Ζωγραφικό έργο (20Χ14 εκ. – Λάδι σε χαρτί) του Γιώργου Μικάλεφ
Επιμέλεια: Ορέστης Βέλμαχος

Νίκος Ξυλούρης: Μια ζωή γεμάτη αγώνες

Ήταν 8 Φεβρουαρίου του 1980 που «έβαλε ο θεός σημάδι» έναν από τους σημαντικότερους έλληνες καλλιτέχνες στην ιστορία. Έναν άνθρωπο που ξεχώρισε μέσα από τους αγώνες του, το σπάνιο ήθος και την αισθαντική φωνή του. Ο Νίκος Ξυλούρης έφυγε από τη ζωή μόλις στα 44 του χρόνια. Ωστόσο, πρόλαβε να «σημαδέψει» με τη φωνή του μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού.

Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Είναι 5 χρονών όταν οι κατακτητές Γερμανοί καίνε το χωριό του και μεταφέρουν τους κατοίκους του, πρόσφυγες στο Μυλοπόταμο. Επιστρέφουν στα Ανώγεια μετά την απελευθέρωση. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Στα δώδεκα ο πατέρας του του αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του.

Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο «Κάστρο». Όπως λέει αργότερα σε αφηγήσεις του, «εκεί αρχικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.  Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική».

Ο δρόμος προς την καταξίωση

Το 1958, (λίγους μήνες αφού παντρεύτηκε τη σύζυγο του Ουρανία Μελαμπιανάκη), το όνομα του αρχίζει να γιγαντώνεται στην Κρήτη και τα τοπικά γλέντια δεν είναι αρκετά για να χωρέσουν το «μέγεθός» του. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», που γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από τον κόσμο.

Το 1966 και αφού το όνομα του έχει ξεπεράσει τα «σύνορα» της Κρήτης, κερδίζει το πρώτο βραβείο σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Την επόμενη χρονιά ανοίγει στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος».

 

Τα χρόνια της δικτατορίας

Το 1969 τραγουδά την «Ανυφαντού», που η απήχησή της σπάει τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο «Κονάκι», και το Σεπτέμβρη εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Το καλοκαίρι του 1970, η γνωριμία του με τον Τάκη B. Λαμπρόπουλο θα αποφέρει συμβόλαιο συνεργασίας με την «Columbia». Ερμηνεύει τα τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας του, τα Ριζίτικα, τον «Ερωτόκριτο». O πρώτος μεγάλος του δίσκος έχει τίτλο: «Ψαρρονίκος – Κρητικά Τραγούδια» και περιλαμβάνει προσωπικές του επιτυχίες από 45άρια και ηχογραφήσεις του σε παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης.

Στη συνέχεια, έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά – μαζί με την Μαρία Δημητριάδη – στο μεγάλο του δίσκο «Χρονικό». Την επόμενη χρονιά, εκδίδονται τα «Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου, «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου», «Κόσμε χρυσέ» και άλλα τραγούδια τον καθιερώνουν στη συνείδηση του κόσμου.  Το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. O δίσκος θα βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος. Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.

Η φωνή του γίνεται σημαία αντίστασης στα χρόνια της δικτατορίας. Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια» σε στίχους K. X. Μύρη («Γεννήθηκα», «Χίλια μύρια κύματα μακριά απ' τ' Αϊβαλί»), στο ίδιο πνεύμα με το «Χρονικό». Παράλληλα, συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μάνου Ελευθερίου, Γιώργου Σκούρτη, Ερρίκου Θαλασσινού και του ίδιου του συνθέτη. Την ίδια χρονιά, συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας».

Η συνεργασία του με τον Ξαρχάκο θα συνεχιστεί στο θέατρο «Αθήναιον», όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», με θέμα την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας τα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια, εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα, το οποίο θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης, τραγουδώντας και εμψυχώνοντας τους εξεγερμένους φοιτητές. Οι δικτάτορες του απαγορεύουν να εμφανίζεται σε συναυλίες και ραδιοφωνικές εκπομπές, ενώ παράνομοι κρίνονται και οι δίσκοι του.

