλινική Ρωσία προσπάθησε να πάρει τον έλεγχο όλων των Δημοκρατικών κατηγοριοποιώντας τα μέλη του POUM σαν φασίστες με αποτέλεσμα την εξόντωσή τους τον εξόργισε και τον οδήγησε να είναι ενάντια στις κομμουνιστικές πρακτικές της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, η διάσημη αναπαράσταση μιας ολοκληρωτικής δυστοπίας στο μυθιστόρημα του «1984» που εκδόθηκε λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία της ψυχολογικής μάχης ενάντια στη Σοβιετική Ένωση από την καπιταλιστική Δύση εν μέσω Ψυχρού Πολέμου.
 
Πολύ περισσότερο όμως από την Σοβιετική Ένωση του τότε, το «1984» μπορεί να αποτελέσει πηγή σύγκρισης με την κοινωνική και πολιτική κατάσταση σήμερα. Οι κυβερνήσεις σαν μια πιο διακριτική εκδοχή ενός πανταχού παρόντα Μεγάλου Αδερφού έχουν τοποθετήσει κάμερες παρακολούθησης στους περισσότερους δημόσιους χώρους κι εμείς, ως πολίτες υποτίθεται δημοκρατικών κρατών, έχουμε εκούσια εκχωρήσει το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα στο όνομα της ασφάλειας. Άτομα που διέρρευσαν πληροφορίες, όπως ο Edward Snowden, ο Juliane Assange και η Chelsea Manning, καταζητούνται ή βρίσκονται φυλακισμένοι, σαν άλλοι Winston Smith, επειδή αμφισβήτησαν το σύστημα και είπαν στον κόσμο ότι γινόμαστε καθημερινά αντικείμενο παρακολούθησης χωρίς την έγκρισή μας. Τα Newspeak, δηλαδή η τεχνητή γλώσσα της προπαγάνδας στο βιβλίο, έχουν εξελιχθεί στο καθιερωμένο λεξιλόγιο του 21ου αιώνα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ονομάζουν την Τουρκία, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται καθημερινά, «ασφαλή τρίτη χώρα», ο Γάλλος υποψήφιος Πρόεδρος François Fillon λέει ότι η αιματοκυλισμένη ιστορία της αποικιοκρατίας ήταν απλά μια πράξη «μοιράσματος» του γαλλικού πολιτισμού, η Ρωσία και η Αμερική βαφτίζουν τους βομβαρδισμούς στη Συρία «ανθρωπιστική παρέμβαση» και σχεδόν το αυτί κανενός δεν ιδρώνει.
 
Ο Orwell δεν είναι επίκαιρος, όμως, μόνο για την αναπαράσταση μιας δυστοπικής ολοκληρωτικής κοινωνίας αλλά και για τα δοκίμια που έγραψε μέσα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για τον Ναζισμό και τον αντισημιτισμό, τα οποία έχουν λάβει ελάχιστη προσοχή από τους μελετητές. Διότι αντίθετα με τους σύγχρονούς του Βρετανούς συγγραφείς και ακαδημαϊκούς εκείνης της περιόδου, που προτιμούσαν να κατασκευάζουν μύθους για τους «καλούς Άγγλους» και τους «κακούς Γερμανούς», ο Orwell προσέγγισε τον Ναζισμό μέσα από τη μέθοδο της ενδοσκόπησης, έτσι ώστε να μην εστιάζει αποκλειστικά στη μελέτη της ναζιστικής Γερμανίας και των άλλων, αλλά και στη μελέτη της Βρετανίας και του εαυτού. Ακολουθώντας ο ίδιος αυτή τη μέθοδο, ο Orwell μίλησε για τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν τα συναισθήματα στην πολιτική, με άλλα λόγια αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «μετα-αλήθεια».
 
