της Δανάης Καρυδάκη
 

«Γιατί ποτέ, για τέκνα μου που μάνα τους θα ήμουν,
είτε κι αν έλιωνε νεκρός ο άνδρας μου, το βάρος
αυτό δε θα το σήκωνα ενάντια στους πολίτες.
Πάνω σε ποια αρχή ορθή στηρίζονται όσα λέω;
Αν πέθαινε ο άνδρας μου, θά 'παιρνα κάποιον άλλον,
κι αν το παιδί μου έχανα, άλλο θα αποχτούσα·
μ' αφού ο γονιός κι η μάνα μου χάθηκαν μες στον Άδη,
δε θα μπορούσε αδελφός άλλος πια να βλαστήσει.
Μ’ αυτό το νόμο έβαλα εσένα πάνω απ’ όλους,
μα ο Κρέοντας την έκρινε έγκλημα τέτοια πράξη
και λέει την τόλμη μου φριχτή, μυριάκριβε αδελφέ μου.»
Αντιγόνη, Σοφοκλής, Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη
 

Σύμφωνα με πρόταση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) για την αναδιαμόρφωση του προγράμματος σπουδών στα σχολεία, καταργούνται τα Αρχαία γενικού κορμού στη Β’ και Γ’ Λυκείου και το μάθημα μετατρέπεται από υποχρεωτικό σε επιλογής για εκείνους που θα επιλέξουν τον προσανατολισμό ανθρωπιστικών σπουδών. Η πρόταση αυτή ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων πριν λίγους μήνες, τόσο από αυτούς που υποστήριξαν ότι θα χαθεί η επαφή των παιδιών με τις ρίζες της γλώσσας όσο και από εκείνους που έλεγαν ότι ο σκοπός της κατάργησης είναι καθαρά οικονομικός, δηλαδή ο περιορισμός των δαπανών μέσω της μείωσης προσλήψεων νέων φιλολόγων.

Ως προς το πρώτο επιχείρημα, χρειάζεται άραγε τα παιδιά να φτάσουν στη Β’ και Γ’ τάξη του Ενιαίου Λυκείου με ένα βαρυφορτωμένο πρόγραμμα μαθημάτων κατεύθυνσης και την γκιλοτίνα των Πανελλαδικών και της ανεύρεσης εργασίας πάνω από το κεφάλι τους για να βρουν την επαφή με τις ρίζες της γλώσσας; Δεν γίνεται να καλλιεργηθεί αυτή η επαφή στις μικρότερες τάξεις, που είναι και πιο ανάλαφρο το πρόγραμμα; Επίσης, γιατί δεν υπάρχει ανάλογη μέριμνα και ξεσηκωμός για τη μη επαφή με άλλες, μικρότερης ίσως κλίμακας, επιρροές της ελληνικής γλώσσας, όπως τα Τούρκικα, τα Ιταλικά ή τα Λατινικά; Ως προς το δεύτερο επιχείρημα τώρα, ο κλάδος των ανθρωπιστικών επιστημών, τόσο σε επίπεδο διδασκαλίας όσο και σε επίπεδο έρευνας, είναι κατά κανόνα ο πρώτος που πλήττεται σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης σαν αυτή που διανύουμε (αλλά και ο τελευταίος που ανασυγκροτείται). Η μείωση λοιπόν των προσλήψεων φιλολόγων, αλλά και δασκάλων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και καθηγητών άλλων γνωστικών αντικειμένων, αποτελεί ένα από τα πολλά συμπτώματα αυτής της κρίσης, ειδικά όταν το τιμόνι το κουλαντρίζουν τεχνοκράτες προσηλωμένοι σε σούμες και πλεονάσματα.

Ο προβληματισμός μου γύρω από την συγκεκριμένη πρόταση του ΙΕΠ θα είχε τελειώσει κάπου εδώ, αν μου είχε διαφύγει μια μικρή λεπτομέρεια: η κατάργηση των Αρχαίων στη Β’ Λυκείου σημαίνει, όπως έχουν τα πράγματα, και απώλεια επαφής των παιδιών με την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Γιατί ενώ μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς να ερχόμουν σε επαφή με το β’ πληθυντικό ευκτικής παρακειμένου ενεργητικής φωνής του λύω στη μονολεκτική και την περιφραστική του εκδοχή (λελυκοίτε ή λελυκότες εἴητε/εἶτε βρε κουτά), δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς να ερχόμουν σε επαφή με την Αντιγόνη. Εάν λοιπόν η κυβέρνηση θεωρεί ότι τα παιδιά δεν την χρειάζονται, ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτεί.

