του Φώτη Τερζάκη

ΑΝ ΕΙΔΑΜΕ ΗΔΗ ΤΟΝ «ΚΑΘΑΡΟ» φιλοσοφικό πυρήνα τής σκέψης τού Π. Κονδύλη, ό,τι τέλος πάντων μπορούμε ν’ αποκαλέσουμε έτσι, θα ήταν σκόπιμο τώρα να ρίξουμε μια ματιά στις συγκεκριμένες κοινωνικοϊστορικές του αναλύσεις, όπως κυρίως προκύπτουν από το έργο του Η Παρακμή τού Αστικού Πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία (Θεμέλιο: Αθήνα 1991). Το έργο αυτό έχει ως κίνητρο μια εξαιρετικά φιλόδοξη πρόθεση: ούτε λίγο ούτε πολύ, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τουλάχιστον τρεις αιώνες ανθρώπινου πολιτισμού, τους αιώνες ακριβώς που διανύουμε. Οι έννοιες του μοντέρνου και του μεταμοντέρνου, οι οποίες γνώρισαν τόσες και τέτοιες περιπέτειες στις θεωρητικές συζητήσεις των τελευταίων δεκαετιών, επιστρατεύονται προκειμένου να δώσουν τα ερμηνευτικά σχήματα-κλειδιά για τις φάσεις αυτού που ο συγγραφέας εννοεί ως παρακμή τού αστικού πολιτισμού. Θα μπορούσαμε ήδη να εγείρουμε μια ένσταση εδώ, δεδομένου ότι οι έννοιες αυτές, χρησιμοποιημένες από διάφορες πλευρές με ιδεολογικό τρόπο για τους σκοπούς διασταυρούμενων πολεμικών, είναι εξαιρετικά ασαφείς και αμφίσημες και έχουν επανειλημμένα επιστρατευθεί για να στεγάσουν κατά καιρούς αντιτιθέμενα επιχειρήματα.1 Εν πάση περιπτώσει δεν θα επιμείνω περισσότερο, γιατί με ενδιαφέρει προπαντός το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτής τής ανάλυσης.

Εκείνο για το οποίο θέλει να μιλήσει το βιβλίο είναι μια μετάβαση σε ολόκληρο το φάσμα τού κοινωνικού από μια ορισμένη ιστορική περίοδο, που είναι ο κλασικός, φιλελεύθερος αστικός πολιτισμός, σε μιαν άλλη, τη λεγόμενη μαζική δημοκρατία, η οποία συμπίπτει προφανώς με την άνοδο του καπιταλισμού και φτάνει μέχρι τον τύπο κοινωνίας που επικρατεί στις ημέρες μας τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Η θεωρητική στρατηγική τού συγγραφέα είναι απλή στη σύλληψή της και αυστηρή στην εφαρμογή της. Σε ένα επίπεδο, οι έννοιες του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού στην πλήρη τους σημασία αντιστοιχούν μία προς μία σε αυτές τις κοινωνιοπολιτισμικές περιόδους: μοντέρνα εποχή είναι ακριβώς η κλασική εποχή τού Διαφωτισμού και του αστικού φιλελευθερισμού, με τις συγκεκριμένες μορφές ζωής, τα αξιακά και κοσμοθεωρητικά μορφώματα και το είδος τού γούστου που καθόρισαν τον αστικό πολιτισμό τής Ευρώπης· μεταμοντέρνα εποχή, αντιστοίχως, ονομάζεται εκείνη η περίοδος που ακολουθεί τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις και τη βιομηχανική επανάσταση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόσβαση μεγάλων μαζών στο πολιτικό προσκήνιο, τη μαζική παραγωγή αγαθών, τη ρευστοποίηση των παραδοσιακών τρόπων ζωής και αξιών, την κατάλυση τού υψηλού γούστου, κοκ. Εν συνεχεία όμως, έχοντας επίγνωση της πολυσημίας των αφετηριακών του εννοιών, ο Π. Κονδύλης προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα με μια συμπληρωματική διευκρίνιση. Ειδικά στο λογοτεχνικό/αισθητικό πεδίο, λέει, μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός έχουν κάπως διαφορετική έννοια: ο αποκαλούμενος λογοτεχνικός μοντερνισμός δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαδικασία προσαρμογής τού εποικοδομήματος (για να το πούμε έτσι) στην κοινωνιοπολιτισμική μετάβαση από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή. Παρά το όνομά του δηλαδή, ο λογοτεχνικός (και γενικότερα αισθητικός) μοντερνισμός τού δέκατου ένατου και των αρχών τού εικοστού αιώνα εγγράφεται μάλλον στην περίοδο που ο συγγραφέας αποκαλεί μεταμοντέρνα παρά στη μοντέρνα, με την πρώτη σημασία τού όρου. Αντίστοιχα, ο λογοτεχνικός/αισθητικός μεταμοντερνισμός αντιστοιχεί στις διαμορφώσεις του εποικοδομήματος την περίοδο της ολοκλήρωσης και τής εξάπλωσης του μεταμοντέρνου μοντέλου πολιτισμού. Με τα ίδια του τα λόγια:
 

Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να διακρίνουμε ξεκάθαρα τη μοντέρνα εποχή (ως εποχή τού Διαφωτισμού) από τον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό μοντερνισμό καθώς και τις δύο αντίστοιχες σημασίες του μεταμοντέρνου μεταξύ τους. Αν όμως θέσουμε στο επίκεντρο της προσοχής μας την τομή ανάμεσα στις δύο εποχές και θελήσουμε να τη χρονολογήσουμε διαφορετικά απ’ ό,τι  γίνεται συνήθως σήμερα, τότε εμφανίζεται το παράδοξο ότι η μεταμοντέρνα εποχή ως εποχή που ακολουθεί τη μοντέρνα εποχή (ως εποχή τού Διαφωτισμού) περιλαμβάνει κι  εκείνο το οποίο ονομάστηκε μοντερνισμός με τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική έννοια. Με άλλα λόγια: η μεταμοντέρνα εποχή αρχίζει ταυτόχρονα με τον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό μοντερνισμό και όχι με τον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό μεταμοντερνισμό, όπως νομίζεται σήμερα (σελ. 62).

 
Πιστεύοντας πως έχει υποτάξει με αυτή του την ερμηνεία την πολλαπλή αμφισημία των όρων του, ο Π. Κονδύλης προχωρεί στο κύριο θεμελιωτικό εγχείρημα αυτής τής πρότασης. Αν έχουμε μπροστά μας σύμφωνα με τον τρόπο που τις ορίσαμε δύο σαφώς διακριτές κοινωνιοπολιτισμικές περιόδους, δύο μοντέλα πολιτισμού, προκειμένου να προσδιοριστούν αυτά με ακρίβεια θα πρέπει να συγκροτήσουμε δύο αντίστοιχα θεωρητικά μοντέλα, δύο ιδεατούς τύπους, από τα οποία θα απέρρεαν, ή στα οποία θα συνέκλιναν, όλες οι επιμέρους λειτουργίες ή εκφράσεις κάθε τέτοιας κοινωνιοπολιτισμικής περιόδου – περιλαμβανομένων των τρόπων παραγωγής και της ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων, της μορφής των πολιτικών θεσμών, των πεποιθήσεων και των αξιών, των αισθητικών αντιλήψεων κοκ. Δύο τέτοια μοντέλα συγκροτεί λοιπόν ο Π. Κονδύλης, αντίστοιχα προς τον μοντέρνο (ή αστικό) πολιτισμό και τη μεταμοντέρνα (ή μαζική) δημοκρατία, τα οποία κρυσταλλώνονται σε δύο θεμελιώδη σχήματα σκέψης: τα σχήματα αυτά ο συγγραφέας ονομάζει συνθετικό-εναρμονιστικό, στην πρώτη περίπτωση, και αναλυτικό-συνδυαστικό στη δεύτερη. Ας δώσουμε και πάλι τον λόγο στον ίδιον προκειμένου να δούμε πώς ορίζει αυτά τα σχήματα:
 

Προγραμματικό μέλημα της αστικής σκέψης ήταν να συγκροτήσει την κοσμοεικόνα της από μια ποικιλία διαφορετικών πραγμάτων και δυνάμεων, που αν ιδωθούν μεμονωμένα (μπορούν να) βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, στο σύνολό τους όμως αποτελούν ένα αρμονικό και νομοτελές Όλο, στους κόλπους τού οποίου οι τριβές και οι συγκρούσεις αίρονται κατά τις επιταγές υπέρτερων έλλογων σκοπών. Το  μέρος υπάρχει εντός τού Όλου και εκπληρώνει τον προορισμό του συμβάλλοντας στην αρμονική τελειότητα του Όλου, όμως όχι αρνούμενο, αλλά εκδιπλώνοντας τη δική του ατομικότητα. Από την άποψη αυτήν τα πράγματα θεωρούνται με βάση τη λειτουργία τους, όμως και η ουσία τους δεν χάνεται, μολονότι δεν μπορεί να γνωσθεί (εντελώς)· ακριβώς η πεποίθηση ότι τα πράγματα έχουν ουσία, επιτρέπει άλλωστε την αντικειμενική τους αποτίμηση και την ορθή τους ένταξη σε τούτη ή εκείνη τη βαθμίδα τού αρμονικού Όλου. Πολύ διαφορετικά είναι τα πράγματα στο αναλυτικό συνδυαστικό σχήμα σκέψης […] Εδώ δεν υπάρχουν ουσίες ούτε πάγια πράγματα, παρά μονάχα έσχατα συστατικά στοιχεία […] σημεία ή άτομα των οποίων η υφή και η ύπαρξη συνίσταται απλώς στη λειτουργία τους, δηλαδή στην ικανότητά τους να σχηματίζουν διαρκώς νέους συνδυασμούς μαζί με άλλα σημεία ή άτομα. Εδώ λοιπόν δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αρμονία εδραζόμενη σε λίγο-πολύ σταθερές σχέσεις   ανάμεσα στα μέρη και στο Όλο· υπάρχουν μόνο συνδυασμοί, οι οποίοι συνεχώς αντικαθίστανται από νέους και κατ’ αρχήν ισότιμους. Τα πάντα μπορούν κι επιτρέπεται να συνδυαστούν με τα πάντα, γιατί τα πάντα βρίσκονται πάνω στο ίδιο επίπεδο και δεν υπάρχουν οντολογικές προϋποθέσεις που θα εξασφάλιζαν το προβάδισμα ορισμένων συνδυασμών απέναντι σε άλλους (σελ. 63-64).

