Ζωγραφικό του Γιώργο Μικάλεφ
30×20 εκ. – Λάδι σε χαρτί

Ο Κάρολος Ντίκενς, ορθότερα Τσάρλς Ντίκενς, γεννήθηκε 7 Φεβρουαρίου 1812 στο Λάνπορτ και πέθανε το 1870. Υπήρξε από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους, από τους καλύτερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής, ενώ το έργο του έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως «πάντα επίκαιρο». Παράλληλα, ήταν μεγάλος επικριτής τόσο των ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.


Από τα χρέη του πατέρα του στους κοινωνικούς αγώνες


Ο Κάρολος Ντίκενς ήταν γιος του Τζον Ντίκενς, δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος ποτέ δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τα έξοδά του, καθώς έκανε συνεχώς σπατάλες που οδηγούσαν ολοένα και περισσότερο την οικογένεια σε οικονομικό αδιέξοδο. Αποκορύφωμα ήταν η φυλάκιση του για χρέη το 1824. Η φτώχεια που βίωσε μετά από αυτό ο Κ.Ντίκενς καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του και αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του αργότερα.

Μετά τη φυλάκιση του πατέρα του έζησε στο σπίτι της γηραιάς κυρίας Ελίζαμπεθ Ρόιλανς, που ήταν φίλη της οικογένειας. Για να πληρώνει τη διαμονή και διατροφή του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο σε ηλικία δεκαπέντε ετών και να δουλεύει καθημερινά επί δεκάωρο σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιών. Οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες, αλλά διαμόρφωσαν τον κατοπινό συγγραφικό του χαρακτήρα. Η οικτρή οικονομική κατάσταση και οι συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης που βίωσε αποτέλεσαν το θέμα του πιο αγαπημένου του έργου, του αυτοβιογραφικού Δαβίδ Κόπερφιλντ (1849-1850).


Μια απροσδόκητη κληρονομιά ήρθε να βγάλει τον Τζον Ντίκενς από την φυλακή και διευθετήσει τα χρέη του, όμως πλέον δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις. Αφού πήγε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο τότε ο Κ.Ντίκενς, έπιασε δουλειά στο γραφείο ενός δικηγόρου ως βοηθός. Κι αυτή η δουλειά δεν του άρεσε, γι' αυτό έμαθε στενογραφία και έγινε ανταποκριτής εφημερίδος. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Κάρολο Ντίκενς στην ακρίβεια και στην ταχύτητα των ειδήσεων.

Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του, εμφυσώντας στον καθένα τη γνώριμη πνοή του. 

 
Το πρώτο του έργο, με τίτλο «Σκιαγραφήματα του Μποζ», τυπώθηκε το 1836. Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθιά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος. Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα “Χαρτιά του Πίκγουικ”, που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο “Όλιβερ Τουίστ”, εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.

Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα “Αμερικάνικα Σημειώματα” (1842) και στο “Μάρτιν Τσάζλγουϊτ” (1843-1844). Το 1843 είχε εκδώσει τα “Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα” που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο “Δαβίδ Κόπερφιλντ”.

Ο «Δαβίδ Κόπερφιλντ» (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό απαθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1859 εξέδωσε την “Ιστορία δύο πόλεων” και το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις “Μεγάλες Προσδοκίες”.

Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' ένα ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.

Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