Η ιστορία της Αντιγόνης του Σοφοκλή, γραμμένη στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., είναι απλή και ταυτόχρονα γεμάτη συμβολισμούς: ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, οι γιοι του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, αλληλοσκοτώθηκαν στη μάχη και ο Κρέοντας, ο αδερφός της Ιοκάστης και διάδοχος στον θρόνο του βασιλείου της Θήβας, διατάζει να θάψουν τον πρώτο με τιμές βασιλιά, και να αφήσουν άθαφτο το σώμα του δεύτερου, που κηρύχτηκε εχθρός της πατρίδας. Η Αντιγόνη, κόρη του Οιδίποδα, αφού αρνείται η αδερφή της η Ισμήνη να τη βοηθήσει, αποφασίζει να τιμήσει τον νεκρό αδερφό της και να κάνει εκείνη την ταφή. Η Αντιγόνη λοιπόν συλλαμβάνεται για την παράνομη πράξη της και φυλακίζεται. Ο Κρέοντας αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να απελευθερώσει την Αντιγόνη και να θάψει τον Πολυνείκη, αλλά η Αντιγόνη έχει ήδη αυτοκτονήσει στο κελί της. Ο Αίμωνας, αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης και γιος του Κρέοντα, την ακολουθεί στον θάνατο, όπως και η μητέρα του η Ευρυδίκη, αφήνοντας τον Κρέοντα μόνο να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του.

Η τραγωδία της Αντιγόνης έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία από μόνη της. Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα η Αντιγόνη θεωρούνταν, σύμφωνα με τον κριτικό λογοτεχνίας George Steiner στο βιβλίο του Antigones (1996), «η αρτιότερη από τις ελληνικές τραγωδίες», «ένα έργο πιο κοντά στην τελειότητα από οτιδήποτε παρήγαγε ποτέ το ανθρώπινο πνεύμα.»  Μάλιστα, στο έργο του Γερμανού φιλοσόφου G. W. F. Hegel Φαινομενολογία του Πνεύματος (1807), η Αντιγόνη παρουσιάζεται σαν μια τραγική μορφή που αψηφά τον νόμο της πόλης-κράτους («ανθρώπινο νόμο») για χάρη του άγραφου νόμου του οίκου («θεϊκού νόμου»), αποδίδοντας μια κάποια ισοτιμία μεταξύ Αντιγόνης και Κρέοντα, καθώς υπερασπίζονταν διαφορετικά δίκαια ο καθένας. Από την άλλη ο Δανός φιλόσοφος Søren Kierkegaard υποστήριξε ότι η Αντιγόνη στέκεται έξω και ενάντια στον δημιουργό της σε μια υπαρξιακή αυτονομία. Όμως, η αναφορά του Sigmund Freud στην Ερμηνεία των Ονείρων (1899) στον Οιδίποδα και το περίφημο Οιδιπόδειο σύμπλεγμά, δηλαδή την προσκόλληση του νηπίου στον γονέα του αντίθετου φύλου και το μίσος προς τον γονέα του ίδιου φύλου, μετατόπισαν, σύμφωνα με τον Steiner, το κριτικό και ερμηνευτικό ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα από την Αντιγόνη σε ένα άλλο έργο του Σοφοκλή, τον Οιδίποδα Τύραννο. Το 1960, ο Γάλλος ψυχαναλυτής Jacques Lacan επέστρεψε στην Αντιγόνη χαρακτηρίζοντας την τραγωδία ως κομβικό σημείο στην μελέτη της Ηθικής, ενώ ο Κορνήλιος Καστοριάδης έφερε την Αντιγόνη στη σφαίρα της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας ως προς την έννοια της δημοκρατίας. Το 2000, η Αμερικανίδα φιλόσοφος Judith Butler, ορμώμενη από τις θεωρίες φύλου, επανέρχεται στην Αντιγόνη, αποδομώντας τον Χεγκελιανό και εν μέρει Λακανικό μύθο ενός υπερβατικού, κανονιστικού συμβολικού συστήματος συγγένειας και έμφυλων θέσεων μέσα στο οποίο το άτομο, και εν προκειμένω η ηρωίδα της τραγωδίας, καθορίζεται από μια στατική και ήδη δοσμένη τάξη πραγμάτων.