 
Από τη στιγμή που το σημείο αυτό ορίστηκε με σαφήνεια και αποφασιστικότητα, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει, ολόκληρο το υπόλοιπο βιβλίο, σχεδόν τριακόσιες σελίδες που ακολουθούν και δύο τουλάχιστον αιώνες ανθρώπινης ιστορίας, θα εξαχθούν αστραπιαία από εδώ σαν περιστέρι από το καπέλο τού ταχυδακτυλουργού, μπροστά στα μάτια τού έκπληκτου κοινού που επευφημεί και χειροκροτάει. Αν η σκέψη τού Π. Κονδύλη χαρακτηρίζεται από μια εκπληκτική συστηματικότητα και σαφήνεια, αυτή ακριβώς η σαφήνεια γίνεται και το πιο παραπλανητικό συστατικό της, αφού μέσα στο σιδερένιο της κλουβί συμπιέζεται να χωρέσει μια απίθανη ετερογένεια περιεχομένων, κάτω από την οιονεί αστυνομική της νομοθετικότητα πολτοποιείται ανελέητα κάθε απείθαρχο υλικό. Πρόκειται για ένα σημείο που είχε ήδη επισημάνει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: αυτό που θα λέγαμε κακό εγελιανισμό, ή, για να το πούμε ακόμη πιο απερίφραστα, μια γραφειοκρατική χρήση τής σκέψης. Πρέπει ωστόσο να ξεκαθαριστεί αυτό το σημείο. Βεβαίως και δεν υπάρχει τίποτε κακό στο να υποβάλει κάποιος σε δομική ανάλυση μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο παίρνοντας ως βάση τις επικρατούσες κοινωνικές σχέσεις και συνδέοντας με αυτές όλες τις όψεις τού πολιτισμού· ούτε θα ήταν μεθοδολογικά άτοπο να κατασκευάζουμε μοντέλα με τα οποία να εργαζόμαστε ερμηνευτικά πάνω στην ανθρώπινη ιστορία και την κοινωνία. Αυτό ακριβώς κάνει μια διαλεκτικά ιστορική μέθοδος ή μια γενετική-δομική μέθοδος, και αυτή είναι πιθανότατα η επιστημονική προσέγγιση η οποία εγγυάται τα λιγότερα τουλάχιστον χονδροειδή σφάλματα. Το αληθινό πρόβλημα έγκειται αλλού, και έχει δύο όψεις.

