του Tony Karon για το Project Syndicate

Ο επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής του Τραμπ, Στίβεν Μπάνον, προκάλεσε έκπληξη πρόσφατα, όταν είπε στους New York Times ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αντιπροσωπεύουν «το κόμμα της αντιπολίτευσης».  Ο Μπάνον μπορεί να ήθελε να αποπροσανατολίσει τους συνομιλητές του, αλλά ακούσια τους υπενθύμισε τη θέση αντιπαράθεσης που πρέπει να κατέχουν. Σε μια υγιή δημοκρατία, ο Τύπος βοηθά τους πολίτες να καθιστούν την κυβέρνηση υπόλογη, ερευνώντας δυναμικά τις επίσημες πολιτικές και τη συμπεριφορά της.

Δυστυχώς, έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που η Αμερική είχε αυτό το είδος των μέσων ενημέρωσης. Αντ’ αυτού, ο Τύπος έχει επιτρέψει πολλές κυβερνήσεις να τον ταΐζουν με το κουτάλι έτοιμες πληροφορίες. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κατά προτεραιότητα πρόσβαση στους διαδρόμους της εξουσίας, ακόμα και όταν η πρόσβαση γίνεται μετά από συμφωνία για την αποφυγή δύσκολων ερωτήσεων ή για την αποδοχή υπεκφυγών.

Όταν η «δημοσιογραφία μέσω πρόσβασης» κάνει τους κύριους συντάκτες που παίρνουν τις αποφάσεις να ορίζονται από τις πολιτικές ελίτ, η εξήγηση του σκεπτικού της κυβέρνησης στο κοινό γίνεται πρωταρχικός σκοπός τους. Συνδυάστε αυτό με τις περικοπές στους προϋπολογισμούς των ειδησεογραφικών οργανισμών και η πολιτική κάλυψη γίνεται απλώς ένας φαύλος κύκλος με αποσπάσματα δηλώσεων από τους πολιτικούς και των υφιστάμενών τους, όπως με ένα αποκλειστικά αθλητικό κανάλι που καλύπτει μια ποδοσφαιρική σεζόν.

Ακόμη και τα πιο προσεκτικά μέσα ενημέρωσης, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν περιοριστεί στην κάλυψη μικρού εύρους θεμάτων που τείνουν να επιβεβαιώνουν αυτοεξυπηρετούμενες αφηγήσεις του πολιτικού κατεστημένου. Επειδή παρέθεταν μόνο απόψεις της ελίτ, τα μέλη των κυρίαρχων ΜΜΕ αρχικά αιφνιδιάστηκαν από το γεγονός ότι πολλοί αμερικανοί που είχαν ψηφίσει τον Μπαράκ Ομπάμα το 2008 και το 2012, είτε έμειναν στο σπίτι ή ψήφισαν τον Τραμπ το 2016.

Αλλά καμία συμφορά δεν αποτυπώνει καλύτερα τους κινδύνους ενός Τύπου που είναι υπόχρεος στην εξουσία από την εισβολή στο Ιράκ, ένα τεράστιο λάθος του οποίου οι φρικτές επιπτώσεις πλήττουν τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη μέχρι και σήμερα. Την περίοδο πριν την εισβολή, η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους φλέρταρε με επιμονή τους δημοσιογράφους στους κυρίαρχους φιλελεύθερους και συντηρητικούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς, οι οποίοι στη συνέχεια την βοήθησαν να κερδίσει τη δημόσια στήριξη, διαδίδοντας τα περί όπλων μαζικής καταστροφής (WMD) που αποδείχθηκαν ότι ήταν ψευδείς ισχυρισμοί.

Στις ΗΠΑ, η μόνος γνωστός δημοσιογραφικός οργανισμός που δημοσίευε με συνέπεια άρθρα που έδειχναν δυσπιστία σχετικά με την υπόθεση για πόλεμο ήταν o Knight Ridder Group (o οποίoς αγοράστηκε μετά από το McClatchy). Όπως εξήγησαν αργότερα οι δημοσιογράφοι Γουόρεν Στρόμπελ και Τζόναθαν Λάντεϊ, ένας δεύτερης κατηγορίας δημοσιογραφικός οργανισμός δεν είχε πρόσβαση υψηλού επιπέδου και έτσι έπρεπε να στηρίζεται σε πηγές από το εσωτερικό της κοινότητας των υπηρεσιών πληροφοριών, η οποία ευθέως επεσήμανε τις αδυναμίες στους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Μπους. Η δημοσιογραφική αλήθεια ευδοκιμεί όταν δεν χρειάζεται να καλλιεργείται πρόσβαση.

Η κυβέρνηση του Τραμπ κλείνει ήδη την πόρτα σε κάποιους βασικούς οργανισμούς μέσων ενημέρωσης, με το CNN το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι υπεύθυνοι Τύπου του Τραμπ μπορεί να ελπίζουν ότι μπορούν να απαιτήσουν τη συμμόρφωση ως προϋπόθεση για την ανανέωση της πρόσβασης, αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να απελευθερώσει αποκλεισμένους δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Έχοντας χάσει την άμεση πρόσβαση σε ανώτερους αξιωματούχους, μπορούν τώρα να επικεντρωθούν αποκλειστικά στο να καταστήσουν την κυβέρνηση υπόλογη.