Σε μια βιβλιοκρισία της αγγλικής έκδοσης του «Ο Αγών μου» από το 1940, ο Orwell ξεκίνησε από τον άνθρωπο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ο μάστερ της «μετα-αλήθειας», πριν καν να επινοηθεί ο όρος: τον Hitler και την έλξη που ήταν ικανός να ασκεί σε συναισθηματικό επίπεδο. «Θα πρέπει να δηλώσω», έγραφε ενώ ο πόλεμος μαινόταν μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας, «ότι δεν κατάφερα ποτέ να αντιπαθήσω τον Hitler… Έχω σκεφτεί ότι σίγουρα θα τον σκότωνα, αν βρισκόμουν ποτέ σε κοντινή απόσταση, αλλά δεν θα ένιωθα καμία προσωπική εχθρότητα. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει κάτι βαθιά ελκυστικό σε αυτόν τον άνθρωπο». Αντί, λοιπόν, να θεωρήσει την έλξη στον φασισμό ως αποκρουστική, ο Orwell εξερεύνησε τι ήταν αυτό που έκανε τον Hitler να γεννά εκστατικό ενθουσιασμό στα πλήθη. Από τη μία πλευρά, ο Hitler παρουσιαζόταν σαν τη φιγούρα ενός «αξιολύπητου ανθρώπου που υποφέρει των δεινών του τον τάραχο», ενός πιστού στρατιώτη που ήταν «ικανός να σκοτώσει ένα ποντίκι και να το κάνει να μοιάζει με δράκο», «ενός μάρτυρα, ενός θύματος, ενός Προμηθέα αλυσοδεμένου στον βράχο, ενός αυτό-θυσιαζόμενου ήρωα, που παλεύει μόνος υπό αντίξοες συνθήκες». Από την άλλη, ο Orwell υπογράμμιζε πως ο Ναζισμός ήταν πολύ πιο γοητευτικός από «οποιαδήποτε ηδονιστική αντίληψη της ζωής» γιατί ανακινούσε ένα, αρχέγονο σχεδόν, πολεμοχαρές ένστικτο των ανθρώπων. Έτσι, ο λαός αγαπούσε και λυπόταν τον Hitler σαν θύμα ενώ ταυτόχρονα τον φοβόταν και τον θαύμαζε σαν ηγέτη. Ο Orwell λοιπόν δεν απέδιδε την ελκυστικότητα του Hitler σε κάποια ιδιαιτερότητα του γερμανικού λαού, όπως την εγγενή βαρβαρότητά τους ή μια συλλογική ψυχική διαταραχή, αλλά σε συναισθήματα τόσο οικουμενικά όσο και συνηθισμένα όπως η συμπόνια προς τον αδύναμο και η λαχτάρα για αγώνα και πάλη.
 
Για να γυρίσουμε στα δικά μας, αυτή η παρατήρηση για τον τρόπο με τον οποίο τόσο πρώιμα συναισθήματα επηρεάζουν την πολιτική σκηνή αντί να θεωρούνται άσχετα προς το εκάστοτε πολιτικό διακύβευμα μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της ελκυστικότητας ακροδεξιών ηγετών όπως ο Donald Trump στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Nigel Farage στην Αγγλία, ο Norbert Hofer στην Αυστρία ή η Marine Le Pen στη Γαλλία.
 
 Ένα χρόνο αργότερα, το 1941, ο Orwell έγραψε δύο δοκίμια στα οποία έκανε κριτική στους συμπατριώτες του για την πεποίθησή τους ότι ο φασισμός είναι ολότελα ξένος προς τη βρετανική κουλτούρα. Στο πρώτο, το «Wells, Hitler and the World State», αντί να υποθέσει, όπως ο Άγγλος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας H. G. Wells, ότι η ναζιστική ιδεολογία, που είναι στον πυρήνα της αντιφιλελεύθερη, θα σταθεί στο πλευρό του αντιδραστικού Ρομαντισμού και θα απορρίψει οποιαδήποτε τεχνολογική ή επιστημονική εξέλιξη, υποστήριξε πως οι Ναζί είναι «οι πραγματικά μοντέρνοι άνθρωποι» και η σύγχρονη Γερμανία είναι «πολύ πιο επιστημονική από την Αγγλία, αλλά και πολύ πιο βάρβαρη». Με άλλα λόγια, δεν διαχώρισε τεχνητά, όπως πολλοί φιλελεύθεροι διανοητές της εποχής του, τη Νεωτερικότητα από τον Φασισμό, καθώς διέβλεπε ότι όχι μόνο γίνεται χρήση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας από τη ναζιστική μηχανή, αλλά και ότι η ίδια η ναζιστική ιδεολογία περί ανωτερότητας της Αρίας φυλής αντλεί το δόγμα της από την θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών, που είχε γίνει λάβαρο της σύγχρονης επιστήμης από τον 19ο αιώνα. Επιστρέφοντας λοιπόν ξανά στον εαυτό, ο Orwell πρότεινε πως για να καταλάβει κανείς τον Ναζισμό πρέπει, αντί να κρίνει αφ’ υψηλού τους άλλους, να ψάξει για τον «φασιστικό λεκέ» μέσα του, και να δει την πιθανότητα να τον ελκύει ένα ρατσιστικό αφήγημα μίσους.
 
