της Cora Currier για το The Intercept

Στο βιβλίο, Ιρακινοί συγγραφείς που ζουν στη χώρα και στο εξωτερικό, φαντάζονται πώς θα είναι η πατρίδα τους εκατό χρόνια μετά το μοιραίο μήνα του Μαρτίου του 2003, όταν ξεκίνησε η εισβολή των ΗΠΑ. Το «Ιράκ +100» είναι ένα καλό παράδειγμα μιας κριτικής δυστοπίας, ένα είδος που ο συγγραφέας Τζούνοτ Ντίαζ περιέγραψε πρόσφατα ως, «όχι μόνο κάτι που βρίσκεται σε ένα “κακό μέρος”. Είναι κάτι που χαρτογραφεί, προειδοποιεί και ελπίζει».

Το «Ιράκ +100» επιμελήθηκε ο Χασάν Μπλασίμ, ο συγγραφέας του ανατριχιαστικού και εξαιρετικού βιβλίου ιστοριών που ονομάζεται «Έκθεση πτωμάτων», που δημοσιεύτηκε το 2014. Ο Μπλασίμ είναι ίσως ο πιο γνωστός από τους συγγραφείς του «Ιράκ +100». Σχεδόν όλες οι ιστορίες στην «Έκθεση πτωμάτων» περιέχουν ένα φανταστικό στοιχείο αλλά είναι σκοτεινές και γκροτέσκες και η βία σε αυτές φαίνεται σουρεαλιστική μόνο όμως μέχρι να σκεφτεί κανείς τι έχουν πραγματικά υποστεί οι Ιρακινοί τις τελευταίες δεκαετίες. Στην ομώνυμη ιστορία τής «Έκθεσης Πτωμάτων», οι μεγαλύτεροι δολοφόνοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν τις πιο περίτεχνες και εντυπωσιακές δημόσιες επιδείξεις των οργάνων των θυμάτων τους, περιγράφοντας ακρωτηριασμούς, εξαρθρώσεις και διαμελισμούς ως μια μορφή τέχνης. Τέτοιες και άλλες ιστορίες γράφτηκαν για να σατιρίσουν με αποτρόπαιο τρόπο κάτι που δεν απέχει και πολύ από τις πραγματικές θηριωδίες που διαπράχθηκαν από στρατεύματα των ΗΠΑ και τις σεχταριστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις και για να δώσουν μια αηδιαστική προεπισκόπηση της θεατρικής βίας των εκτελέσεων που πραγματοποιούνται από το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο έπληξε το Ιράκ αφού εκδόθηκε το βιβλίο του Μπλασίμ.

Στον πρόλογό του στο «Ιράκ +100», ο Μπλασίμ γράφει ότι στις αρχαίες ιστορίες που προηγήθηκαν, εκτός από το Έπος του Γκιλγκαμές ή τις Χίλιες και Μία Νύχτες, υπάρχει μια περιορισμένη παράδοση στη φαντασία και στην επιστημονική φαντασία, στην ιρακινή και αραβική λογοτεχνία. Ο Μπλασίμ πιστεύει ότι τα εναλλασσόμενα ρεύματα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και του πολέμου εξαφάνισαν το ενδιαφέρον για τις εικασίες και το μαγικό και ελπίζει να αναβιώσει αυτά τα είδη και μαζί με αυτά, τα οράματά του για ένα μέλλον, όπου το Ιράκ θα είναι λιγότερο και όχι περισσότερο δυστοπικό.

«Από τον μόγγολο Χουλαγκού στον αμερικάνο Χουλαγκού, τον Τζορτζ Μπους, αυτό το κάποτε σπουδαίο κέντρο μόρφωσης έχει καταστραφεί και έχει γίνει σκόνη», γράφει στον πρόλογο. «Το ταπεινό έργο μας…προσπαθεί να φανταστεί ένα σύγχρονο Ιράκ, που έχει κατά κάποιο τρόπο συνέλθει από τη βίαιη εισβολή της Δύσης -με τρόπο που το Ιράκ δε συνήλθε από αυτή των Μογγόλων- εν ριπή οφθαλμού, δηλαδή σε 100 χρόνια». Στον επίλογο, ο εκδότης του Μπλασίμ σημειώνει ότι πολλά από τα έργα μέσα στο «Ιράκ +100» είχαν  ολοκληρωθεί πριν την εισβολή του Ισλαμικού Κράτους και ελπίζει ότι οι ιστορίες δε θα φαίνονται ήδη αφελείς.

Η ιστορία του Μπλασίμ στη συλλογή, «Οι κήποι της Βαβυλώνας», προσπαθεί να εξηγήσει σε γενικές γραμμές τι έγινε μέσα σε έναν αιώνα: Οι πρωταγωνιστές του ζουν σε μια τεχνολογική ουτοπία, μια θολωτή πόλη στην Ομοσπονδιακή Μεσοποταμία, που ιδρύθηκε αφού στέρεψε το πετρέλαιο στο Ιράκ, με τη βοήθεια των κινέζικων επενδύσεων και της παγκόσμιας στροφής στην καθαρή ενέργεια. Σε αυτό το ευχάριστο μέλλον, ένας άνθρωπος, του οποίου η δουλειά είναι να γράφει σενάρια για παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας,  χρησιμοποιεί παραισθησιογόνα για να μεταφερθεί σε μια παράξενη ιστορία πολέμου ενός εξόριστου μεταφραστή και του πατέρα του, που το σχέδιό τους είναι να ανατινάξουν έναν αγωγό πετρελαίου. Οι εμπλεκόμενες ιστορίες είναι ένα λογοτεχνικό παράδειγμα της μεταφοράς στο μέλλον με στόχο να υπενθυμίσει τα πιο δύσκολα σημεία του παρόντος.