Για να το επιτύχουν αυτό, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει να επανεξετάσουν τα συντακτικά μοντέλα που ακολουθούν εδώ και καιρό. Ο αρχισυντάκτης του Reuters, Στιβ Άντλερ κάλεσε πρόσφατα τους συναδέλφους του να καλύψουν τη διακυβέρνηση του Τραμπ όπως θα παρουσίαζαν μια αυταρχική κυβέρνηση στο εξωτερικό. «Σταματήστε την ελεημοσύνη και μην ανησυχείτε τόσο για την επίσημη πρόσβαση», έγραψε ο Άντλερ σε ένα γράμμα προς το προσωπικό του Reuters. «Έτσι και αλλιώς, ποτέ δεν ήταν και τόσο χρήσιμη. Η κάλυψή μας για το Ιράν είναι εξαιρετική και δεν έχουμε καμία ουσιαστική επίσημη πρόσβαση. Αυτό που έχουμε είναι πηγές».

Ο Τραμπ ελπίζει να ελέγξει τον δημόσιο διάλογο και δεν χρειάζεται να ανησυχεί ότι με την ψευδολογία του θα χάσει τους υποστηρικτές του, αφού αυτοί ήδη πιστεύουν ότι τα «φιλελεύθερα» Μέσα αντιπαθούν αυτούς και τον πρόεδρο που εξέλεξαν.

Αλλά, ενώ θα πρέπει να επαινέσουμε την εφημερίδα New York Times για τον χαρακτηρισμό των ολοφάνερα ψευδών δηλώσεων της κυβέρνησης ως ψέματα, θα πρέπει επίσης να επιστήσουμε την προσοχή στα σημαντικά μαθήματα που δεν πήραν από το αρχείο ειδήσεων των Times την περίοδο πριν τον πόλεμο στο Ιράκ.

Το να πιστέψουν την κυβέρνηση του Μπους σχετικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής, κάτι για το οποίο οι Times μετά ζήτησαν συγγνώμη, ήταν μόνο ένα μέρος του φιάσκου των ΜΜΕ. Δημοσιογραφικοί οργανισμοί όχι μόνο επέτρεψαν την κυβέρνηση να παρατάξει αμφισβητήσιμα στοιχεία για να δικαιολογήσει την εισβολή, αλλά επίσης επέτρεψαν τους αξιωματούχους να δώσουν αδικαιολόγητη σημασία σε αυτά τα γεγονότα, χωρίς να θέσουν ερωτήσεις.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι η Γερμανία και η Γαλλία συμφώνησαν με τους πραγματικούς ισχυρισμούς της κυβέρνησης του Μπους για τα ιρακινά όπλα, αλλά αντιτάχθηκαν σθεναρά στην εισβολή, γιατί πίστευαν ότι οι συνέπειες θα ενείχαν μεγαλύτερους κινδύνους από όσους θα μπορούσε να φέρει ο Σαντάμ Χουσεΐν. Έχουν πλέον δικαιωθεί. Ακόμα και αν οι δυνάμεις των ΗΠΑ είχαν βρει αποθέματα χημικών και βιολογικών όπλων στο Ιράκ, η ιστορία δεν θα έκρινε τον πόλεμο λιγότερο σκληρά.

Η παρατήρηση του Μπάνον περί «αντιπολίτευσης» θα πρέπει να λειτουργήσει ως μια υπενθύμιση της πρόσφατης ιστορίας. Για να υπερασπιστούν την αμερικανική δημοκρατία κατά της απειλής του αυταρχικού λαϊκισμού, τα μέσα ενημέρωσης δεν πρέπει να σταματήσουν στην αμφισβήτηση μόνο των «εναλλακτικών γεγονότων» του Τραμπ. Θα πρέπει να πουν μια διαφορετική ιστορία, στηριζόμενη σε παρατηρήσεις, έρευνες και κριτικές αξιολογήσεις των ισχυρισμών τόσο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών που βρίσκονται στην εξουσία.

Η πραγματική ιστορία, όπως έδειξε το 2016, βρίσκεται συνήθως στα μέρη που τα Μέσα δεν δίνουν καμία σημασία. Ο Άντλερ ζήτησε από το προσωπικό του να «βγείτε έξω στη χώρα και μάθετε περισσότερα για το πώς ζουν οι άνθρωποι, τι σκέφτονται, τι τους βοηθάει, τι τους πληγώνει και τι γνώμη έχουν αυτοί για την κυβέρνηση και τις δράσεις της, όχι εμείς». Οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να φοβούνται να είναι στην αντίθετη πλευρά της εξουσίας. Αντιθέτως, εκεί ακριβώς είναι που ανήκουν.