της Εύης Προύσαλη
 

Heiner Müller, Η Αποστολή. Ανάμνηση από μια Επανάσταση

Ο Γκαλουντέκ, ένας αγρότης από τη Βρετάνη, ο Σασπόρτας, ένας μαύρος από την Αϊτή και επικεφαλής ο διανοούμενος Ντεμπυσόν, γιος δουλοκτήτη -ο πατέρας του έχει σκλάβους στην ιδιοκτησία του. Η Αποστολή τους είναι η Επανάσταση. Μέχρι, όμως, να φτάσουν στο νησί, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση έχει ανατραπεί και ο Ναπολέων, παύει να υποστηρίζει τις λαϊκές εξεγέρσεις. Με ένα γράμμα, οι τρεις αγωνιστές καλούνται να εγκαταλείψουν την Αποστολή τους. 
 
Με διαφορετική καταγωγή και κοινωνική τάξη οι τρεις άντρες ενώνονται κάτω από το λάβαρο της Επανάστασης, αναζητώντας την Ελευθερία τους. Έννοια που νοηματοδοτείται διαφορετικά για τον καθένα τους, αντιστοίχως, μέσα από ιδεολογικά, κοινωνικά, οικονομικά, και φυλετικά κριτήρια. Η ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος είναι ο κοινός τους στόχος. «Η Ελευθερία κατοικεί πάνω στων σκλάβων την πλάτη, η ισότητα κάτω απ’ το τσεκούρι.» Ρίχνονται στη φωτιά της επανάστασης, εκκινώντας αφενός από διαφορετικές αφετηρίες -κοινωνικές και οικονομικές- και αφετέρου υπό διαφορετική κατάσταση συνειδητότητας, γεγονός που αιτιολογεί και τη διαφοροποίηση της αντίδρασής τους, όταν η Αποστολή τους ανακαλείται.
 
Και οι τρεις έχουν βιώσει το φαινόμενο Επανάσταση, στη Βαστίλη. Την απόλυτη κυριαρχία της Βίας, που εξορθολογίζεται μέσα από τα ρητορικά σχήματα περί «αναγκαιότητας» και περί πάταξης της τρομοκρατίας. «Η Επανάσταση δεν έχει καιρό να μετρήσει τους νεκρούς της», αναφωνεί ο διανοούμενος Ντεμπυσόν, που προσχώρησε στην επανάσταση για ιδεολογικούς λόγους. Φράσεις, όπως «η λαιμητόμος δεν είναι ψωμάδικο» και «(…) η Επανάσταση χρησιμοποιεί το κορμί της καινούργιας κοινωνίας για να ξεπλύνει τη μυρωδιά του αίματος,» ακούγονται από τα στόματα των Ροβεσπιέρο και Δαντόν αντιστοίχως, οι οποίοι προσπαθούν να αιτιολογήσουν τις πράξεις τους. Αυτό θα πει Ισότητα, να σφάζει ο ένας τον άλλον. Τα πτώματα της επανάστασης, όμως, δεν αποφέρουν την αναμενόμενη Ελευθερία και Αδελφότητα. Αντ’ αυτού, ο Ναπολέων «θα μετατρέψει την Ευρώπη σε σφαγείο» και η Ευρώπη θα ενωθεί και πάλι κάτω από τις «οικονομικές ανταλλαγές» της.

Μπροστά στην αποτυχία της επανάστασης, αλλά και τη ματαίωση της Αποστολής τους, οι τρεις αγωνιστές διαχωρίζουν τη στάση τους: ο Ντεμπυσόν αποσύρεται καθώς αποφαίνεται ότι «η Επανάσταση κουράζει» κι ο ίδιος «φοβάται την ομορφιά του κόσμου» που τον καλεί μέσα από τις στεγανά θεσμοθετημένες του αρχές: οικογένεια, έρωτας, ιδιοκτησία. Ο αγρότης Γκαλουντέκ ακολουθεί τον μαύρο Σασπόρτας, αφού έχουν κι οι δυο συνειδητοποιήσει ότι «πατρίδα των σκλάβων είναι η εξέγερση». Ο Σασπόρτας παραμένει στον αγώνα αποφασισμένος, «οπλισμένος με τις ταπεινώσεις της ζωής του». Γίνεται ο ίδιος οι καταπιεσμένες χώρες του πλανήτη: «η Αφρική, η Ασία, η Αμερική, είναι εγώ». Και η επανάστασή του συνεχίζεται, εσαεί.