Παρά τις όποιες διαφωνίες τους όμως, οι περισσότεροι μελετητές της Αντιγόνης τοποθετούν στο κέντρο του έργου την διαμάχη μεταξύ Αντιγόνης και Κρέοντα. «Παρ' ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἀβασάνιστα ὡς ἡ βασιλικὴ ὁδὸς πρὸς τὴν κατανόηση τῆς  τραγωδίας,» γράφει σχετικά ο αγαπητός Κωνσταντίνος Πουλής στη διδακτορική του διατριβή το 2003, «εἶναι πάντως τὸ ἐρώτημα ποὺ κυριαρχεῖ στὴν σχετικὴ συζήτηση. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ἔχει ἀπὸ μόνο του κάποια ἀξία, ὄχι μόνο διότι ἡ πραγμάτευση αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος μᾶς φέρνει σὲ διάλογο μὲ τὶς περισσότερες προσεγγίσεις ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ καὶ ἐκτίμηση δική μας ὅτι ἡ διαμάχη ποὺ διαμορφώνεται ἀνάμεσα στὸν Κρέοντα καὶ τὴν Ἀντιγόνη παγιδεύει σχεδὸν ἀναγκαστικὰ τὸν θεατὴ σὲ μιὰ τέτοια ἀντιμετώπιση καί, ὑπ' αὐτὴν τὴν ἔννοια, ἡ ἔρευνα ἀντικατοπτρίζει μιὰ θεατρικὴ ἀλήθεια τοῦ ἔργου.» Αυτή η διαμάχη, εκτός όλων των υπόλοιπων συμβολισμών που φέρει, είναι μια κάθετη σχέση, μεταξύ ενός ισχυρού και ενός ανίσχυρου στο πλαίσιο της πόλης, ενός μεγαλύτερου σε ηλικία και ενός μικρότερου στο πλαίσιο της οικογένειας, ενός άνδρα με όλα τα προνόμια που είχε τόσο στον δραματικό χρόνο της Θήβας των Λαβδακιδών όσο και στον 5ο αιώνα π.Χ., χρόνο συγγραφής του έργου από τον Σοφοκλή, και μιας γυναίκας.

Αυτή την κυρίαρχη κάθετη σχέση, πλαισιώνουν πολλές, αλλά όχι λιγότερο σημαντικές, οριζόντιες σχέσεις, και μάλιστα οι πιο πρώιμες οριζόντιες σχέσεις στη ζωή ενός ανθρώπου, αυτές μεταξύ αδερφών. Η Juliet Mitchell, φεμινίστρια και μέλος του κινήματος New Left στην Αγγλία, χαρακτήρισε την Αντιγόνη το 2003 σαν «ένα θεατρικό έργο αδερφών». Η ίδια η δράση της τραγωδίας στήνεται πάνω στα εξής αδελφικά ζεύγη: α) Αντιγόνη-Πολυνείκης· η δράση του έργου χτίζεται γύρω από την ταφή αδερφού από αδερφή, β) Ετεοκλής-Πολυνείκης· ο αλληλοσκοτωμός τους πυροδοτεί τη δράση, γ) Αντιγόνη-Ισμήνη· η αντίθεση μεταξύ της διαφοράς στον χαρακτήρα και της ομοιότητας όχι μόνο στο φύλο αλλά και στο τραυματικό οικογενειακό παρελθόν είναι το φόντο πάνω στο οποίο ξετυλίγει η Αντιγόνη την πρόθεση και την πράξη της, δ) Κρέοντας-Ιοκάστη· το δικαίωμα στον θρόνο της Θήβας κληρονομείται στον Κρέοντα μέσω της αδερφικής σχέσης με την Ιοκάστη, ελλείψει άλλων αρρένων διαδόχων, ε) Αντιγόνη-Οιδίποδας· η ενοχλητική αλήθεια που υποβόσκει το έργο είναι ότι η Αντιγόνη και ο Οιδίποδας, εκτός από κόρη και πατέρας, ήταν και αδέρφια καθώς είχαν την ίδια μητέρα, την Ιοκάστη.