Επεκτείνοντας αυτή τη σκέψη στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, μπορούμε να δούμε πόσο συχνά οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι η «λογική θα κυριαρχήσει» και ότι οι άνθρωποι που ψηφίζουν ακροδεξιά κόμματα είναι απλά ηλίθιοι ή, όπως χαρακτηρίστηκαν μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, «λευκά σκουπίδια». Μια τέτοια (ταξικά μεροληπτική) συλλογιστική, όμως, αποτυγχάνει να λάβει υπόψη της τον τρόπο με τον οποίο το άγχος που προκαλείται από την ανιούσα φτώχεια, την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας και το εκπαιδευτικό σύστημα που αναπαράγει τις κοινωνικές διακρίσεις και οδηγεί στον περαιτέρω αποκλεισμό της εργατικής τάξης μπορεί εύκολα να μεταμορφωθεί σε παράλογο μίσος για τον Άλλο, είτε αυτός είναι εβραίος, είτε μουσουλμάνος, είτε μαύρος, είτε μεξικανός, είτε ομοφυλόφιλος.
 
Στο δεύτερο δοκίμιό του «The Lion and the Unicorn: Socialism and the English Genius», ο Orwell ανέλυσε δυο χαρακτηριστικά της βρετανικής κοινωνίας της εποχής του που είναι επίσης χαρακτηριστικά και του Ναζισμού: τον ιμπεριαλισμό και τον πατριωτισμό. Αναλύοντας ξανά τη Βρετανία αντί για τη Γερμανία, υποστήριξε ότι η ξακουστή Βρετανική αβρότητα και η βαθιά απέχθεια για τον πόλεμο που εκφραζόταν σε φιλειρηνικά κινήματα ή στη φιλειρηνική στρατηγική του βρετανού πρωθυπουργού Neville Chamberlain απέναντι στη ναζιστική Γερμανία από το ’33 μέχρι το ’39, ενέχει μια βαθιά υποκρισία, καθώς αγνοεί τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», δηλαδή τη Βρετανική Αυτοκρατορία. «Οι Άγγλοι» σημείωνε «έχουν απορροφήσει το ένα τέταρτο της γης και το συντηρούν με τον βαριά εξοπλισμένο στόλο τους. Πώς τολμάνε να γυρνάνε τώρα και να λένε ότι αυτός ο πόλεμος είναι φαύλος;» Σχετικά με τον πατριωτισμό, προσέθεσε: «δεν μπορεί κανείς να δει τον σύγχρονο κόσμο αν δεν αναγνωρίσει την κατακλυσμιαία δύναμη του πατριωτισμού και της εθνικής αφοσίωσης». «Ακόμα και στην Αγγλία» έγραφε, «την πιο ταξικά δομημένη κοινωνία υπό τον ήλιο, ο πατριωτισμός είναι δυνατότερος από το ταξικό μίσος».
 