Εμβόλιμο στο κείμενο, είναι ένα μικρό απόσπασμα που τιτλοφορείται «Ο άντρας στον ανελκυστήρα». Ένας υπάλληλος, ντυμένος με κοστούμι, βρίσκεται στον ανελκυστήρα που θα τον οδηγήσει στο γραφείο του προϊσταμένου του, ο οποίος πρόκειται να του να αναθέσει μία Εντολή. Καθώς ο ανελκυστήρας ανεβαίνει, παρακολουθούμε τις σκέψεις και τη συναισθηματική κατάσταση του υπαλλήλου. Η αγωνία του επικεντρώνεται στο ποια θα είναι η Αποστολή που θα του ανατεθεί. Κατακυριεύεται από το άγχος για την επικείμενη συνάντηση με το αφεντικό του. Ο χρόνος διαστέλλεται και συρρικνώνεται γι’ αυτόν, οι στιγμές και οι απορίες του σωρεύονται, ενώ οι εικόνες ενός χωριού στο Περού περνούν από τον νου του όπου μια ομάδα ανθρώπων κινείται απειλητικά προς το μέρος του. «Σε τι συνίσταται το έγκλημά μου; Πώς εκπληρώνει κανείς μια άγνωστη αποστολή;» αναρωτιέται. Η μόνη ελπίδα του είναι ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστεί ο «άλλος» εαυτός του, ο αντίποδάς του και τότε «ένας από μας θα επιζήσει».

 
Το κείμενο του Heiner Müller, ανήκει στη μεταδραματική δραματουργία. Απολαμβάνει την πλήρη ελευθερία της φόρμας και του ύφους: με χρονικά και χωρικά άλματα, με ασυνέχειες, μη-γραμμική ανέλιξη, ονειρικά στοιχεία, διαλόγους και μονολόγους σε εναλλασσόμενη διάταξη, αποφθεγματικό λόγο κ.ά. Η ισχύς και η δυναμική τού θεματικού του περιεχομένου διασφαλίζονται από την αμερόληπτη, στοχαστική και δι-ιστορική θεώρηση του φαινομένου της Επανάστασης αλλά και της οξυδερκούς ανατομίας της κατάστασης του σύγχρονου υποκειμένου. Η μετάφραση (Ελένη Βαροπούλου), στιβαρή και διαυγής, αποτυπώνει με ενάργεια τον αφοριστικό τόνο του κειμένου. Η παράσταση του Σάββα Στρούμπου (σκηνοθεσία) ενσωματώνει με λιτότητα και αποστάζει με διαύγεια τη Μυλλερική σκέψη και ευαισθησία, κατορθώνοντας, με τη φόρμα και την κινησιολογία που επιλέγει, να δημιουργήσει την αισθητική εμπειρία βιώματος των ζητημάτων που αντιμετωπίζει κάθε επανάσταση. Η χωροθέτηση (σκηνική εγκατάσταση | κοστούμια: Ηλίας Παπανικολάου) και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους ηθοποιούς -σκηνή με την οικογένεια του Ντεμπυσόν-, αναδεικνύουν τις εσώτερες σχέσεις των πραγμάτων και διατρανώνουν τα διακυβεύματα. 
 
Όλοι οι ηθοποιοί (Ελεάνα Γεωργούλη: Ντεμπυσόν, Δαυίδ Μαλτέζε: Αντουάν, Πρώτη Αγάπη, ΈβελυνΑσουάντ: Γυναίκα, Πρώτη Αγάπη, Προδοσία, Έλλη Ιγγλίζ: Γκαλουντέκ, Δημήτρης Παπαβασιλείου: Σασπόρτας) καταθέτουν με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, δεξιοτεχνία και ερμηνευτική πληρότητα τους ρόλους/καταστάσεις που υποδύονται. Στιγμή δημιουργικής ανάτασης, η σκηνή του ανελκυστήρα, όπου ο Δαυίδ Μαλτέζε, απογειώνεται σε ερμηνευτικές ατραπούς υψηλών αποδόσεων.

Η θεματική του κειμένου ανασύρει και ανατέμνει ερωτήματα, διλλήματα, σκέψεις και όρους, που ταλανίζουν στοχαστές, φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, ιστορικούς, ανέκαθεν. Πώς γίνεται αντιληπτή -δι-ιστορικά αλλά και στην ιστορικότητά της- η έννοια της Επανάστασης; Για ποιον σκοπό και απέναντι σε ποιο σύστημα επαναστατούν οι εξεγερμένοι; Η ιδεολογική ομοιογένεια στη σύνθεση του σώματος των επαναστατών είναι ή όχι ικανή και αναγκαία συνθήκη της Επανάστασης; Ή μήπως κάθε μεμονωμένος επαναστάτης/αγωνιστής χαρακτηρίζεται από τις δικές του ορίζουσες; Μπορεί η Επανάσταση να είναι αναίμακτη; Πόση βία αντέχει μια Επανάσταση; Τι συμβαίνει όταν η Επανάσταση αποτυγχάνει; Τι συμβαίνει όταν η Επανάσταση και η Εξέγερση οδηγούν σε ένα νέο Συστημικό καθεστώς; Θεωρείται η Επανάσταση αποτυχημένη ή απλώς ιστορικά και «νομοτελειακά δικαιωμένη»;