Ειδικά η σχέση μεταξύ Αντιγόνης και Πολυνείκη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πραγματοποιώντας την ταφή, η Αντιγόνη υπηρετεί, όπως υποστήριξε ο Hegel, άγραφους θεϊκούς νόμους. Η ίδια η πράξη όμως έχει μια αυτονομία καθεαυτή. Ας ακούσουμε τα λόγια της, απάντηση στον Κρέοντα όταν της λέει ότι θα την σκοτώσει: «Κι όμως πού μεγαλύτερη θά 'βρισκα δόξα τάχα απ' την ταφή του αδελφού, πού 'χε την ίδια μάνα;». Θα μπορούσε η πράξη αυτή να εξηγηθεί υπό το πρίσμα μιας αιμομικτικής ερωτικής επιθυμίας της Αντιγόνης για τον αδερφό της; Η αγάπη μεταξύ αδερφού και αδερφής είναι μια θεματική που επανέρχεται στην δυτική λογοτεχνία, από το «δυο σε ένα» στα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Emily Bronte, και την καθαρτική σεξουαλική εμπειρία μεταξύ των διδύμων στον Θεό των Μικρών Πραγμάτων της Arundhati Roy, μέχρι την μακροχρόνια σχέση μεταξύ Cercei και Jamie Lannister στο δημοφιλές Game of Thrones. O Freud μελετά την αιμομικτική σχέση μεταξύ αδερφών ως απαγόρευση στο βιβλίο του Τοτέμ και Ταμπού (1913), και εν γένει στην ψυχανάλυση η αιμομιξία μεταξύ αδερφών μελετάται ως μετάθεση από την απαγορευμένη οιδιπόδεια φαντασίωση, την σεξουαλική ένωση με τον γονέα δηλαδή, σε μια πιο ήπια απαγορευμένη επιθυμία. Νομίζω, όμως, ότι η πράξη της Αντιγόνης έχει μια βαθύτερη σημασία, προσωπική και πολιτική, από την απαγορευμένη ερωτική έλξη. Παρόλο που μια τέτοια εξήγηση προσδίδει μια ανθρώπινη διάσταση στην Αντιγόνη, και πολύ καλώς το κάνει, το ανθρώπινο πάθος (μιας γυναίκας), όπως μας υπενθυμίζουν τα φεμινιστικά κείμενα, δεν είναι απαραίτητο να είναι ερωτικό.

Λίγο αργότερα, στον θρήνο της, η Αντιγόνη δίνει μια εξήγηση για την πράξη της: «Γιατί ποτέ, για τέκνα μου που μάνα τους θα ήμουν, είτε κι αν έλιωνε νεκρός ο άνδρας μου, το βάρος αυτό δε θα το σήκωνα ενάντια στους πολίτες. Πάνω σε ποια αρχή ορθή στηρίζονται όσα λέω; Αν πέθαινε ο άνδρας μου, θά ‘παιρνα κάποιον άλλον, κι αν το παιδί μου έχανα, άλλο θα αποχτούσα· μ' αφού ο γονιός κι η μάνα μου χάθηκαν μες στον Άδη, δε θα μπορούσε αδελφός άλλος πια να βλαστήσει. Μ’ αυτό το νόμο έβαλα εσένα πάνω απ’ όλους, μα ο Κρέοντας την έκρινε έγκλημα τέτοια πράξη και λέει την τόλμη μου φριχτή, μυριάκριβε αδελφέ μου.» Με άλλα λόγια, ο αδερφός της είναι αναντικατάστατος και την οδηγεί στην πράξη της. Επειδή μάλιστα και αυτό το σημείο αφαιρεί κάτι από την «θεϊκότητα» της Αντιγόνης, θεωρήθηκε ότι ήταν μια ύστερη προσθήκη στο αρχαίο κείμενο καθώς, σύμφωνα με τον Cindy R. Jebb (1900), η πράξη της δεν έγινε από την «ευγενή γενναιότητα μιας ακηλίδωτης ψυχής» αλλά από την αγάπη και την αφοσίωση στον αδερφό της, και μάλιστα στον νεκρό αδελφό της.