Ο πατριωτισμός, η αγάπη για την πατρίδα, δηλαδή την κοινωνική κατασκευή του έθνους, είναι ακόμα ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα μέχρι τις μέρες μας που πείθει πολύ ευκολότερα τις μάζες από ό,τι η αίσθηση δικαίου για κοινωνική ισότητα. Για παράδειγμα, η ανάλυση του αποτελέσματος του βρετανικού δημοψηφίσματος δείχνει ότι το αίτημα για αναδιάρθρωση της αντιδημοκρατικής και νεοφιλελεύθερης Ευρωπαϊκής Ένωσης που πρότασσαν οι Εργατικοί ή η καμπάνια του Lexit, μιας αριστερής εξόδου από την ΕΕ με ταξικό πρόσημο, δεν κατάφεραν να πείσουν όπως κατάφερε η αντι-μεταναστευτική και εθνικιστική ρητορική της καμπάνιας του Brexit. Συγκεκριμένα, ο μπροστάρης της καμπάνιας Boris Johnson δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «ο Ναπολέων, ο Χίτλερ και άλλοι το προσπάθησαν, και το τέλος ήταν τραγικό. Η ΕΕ προσπαθεί να κάνει το ίδιο πράγμα [μια ιμπεριαλιστική πολιτική ενάντια στο Ηνωμένο Βασίλειο] με άλλες μεθόδους… Δεν μπορεί να υπάρξει πίστη στην ιδέα της Ευρώπης». Μπορούμε, λοιπόν, να δούμε πως οι υπέρμαχοι ενός μη αριστερού Brexit διαπότισαν τον λόγο τους με συναισθήματα πατριωτισμού και εθνικής υπερηφάνειας – που στην ακραία μορφή τους εκφράζονται σαν νοσταλγία για τη χαμένη Βρετανική Αυτοκρατορία όπου ο ήλιος δεν δύει ποτέ ή αυτό που ο καθηγητής λογοτεχνίας Paul Gilroy ονόμασε «μετα-αποικιοκρατική μελαγχολία». Σε αυτή τους την προσπάθεια, επικαλούνται την παρομοίωση της ΕΕ με ιστορικές φιγούρες που παραδοσιακά αποτελούν τους χειρότερους εχθρούς του Βρετανικού έθνους και καταφέρνουν να πείσουν για την ύπαρξη αυτού του ακήρυχτου ιμπεριαλιστικού πολέμου στον οποίο αντιπαραβάλλουν την αγάπη για την πατρίδα και το έθνος. Μέσα σε αυτό το συναισθηματικό κρεσέντο, αποφεύγεται η γόνιμη κριτική για τα κακώς κείμενα του οικονομικού συστήματος της ΕΕ – που άλλωστε σε μεγάλο βαθμό απλά ακολουθεί το νεοφιλεύθερο δόγμα που επινόησε η ίδια η Margaret Thatcher και το οποίο βασιλεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο έως σήμερα – και ο θυμός μετατίθεται από την οικονομική ελίτ στους μη βρετανούς πολίτες, είτε αυτοί προέρχονται από χώρες της ΕΕ είτε όχι. Απέναντι στην ταξική ανισότητα και τη νεοφιλελευθεροποίση της οικονομίας, λοιπόν, ίσως θα ήταν πιο παραγωγικό να αντιπαρατεθεί όχι το συναίσθημα του πατριωτισμού, αλλά αυτό της αλληλεγγύης των λαών.
 
Τέλος, σε μια στήλη στο περιοδικό Tribune του 1944, αλλά και στο δοκίμιο «Anti-Semitism in Britain» του 1945, ο Orwell καταπιάστηκε με τον αντισημιτισμό, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του πάλι στο οικείο περιβάλλον της Βρετανίας, όπου, όπως πίστευε, ο αντισημιτισμός ήταν ευρέως διαδεδομένος. Παρατήρησε, λοιπόν, ότι αφού έγραψε κάποιες βιβλιοκρισίες στις οποίες «υποστήριξε τους Εβραίους», έλαβε πολλές επιστολές γεμάτες με αντισημιτικά σχόλια από «λογικούς» ανθρώπους. Αυτό τον έκανε να καταλάβει ότι ο αντισημιτισμός δεν είναι χαρακτηριστικό ορισμένων τρελών, βάρβαρων και γεμάτων μίσος ανθρώπων, αλλά ανθρώπων που καταφεύγουν στην εμπειρία για να στηρίξουν το επιχείρημά τους. Αν και ο αντισημιτισμός, έλεγε ο Orwell, είναι ένα εκτεταμένο φαινόμενο στην Αγγλική κουλτούρα από τον καιρό του Shakespeare, οι μαζικές διώξεις των Εβραίων από τους Ναζί χώρισαν τους Βρετανούς αντισημίτες σε δύο στρατόπεδα: σε αυτούς των οποίων ο αντισημιτισμός εντάθηκε και σε αυτούς που συνειδητοποιούσαν ότι δεν ήταν ώρα «να λιθοβολήσουν τους Εβραίους». Μάλιστα, σε μια σημείωση στο ημερολόγιό του του 1940, έγραφε έκπληκτος ο Orwell πως «ο D. που είναι ξεκάθαρα αριστερός στις απόψεις του, τείνει να συμφωνεί με το τρέχον αντι-εβραϊκό κοινωνικό αίσθημα». Ειδικά αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αριστεροί διανοητές βέβαια, όπως ο ίδιος, ένιωθαν «χάρη στον Hitler» μεγάλη ντροπή για τα δικά τους αντισημιτικά συναισθήματα. Συμπέραιναν αυθαίρετα ότι δεν μπορούσαν οι ίδιοι να «προσβληθούν» από τον ιό του παράλογου αντισημιτισμού και προτιμούσαν να κρίνουν τους άλλους από καθέδρας. Στην κριτική που έγραψε για το βιβλίο του γάλλου μαρξιστή και υπαρξιστή φιλοσόφου Jean-Paul Sartre Portrait d'un antisémite το 1948, εστίασε ακριβώς σε αυτή την έλλειψη αναστοχασμού επί του εαυτού· στην εύστοχη προσπάθειά του να εξηγήσει πώς οι ταυτότητες του «Εβραίου» και του «Αντισημίτη» κατασκευάζουν η μία την άλλη, ο Sartre δεν κατάφερε να διαγνώσει πόσο διαδεδομένος ήταν ο αντισημιτισμός, τόσο στην εργατική τάξη όσο και στη μπουρζουαζία, ούτε να τον συνδέσει με αντίστοιχα φαινόμενα όπως ο ρατσισμός. Υιοθετώντας λοιπόν αυτή τη στάση οι μελετητές του αντισημιτισμού δεν κατάφεραν να ξεκινήσουν την έρευνα από το μόνο μέρος από όπου μπορούσαν να αντλήσουν ασφαλείς πληροφορίες, δηλαδή τον ίδιο τους τον εαυτό.
 