 
Ο Κ. Καστοριάδης , μελετώντας τις μεγάλες επαναστάσεις της ανθρωπότητας, επισημαίνει την παραπλανητική τους κατάληξη, καθότι δεν αποτελούν παρά μόνο μια ρήξη, μία τομή στο προηγούμενο καθεστώς, ανα-θεσμίζοντας απλώς το επόμενο καθεστώς με τροποποιημένες ορίζουσες, απολύτως διασυνδεδεμένες όμως με τις προϋπάρχουσες. Θεωρεί, δε, ότι τόσο το Κράτος όσο και η Ιστορία λειτουργούν ως Φαντασιακά σχήματα -με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου- ούτως ώστε εγκλωβίζουν το επαναστατημένο υποκείμενο στις αλυσίδες τους. Προτείνει έτσι ότι «επανάσταση δεν σημαίνει μόνο απόπειρα ρητής επαναθέσμισης της κοινωνίας. Αλλά επανάσταση είναι η επαναθέσμιση που γίνεται από τη συλλογική και αυτόνομη δραστηριότητα του λαού  ή ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας».
 
Πόσο, όμως, χειραφετημένη είναι η κάθε επανάσταση, ώστε να οδηγήσει σε μια «χειραφετημένη» κοινωνία, ανεξάρτητη από τους επικεφαλής της και τις επιδιώξεις τους; Στο κείμενο του Müller η Γαλλική Εθνοσυνέλευση αποφασίζει για μια εξέγερση στη Τζαμάικα, την οποία ο Ναπολέων αποσύρει, καθότι δεν συμβαδίζει με τη πολιτική του. Αλλά και ο διανοούμενος Ντεμπυσόν επιλέγει να «ζήσει» αντί να πολεμήσει. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη και οι μεμονωμένοι επαναστάστες/αγωνιστές είναι εγκλωβισμένοι στο φαντασιακό ενός ορθολογικού ελέγχου της ιστορίας και της κοινωνίας, θέτοντας τους εαυτούς τους ως υποκείμενά της, ώστε τείνουν να αντικαταστήσουν την «αυτοδραστηριότητα τής κοινωνίας», με τη δική τους. Μόνο, ο μαύρος Σασπόρτας του Müller, θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία των απανταχού επαναστατικών κινημάτων, σε μια διαρκή πορεία προς την εξέγερση, άνευ όρων, ορισμών και μέλλοντος (;). 
 
Ταυτοχρόνως, στις αρχές του 21ου αιώνα, το υποκείμενο φυλακισμένο στο ασανσέρ μιας πολυεθνικής ή του δημοσίου, μετεωρίζεται ά-χρονο και ά-τοπο ανάμεσα στην Εντολή του προϊστάμενου και σε μια Αποστολή «άνευ αντικειμένου», ανίκανο να κατανοήσει σε «τι έφταιξε». Ανίκανο να στοχαστεί πάνω στο γεγονός ότι το Σύστημα τον εξαναγκάζει η Αποστολή του να είναι η Εργασία του. Κι έτσι ευνουχίζεται ακόμα και η υποψία μιας διαφορετικής συμπεριφοράς και σκέψης. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν στο ασανσέρ, σ’ αυτόν τον κάθετο τάφο των ζωντανών νεκρών υπαλλήλων. Πρόκειται για τον ανθρωπολογικό τύπο, ο οποίος -στην πλειονότητά του- είναι φορέας της ιστορικότητάς του, αλλοτριωμένος και αφομοιωμένος απ’ αυτήν. Αυτό είναι το σύγχρονο υπο-κείμενο , για το οποίο αναρωτιέται ο Καστοριάδης -αλλά και ο Müller- αν θα μπορέσει να συναντήσει τον «αντίποδά» του, κι αν ο αντίποδάς του θα επιζήσει. Ο Καστοριάδης δίνει τη δική του απάντηση: «(…) η ανθρωπότητα είναι ικανή να ζήσει κάτω από μια άλλη κατάσταση, την κατάσταση της αυτοκυβέρνησης. Υπό τις συνθήκες της σύγχρονης εποχής, οι μορφές της αυτοκυβέρνησης μένουν ασφαλώς να βρεθούν, καλύτερα: να δημιουργηθούν» .
 
Ποια είναι, λοιπόν, εκείνη η Αποστολή, που θα κατορθώσει να αποτρέψει το Θέατρο της Επανάστασης να επαναληφθεί; Ίσως, εκείνη όπου, οι εντολείς και οι εκτελεστές, οι ηθοποιοί και οι θεατές, όπως λέει και ο Müller, « (…) δεν θα περιμένουν τη διαταγή κάποιου στρατηγού», αλλά διαμορφώνουν το κείμενο και την παράσταση την ίδια εν τω γεννάσθαι.
 
Info:
 
Θέατρο Άττις-Νέος Χώρος, Λεωνίδου 12, Μεταξουργείο, Αθήνα (πλησίον Μετρό Μεταξουργείο). Κάθε Παρασκευή, Σάββατο, στις 21.00 και Κυριακή στις 20.00. Μέχρι τις  26 Φεβρουαρίου 2017. Διάρκεια: 90’. Πληροφορίες: 210-3225207  
Εισιτήρια: 12ευρώ (κανονικό), 10ευρώ (φοιτητές, άνεργοι ΟΑΕΔ, ΑμΕΑ