Οι τράπεζες απελευθερώνονται και ενθουσιάζονται

Ο Τραμπ συνάντησε στις 3 Φεβρουαρίου τραπεζίτες από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Γουόλ Στριτ. Αμέσως μετά, υπέγραψε διάταγμα που αναιρεί τους περιορισμούς των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Επιπλέον, υπέγραψε εντολή για την αναθεώρηση του κανόνα προστασίας των συνταξιούχων από την κερδοσκοπία των χρηματιστών. Με δύο υπογραφές, ο Αμερικανός πρόεδρος κατάργησε τους μηχανισμούς που περιόριζαν την αχαλίνωτη κερδοσκοπία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Οι αντιδράσεις των αμερικανικών αγορών μετά την υπογραφή των διαταγμάτων ήταν ενθουσιώδεις. Οι τραπεζικές μετοχές σημείωσαν ραγδαία άνοδο: της Morgan Stanley 5,4%, της JPMorgan και της Goldman Sachs 4%, της Bank of America και της Citigroup 2%. Πρόσφατες εξελίξεις υποδεικνύουν γιατί οι αγορές, οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενθουσιάστηκαν από την άρση των ελέγχων που στόχευαν στην αποφυγή μιας νέας οικονομικής κρίσης.

Οι τραπεζίτες στο τιμόνι της οικονομίας

Η στελέχωση του επιτελείου του Τραμπ από τραπεζίτες δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι η οικονομική πολιτική των ΗΠΑ θα διαμορφωθεί προς όφελος των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ο Τραμπ διόρισε τον Γκάρι Κον, τον δεύτερο στην ιεραρχία της Goldman Sachs, ως διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου. Ο Στίβεν Μνούτσιν, στέλεχος της τράπεζας για 17 χρόνια και μετέπειτα διευθυντής διαφόρων hedge funds, διορίστηκε υπουργός οικονομικών. Διάφορα άλλα πρώην στελέχη της τράπεζας διορίστηκαν από τον Τραμπ, όπως ο Στιβ Μπάνον (μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας), ο Τζει Κλέιτον (πρόεδρος της επιτροπής ελέγχου του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, η οποία είχε επιβάλλει πρόστιμο 550 εκατ. δολαρίων στην τράπεζα για το ρόλο της στην κρίση του 2008), και η Ντίνα Πάουελ (σύμβουλος του προέδρου).

Επιπλέον, η κάλυψη τραπεζικών απωλειών σε μια μελλοντική κρίση από κρατικά κονδύλια είναι δεδομένη. Οι ζημιές των περισσότερων τραπεζών το 2008 καλύφθηκαν από κρατικά κονδύλια. Κάτι παρόμοιο γίνεται για κάθε μη αμελητέα πτώση των αγορών, μέσω της «ποσοτικής χαλάρωσης» και παρεμφερών παρεμβάσεων. Η αμερικανική Federal Reserve, η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Αγγλίας, και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας, ρίχνουν τεράστια ποσά στις αντίστοιχες αγορές και αγοράζουν μετοχές και ομόλογα για να ανακάμψουν τα χρηματιστήρια.

Η κερδοφόρα πτυχή ενός κραχ

Οι μεγάλες τράπεζες και τα μεγάλα επενδυτικά ιδρύματα ξέρουν καλά τι θα συμβεί εάν εμφανιστεί ένα νέο κραχ: θα προσφύγουν και πάλι στην κεντρική τράπεζα του κράτους τους, η οποία θα τα υποστηρίξει εκ νέου, με τη δικαιολογία ότι είναι «too big to fail», όπως και το 2008. Επιπλέον, οι μεγάλο-επενδυτές ξέρουν πως να κατευθύνουν τις αγορές, πως να ποντάρουν εάν εμφανιστεί μια νέα κρίση, και πως να την εκμεταλλευθούν.

Διότι οι επενδυτές μπορούν να ποντάρουν ακόμα και σε πτώση των αγορών, επηρεάζοντας τη χρονική στιγμή και τον τρόπο με τον οποίο θα επέλθει, με το λεγόμενο σορτάρισμα. Πολύ απλοποιημένα, με το σορτάρισμα ένας επενδυτής δανείζεται μετοχές από ένα χρηματιστή, ποντάροντας ότι η τιμή τους θα πέσει. Οι μετοχές πωλούνται και ο λογαριασμός του επενδυτή πιστώνεται ανάλογα. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν η τιμή των δανεισμένων μετοχών έχει πέσει, ο επενδυτής τις επιστρέφει στο χρηματιστή, έχοντας κέρδος ανάλογο με την πτώση της τιμής τους.

Ένας ελκυστικός στόχος για σορτάρισμα είναι η Ευρωζώνη καθώς, λόγω του Brexit και της πιθανότητας εξόδου της Γαλλίας από αυτή, το ευρώ γίνεται ολοένα και πιο εύκολη λεία. Τα hedge funds, που έχουν στη διάθεση τους συνολικά πάνω από 3 τρις. δολάρια, κατέχουν πρωτεύουσα θέση ανάμεσα στους συνήθεις ύποπτους για σορταρίσματα τέτοιου είδους.

Με τα νέα διατάγματα του, ο Τραμπ ενθαρρύνει τις τράπεζες και τα hedge funds να κάνουν ριψοκίνδυνες επενδύσεις και επαναφέρει το φάσμα του 2008: όχι μόνο στην αμερικανική, αλλά και στη διεθνή οικονομία, καθότι άλλα κράτη μάλλον θα ακολουθήσουν το παράδειγμα του Τραμπ, ώστε τα δικά τους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να μη χάσουν την «ανταγωνιστικότητά» τους στην παγκόσμια αγορά.