Μετά την πτώση της δικτατορίας, κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου. Ανάμεσα σε άλλα, ξεχωρίζουν τα τραγούδια «Πώς να σωπάσω» (στίχοι K. Κινδύνη), «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» (στίχοι B. Ανδρεόπουλου), «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Παλικάρι στα Σφακιά» (στίχοι N. Γκάτσου) και «Ητανε μια φορά» (στίχοι K. Φέρρη).

Η επιστροφή «στις ρίζες»

Το 1975 επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα Που Θυμάμαι Τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, κυκλοφορεί ο «Ερωτόκριτος», μια περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου. Στο δίσκο συμμετέχει η Τάνια Τσανακλίδου. Παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου.

Το 1976 εκδίδει τα «Ερωτικά», ερμηνεύοντας τραγούδια με σύγχρονο ήχο, μαζί με παραδοσιακά κρητικά τραγουδά και λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη. Τον Οκτώβρη του 1977, συμμετέχει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μαρκόπουλου. To 1978 τραγουδά τα «Αντιπολεμικά», σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Το 1979 κυκλοφορούν τα «Ξυλουρέικα», ένα καθαρά προσωπικό έργο, με δικούς του στίχους, μουσική – διασκευές του σε παραδοσιακά πρότυπα.

Ο Νίκος Ξυλούρης φεύγει από τη ζωή στα 44 του χρόνια. Μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Αντικαρκινικό Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου του 1980. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, το «Σάλπισμα» σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη. Ανάμεσα στα κομμάτια του δίσκου θα ξεχωρίσει η «Μπαλάντα του κυρ – Μέντιου».

Ο Μάρκος του Ρεμπέτικου

Ο Μάρκος Βαμβακάρης θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του ρεμπέτικου τραγουδιού, καθώς ήταν αυτός που έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό ένα είδος μουσικής που μέχρι τότε πολλοί το θεωρούσαν περιθωριακό. Ήταν από τους πρώτους που καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες.

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια

Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα τα απέκτησε από τον παππού του που έγραφε τραγούδια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία και διάφορες άλλες δουλειές «του ποδιού».

Σε ηλικία 28 ετών κυκλοφορεί την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» («Έπρεπε να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, αν και διατηρούσε επιφυλάξεις για τις φωνητικές του δεξιότητες. Tο καλοκαίρι του 1934, μαζί με τους Μπάτη, Παγιουμτζή και Δελιά, σχηματίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία, την ξακουστή «Τετράς του Πειραιώς» και για 6 περίπου μήνες εμφανίζονται με τεράστια επιτυχία στην «Μάντρα»του Σαραντόπουλου, στην Δραπετσώνα. Το1935 έγραψε και ηχογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» -το γνωστότερο ίσως τραγούδι του- το οποίο όμως έγινε επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Η ιστορία της «Φραγκοσυριανής»

Σύμφωνα με πληροφορίες του «Απ'όλα (με sos)» εμπνεύστηκε το τραγούδι από μια κοπέλα, της οποίας το όνομα δεν έμαθε ποτέ.

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν….. Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου΄χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».

Τα χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο

Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες, οι οποίοι σημείωναν μεγάλη επιτυχία καθώς ήταν ο πλέον «εμπορικός» καλλιτέχνης εκείνης της εποχής. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει βρήκε μπροστά του «πόρτες». Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και τα μαγαζιά δεν του έδιναν την ευκαιρία να ανακάμψει.

Αυτό άλλαξε στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Μέχρι το 1966 ο Βαμβακάρης γίνεται καθολικά αποδεκτός και η καριέρα του φτάνει στο απόγειο της. Όπως έχει αναφέρει ο ίδιος, το 1960 «ξεκίνησε η δεύτερη καριέρα» του.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που δημιούργησε σακχαρώδης διαβήτης. Όπως δήλωσε αργότερα ο γιος του Μάρκου Βαμβακάρη, Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.

Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200. Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης με την πρώτη του σύζυγο Ελένη Μαυροειδή («Ζιγκοάλα»), χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του (Ρόκος), ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν κατοχυρωθεί στο όνομα φίλων του, όπως του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη (ή Φωτίδα), του Μ. Μάτσα και άλλων.