Πριν οι πρόσφατες εκλογές και τα δημοψηφίσματα να αναδείξουν το βάθος και το εύρος της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, ελάχιστοι αριστεροί έμπαιναν στη διαδικασία να σκεφτούν εάν ο δικός τους ρατσισμός, μισογυνισμός, ταξισμός, ομοφοβία, ισλαμοφοβία ή άλλες μορφές φόβου του Άλλου ενυπάρχουν σιωπηρά στη σκέψη τους, διαιωνίζοντας τα ίδια τα προβλήματα που υποτίθεται ότι προσπαθούν να επιλύσουν. Και ενώ υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αποδομήσει κανείς τις δικές του προκαταλήψεις, ο Orwell μοιάζει να προσφέρει ένα μοντέλο σκέψης ως προς το πώς αυτό που κανείς μισεί στους άλλους ίσως υπάρχει με κάποιον τρόπο στον ίδιο του τον εαυτό.
 
Στην εποχή της «μετα-αλήθειας» που διανύουμε, τα κείμενα του Orwell μπορούν να γίνουν χρήσιμα εργαλεία στην προσπάθειά μας να βρούμε νόημα σε ένα πολιτικό και κοινωνικό τοπίο που μοιάζει ανούσιο και δυσοίωνο αν όχι απελπιστικό. Και ενώ το «1984» προσφέρει μια πειστική ενόραση γι’ αυτό που θέλουμε να αποφύγουμε, τα δοκίμιά του για τον Ναζισμό δείχνουν πώς ο ίδιος ο Orwell προσπάθησε να υπερκεράσει τις δικές του σκέψεις που συνέβαλαν στην αθέλητη νομιμοποίηση του φασισμού, του αντισημιτισμού, του ρατσισμού και άλλων μορφών «μετα-αλήθειας». Αντί λοιπόν να κρίνουμε μονάχα τους άλλους, ο Orwell μάς θυμίζει πώς μπορούμε να ψάξουμε τις ρίζες του φόβου και του παράλογου μίσους «στο μόνο μέρος από όπου μπορούμε να αντλήσουμε ασφαλή στοιχεία,» στη σκέψη μας.
 
Και ίσως τότε ο νέος χρόνος να φέρει τα δώρα της ενσυναίσθησης, τα τραγούδια της κριτικής και τη χαρά της κοινωνικής αλληλεγγύης.
 
Παραπομπές
George Orwell, “Review: Mein Kampf by Adolf Hitler (unabridged Translation),” (1940), in Sonia Orwell and Ian Angus, (eds.), The Collected Essays, Journalism and Letters of George Orwell, Vol.II: My Country Right or Left (London: Secker & Warburg, 1968), pp.13-14.
George Orwell, “Wells, Hitler and the World State (1941),” in Orwell and Angus, (eds.), The Collected Essays, Journalism and Letters of George Orwell, Vol.II: My Country Right or Left (London: Secker & Warburg, 1968), pp.139-145.
George Orwell, “The Lion and the Unicorn: Socialism and the English Genius,” (1941), in Orwell and Angus, (eds.), The Collected Essays, Journalism and Letters of George Orwell, Vol.II: My Country Right or Left (London: Secker & Warburg, 1968), pp. 56–109.
George Orwell, “As I Please,” Tribune, February 11, 1944.
George Orwell, “Anti-Semitism in Britain,” Contemporary Jewish Record, 8:2 (1945).