Οι περισσότερες από αυτές τις ιστορίες δε φαίνονται αφελείς. Αν μη τι άλλο, είναι πιο σκοτεινές  και πιο περιορισμένες από ό,τι φαίνεται ότι επιθυμούν οι εμπνευστές του έργου. Στις ιστορίες που συλλέγονται στο «Ιράκ +100», η εισβολή των ΗΠΑ και ο πόλεμος που ακολούθησε είναι πάντα ένα θέμα αναφοράς, ένα πλαίσιο βίας και καταστροφής του πολιτισμού.

Μερικές από τις υπόλοιπες ιστορίες ακολουθούν το παράδειγμα του Μπλασίμ με έναν πλήρη φουτουρισμό, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Υπάρχει μια, όπου εξωγήινοι εισβολείς κυβερνούν τον κόσμο και εκτρέφουν ανθρώπους για τροφή, γεμάτο με επεξηγηματικά αλληλοσχετιζόμενα σημεία που είναι το σήμα κατατεθέν της πειστικής επιστημονικής φαντασίας. Οι καλύτερες είναι οι πιο στενά συνδεδεμένες με την πραγματική ιστορία, ακόμα και όταν είναι φανταστικές. Μερικά από τα κομμάτια μπορεί να υποφέρουν όμως από την άνιση εργασία επτά διαφορετικών μεταφραστών. Οι περισσότερες από τις ιστορίες γράφτηκαν αρχικά στα αραβικά.

Η πρώτη ιστορία, με τίτλο «Καχραμά» από έναν συγγραφέα που καλείται Ανούντ, είναι μια σκοτεινή και έξυπνη σάτιρα, η οποία φαντάζεται μια γυναίκα να ξεφεύγει από τον πολέμαρχο άνδρα της για να γίνει κάτι σαν διάσημη πρόσφυγας, πριν οι διεθνείς ευεργέτες της να χάσουν το ενδιαφέρον τους για την περίπτωσή της. Στο «Ο δεκανέας», από τον Αλί Μπάντερ, ένας ιρακινός στρατιώτης στο στρατό του Σαντάμ Χουσεΐν, που πυροβολήθηκε στο κεφάλι από έναν αμερικανό ελεύθερο σκοπευτή, επιστρέφει στον κόσμο και του παίρνει καιρό για να δώσει εξηγήσεις στη λαμπρή πόλη της αγάπης και της ειρήνης, η οποία έχει πια αντικαταστήσει τη γενέτειρά του, το Κουτ.

Σε πολλές από τις ιστορίες, υπάρχει ένας υποβόσκων φόβος για το τι θα έχει ξεχαστεί, από αμέλεια ή επίσημη διαταγή, ακόμη και όταν αυτό που θα έχει απομείνει για να θυμούνται μπορεί να είναι εξίσου απαίσιο. Ένα παραμύθι, από τον Ντίαα Τζουμαΐλι, μάς το διηγείται το άγαλμα ενός ιρακινού εργαζομένου, το οποίο έχει τοποθετηθεί σε ένα ξένο μουσείο, σε μια αίθουσα με μνημεία από δικτάτορες, αφού κατά λάθος θεωρήθηκε ότι ήταν ο Σαντάμ. Άλλες ιστορίες αναβιώνουν την Ιστορία, ακόμα και όταν αυτή είναι 'δύστροπη': υπάρχει μια ιστορία για μια μυστική υπόγεια πόλη από ξεχασμένους θρησκευτικούς χώρους και μια άλλη όπου ένας άνδρας κρατά κασέτες τραγουδιών σε γλώσσες που έχουν απαγορευτεί.

Δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου τα δεκατρία χρόνια φρικτών ειδήσεων για το Ιράκ καθώς διάβαζα το «Ιράκ +100», δεν μπορούσα να ξεφύγω από την κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Στην ιστορία του Μπάντερ για τον αξιωματικό που πυροβολήθηκε στο κεφάλι, ο εν λόγω αξιωματικός ταξιδεύει στο χρόνο και δεν μπορεί να κάνει κανέναν να τον πιστέψει, όταν εξηγεί πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα. Οι συγγραφείς που συγκεντρώθηκαν εδώ, φαίνεται να περνούν το ίδιο μήνυμα για το παρόν, ρωτώντας τους αναγνώστες τους: Μπορείτε να πιστέψετε στην πιθανότητα του να πάνε τα πράγματα καλύτερα αλλά μπορείτε και να ζήσετε με την πιθανότητα να πάνε ακόμα χειρότερα;