Το ζήτημα είναι όμως γιατί άραγε η αγάπη και η αφοσίωση στον αδερφό να μειώνει την αξία της πράξης της Αντιγόνης; Το σώμα του νεκρού Πολυνείκη, που έχει μείνει άθαφτο, «βορά σε όρνια και σκυλιά και καταρημαγμένο», αυτό που ο Slavoj Zizek ονόμασε στους παλιούς καλούς καιρούς του «παρόν χωρίς να έχει πεθάνει σε συμβολικό επίπεδο», αναπαριστά την θνητότητα, την επίγνωση του θανάτου, που εν τέλει είναι και η μόνη κινητήρια δύναμη προς τη ζωή. Η Αντιγόνη ξέρει πως αν δεν κάνει κάτι σήμερα για να διορθώσει αυτό που η ίδια καταλαβαίνει ως αδικία, αύριο θα είναι το δικό της το κορμί βορά σε όρνια και σκυλιά και καταρημαγμένο. Γιατί η οριζόντια αδερφική σχέση, στην πραγματική της φόρμα αλλά και στη μεταφορική, δηλαδή στη σχέση με όσους και όποιους είναι κανείς αλληλέγγυος, είναι οδηγός για το κακό που σήμερα συμβαίνει στον αδερφό σου και αύριο θα συμβεί σε σένα.

Για να έρθουμε στο τώρα λοιπόν, μετά από αυτή την σύντομη και σίγουρα όχι εξαντλητική περιπλάνηση σε μια από τις πολλές ερμηνείες της Αντιγόνης. Η Αντιγόνη, ο Πολυνείκης, ο Οιδίποδας, ο Κρέοντας δεν είναι πραγματικοί άνθρωποι. Είναι μυθολογικές φιγούρες τις οποίες χρησιμοποίησε ο Σοφοκλής τον 5ο αιώνα π.Χ. για να πει κάτι στο δικό του κοινό. Όταν διαβάζουμε γι’ αυτούς όμως σήμερα, μπορούμε να ακούσουμε κάτι που αφορά το κοινό το σημερινό. Το ένα σκέλος είναι η αντίσταση, η ανυπακοή, η συνέπεια προς τους προσωπικούς μας ηθικούς κώδικες και η αμφισβήτηση αυτών που μας επιβάλλονται απ’ έξω, κάτι σαν αποδόμηση του «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό.»΄ Ένα άλλο σκέλος, αρκετά πιο αγνοημένο στην ανάγνωση της Αντιγόνης, είναι η σημασία των οριζόντιων, αδερφικών, αλληλέγγυων σχέσεων. Σε τούτο τον μάταιο κόσμο, δεν ερχόμαστε μόνοι μας. Τόσο αν είχαμε την τύχη να έχουμε πραγματικά αδέρφια, όσο και αν δημιουργήσαμε μόνοι μας αδερφικές σχέσεις με τους φίλους και τους συντρόφους μας στους αγώνες που δίνουμε καθημερινά, αλλά και με όλους εκείνους που παρά τη διαφορετικότητά τους στεκόμαστε πλάι τους αλληλέγγυοι, δεν είμαστε μόνοι μας απέναντι σε αυτούς που φοβόμαστε. Μετά την τραγικότητα του αλληλοσκοτωμού του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, η Αντιγόνη αντιστέκεται για τον αδερφό της, ενώ ακόμα και η διστακτική, και θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα και δειλή, Ισμήνη αλλάζει γνώμη και θέλει να βοηθήσει την αδερφή της στην ταφή.

Ανεξάρτητα από την απόφαση που θα λάβει τελικά το Υπουργείο Παιδείας για την μοίρα της Αντιγόνης στο σχολείο, το κείμενο αυτό πρέπει να διδάσκεται. Ας διδάσκεται από μετάφραση, στα Νέα Ελληνικά, στα Αγγλικά, στα Τούρκικα (άλλωστε είναι ο Ερντογάν που σαν άλλος Κρέων απαγόρευσε την θρησκευτική ταφή στους πραξικοπηματίες του καλοκαιριού), ή ας βρεθεί ένα υποκατάστατό του που θα μαθαίνει τα παιδιά να αντιστέκονται και να μην δείχνουν υπακοή προς τις παράλογες επιταγές της όποιας εξουσίας  για τα πραγματικά και νοερά αδέρφια τους.