του Lee Fang για το The Intercept

Το προσχέδιο του διατάγματος, που διανεμήθηκε στο εσωτερικό της κυβέρνησης το απόγευμα της Παρασκευής και εξασφάλισε το The Intercept, διατάζει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να άρει προσωρινά τις προϋποθέσεις για τον κανονισμό περί αγοράς ορυκτών από εμπόλεμες ζώνες, μιας διάταξης του νόμου Dodd Frank, για δύο χρόνια- κάτι που ο νόμος ξεκάθαρα επιτρέπει στον πρόεδρο να κάνει για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το υπόμνημα διατάσσει επίσης το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Οικονομικών να βρουν ένα εναλλακτικό σχέδιο για την «αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και στις παρακείμενες χώρες».

Η ιδέα πίσω από τον κανονισμό, ο οποίος είχε διακομματική υποστήριξη, ήταν να προκαλέσει την αφαίμαξη των εσόδων των παραστρατιωτικών ομάδων αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να διεξάγουν αξιολογήσεις της αλυσίδας εφοδιασμού τους, για να διαπιστώσουν εάν οι εργολήπτες χρησιμοποιούσαν ορυκτά που προέρχονται από τις παραστρατιωτικές ομάδες.

Η επικείμενη απόφαση πάρθηκε ενώ ο Τραμπ συναντήθηκε την Τετάρτη με τον Μπράιαν Κρζάνιτς, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Intel, μία από τις κορυφαίες επιχειρήσεις που επηρεάζονται από τις διατάξεις για τα ορυκτά από εμπόλεμες ζώνες. Την Τετάρτη, ο Κρζάνιτς εμφανίστηκε στον Λευκό Οίκο μαζί με τον πρόεδρο για να ανακοινώσει ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής στην Αριζόνα.

Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- που είχαν πανηγυρίσει τον κανονισμό για τα ορυκτά από εμπόλεμες ζώνες ως ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος- συγκλονίστηκαν. «Κάθε δράση της εκτελεστικής εξουσίας που αναστέλλει τον κανονισμό για τα ορυκτά από εμπόλεμες ζώνες θα είναι ένα δώρο για τις ληστρικές ένοπλες ομάδες που επιθυμούν να επωφεληθούν από τα ορυκτά του Κονγκό, καθώς και ένα δώρο για τις εταιρείες που θέλουν να έχουν εμπορικές σχέσεις με εγκληματίες και διεφθαρμένους», είπε η Κάρλι Όμποθ, η πολιτική σύμβουλος της Global Witness, σε μια απάντηση στο άρθρο του Reuters που πρώτο ανέφερε την κίνηση αυτή.

«Ο ισχυρισμός της κυβέρνησης του Τραμπ ότι ο νόμος θα πρέπει να ανασταλεί μέσω μιας εξαίρεσης σχετικά με την εθνική ασφάλεια, η οποία προορίζεται για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, είναι κατάχρηση εξουσίας. Η αναστολή της διάταξης αυτής μπορεί πραγματικά  να υπονομεύσει την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ».

Προηγμένα μικροτσίπ υπολογιστών, συμπεριλαμβανομένης μιας τεχνολογίας που χρησιμοποιείται στα κινητά τηλέφωνα και σε ημιαγωγούς, περιέχουν μέταλλα που συχνά προέρχονται από χώρες που μαστίζονται από τον πόλεμο στην κεντρική Αφρική. Επιχειρήσεις όπως η Intel, η Apple, η HP και η IBM χρησιμοποιούν προηγμένα μικροτσίπ που περιέχουν ταντάλιο, χρυσό, κασσίτερο, και βολφράμιο- στοιχεία που μπορούν να εξορυχθούν σε χαμηλές τιμές στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου τα μεταλλωρυχεία ελέγχονται συχνά από παραστρατιωτικές ομάδες, εφοδιάζοντας έναν εμφύλιο πόλεμο δεκαετιών.

Αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Intel, άσκησαν ευθέως πίεση όταν προτάθηκε ο κανονισμός. Αλλά από τη στιγμή που πέρασε, οι τεχνολογικές επιχειρήσεις έχουν χρησιμοποιήσει σε μεγάλο βαθμό άλλες επιχειρηματικές ομάδες για να λειτουργήσουν ως εμπόδιο για τον κανονισμό. Εμπορικές ομάδες που εκπροσωπούν μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας των ΗΠΑ και άλλους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένου του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ και της Επιχειρηματικής Στρογγυλής Τραπέζης, προσπάθησαν να εμποδίσουν τον κανονισμό μέσω μιας ομοσπονδιακή δίκης. Το 2014, ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο ακύρωσε ένα μέρος του κανονισμού που ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να αποκαλύψουν στις εταιρικές ιστοσελίδες τους τα ορυκτά από εμπόλεμες ζώνες της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.

Η Intel είναι επίσης μία από τις επιχειρήσεις που διακήρυσσε την προσπάθειά της να συμμορφωθεί με τον νόμο, δημοσιεύοντας μια έκθεση που σημείωνε ότι η εταιρεία έχει πραγματοποιήσει 40 επί τόπου αξιολογήσεις των μεταλλουργείων στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Το Reuters ανέφερε επίσης ότι ο αναπληρωτής διευθυντής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Μάικλ Πίαγουορ, έχει λάβει μέτρα για να αποδυναμώσει την επιβολή του κανονισμού, ζητώντας από το προσωπικό να «επανεξετάσει το πώς θα πρέπει να συμμορφωθούν οι εταιρείες».