Εν πρώτοις, η επιτυχία μιας τέτοιας προσέγγισης δεν εξασφαλίζεται από καμία υποτιθέμενη a priori εγκυρότητα της μεθόδου, αυτής είτε οιασδήποτε άλλης, αλλά μάλλον από μια προ-επιστημονική εγγύτητα με το αντικείμενο. Αν υπάρχει κάτι που θα προφυλάξει τον θεωρητικό από ενδεχόμενη ερμηνευτική αποτυχία είναι αποκλειστικά και μόνον ο έρωτας προς το αντικείμενό του, η βιωμένη συνάφεια με τους τροπισμούς και τις εκδηλώσεις του, η συνδιαλλαγή με τη μη αναγώγιμη υλικότητά του. Αυτή η εγγύτητα προς το αντικείμενο είναι στο μεγαλύτερο μέρος τής μελέτης καταφανώς απούσα από τον Π. Κονδύλη – και αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο στο μέρος που αφορά τα σύνθετα φαινόμενα τα οποία προσπαθεί να χωρέσει στην έννοια της μεταμοντέρνας εποχής ή της μαζικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, η τεχνολογική πρόοδος και η αναζήτηση του αρχέγονου, του ονειρικού ή του πρωτόγονου, ο λογικός θετικισμός και οι υπαρξιακές φιλοσοφίες, ο εξπρεσιονισμός, ο σουρεαλισμός και η αφαίρεση, ο ποιητικός συμβολισμός και το σύγχρονο μυθιστόρημα, η τζαζ, η ποπ-αρτ και ο κινηματογράφος, τα ΜΜΕ και το κίνημα αμφισβήτησης, η σεξουαλική επανάσταση, τα ναρκωτικά, τα φεμινιστικά και ομοφυλόφιλα κινήματα, η πολιτισμική επανάσταση της δεκαετίας τού ’60 και η πολιτική οικολογία, όλ’ αυτά παρουσιάζονται με μια δεινότητα αληθινά ταχυδακτυλουργική ως περίπου καθρέφτες το ένα τού άλλου, αναλύονται με τρόπο ώστε να αποκαλύπτουν διαρκώς και ακούραστα το αναλυτικό-συνδυαστικό μοντέλο, το οποίο παραμονεύει κάθε φορά στο τέλος τής διαδρομής γελώντας σαρδώνεια με τον αφελή ερευνητή που ψάχνει να βρει κάποιο άλλου είδους νόημα μέσα σε αυτά τα συγκοινωνούντα δοχεία. Όποιος παρ’ όλ’ αυτά έχει γνωρίσει από κοντά, όποιος έχει ονειρευτεί και ποθήσει μέσ’ από την ποίηση του Συμβολισμού και τις διαδρομές τής Μαύρης μουσικής, όποιος έχει σκύψει ατελείωτες ώρες με ευαισθησία πάνω απ’ ορισμένους στοχαστές αυτού τού αιώνα και όποιος έχει ζήσει έστω για μία στιγμή τους κοινοβιακούς πειραματισμούς είτε τον απελπισμένο ανταρτοπόλεμο των δρόμων, δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει ειρωνικά διαβάζοντας τις αντίστοιχες αναλύσεις τού Π. Κονδύλη, βλέποντας και πιστοποιώντας κατ’ επανάληψη σε ποιο βαθμό απ’ ό,τι λέγεται εδώ απουσιάζει δραματικά ό,τι είναι όντως σημαντικό μέσα στα συγκεκριμένα πράγματα.

Η δεύτερη όψη τού προβλήματος είναι πιθανόν ακόμη πιο σημαντική. Η διαλεκτική ευαισθησία, στον θεωρητικό στοχασμό όπως και αλλού, έγκειται ακριβώς στην ικανότητα να κατανοεί κάποιος, και να φέρνει στο φως, τις εντάσεις που ασταμάτητα γεννιούνται ανάμεσα στο υπάρχον ως τέτοιο και στις δυνατότητες που κάθε στιγμή το διασχίζουν, μετατρέποντας τις σημασίες του προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις ή γεννώντας προεικάσματα άλλων εκδοχών πραγματικότητας – την ικανότητα δηλαδή να διαβλέπει και να εκτιμά τις αδιάκοπες εντάσεις και αμοιβαίες διεισδύσεις μεταξύ τού πραγματικού και του δυνατού. Αν κάποιος χάσει, έστω και για μία στιγμή, αυτή την αστραπή τής δυνατότητας που συνταράζει από τα μέσα τον κόσμο των μορφών και των θεσμισμένων πραγματικοτήτων, χάνει αυτομάτως το λεπτότερο και πολυτιμότερο προνόμιο του στοχασμού – και αυτή ακριβώς η ποιότητα είναι που λείπει από τη σκέψη τού Π. Κονδύλη. Ό,τι γι’ αυτόν αξίζει να υπολογιστεί –και ό,τι όντως υπολογίζεται στην πραγμάτευσή του– είναι μόνον ό,τι επικράτησε, ό,τι ακόμη επικρατεί, με την πιο άτεγκτη έννοια του όρου. Το οτιδήποτε κρίνεται με μέτρο εκείνο στο οποίο εντέλει, θελημένα ή αθέλητα, προσωρινά είτε δια παντός, φαίνεται εμπράκτως να καταλήγει: το «νόημα» μιας επανάστασης θα είναι πάντα η νέα εξουσία που αναδύθηκε από αυτήν, ένα, δύο, πέντε ή δέκα χρόνια μετά· ποτέ η ελπίδα ενός καινούργιου κόσμου, ποτέ η παραφορά και η έκσταση που σωριάζει σε ερείπια το υπάρχον, ποτέ η στιγμή τής αλληλεγγύης μπροστά στον θάνατο, η τρικυμία στις φλέβες και η φλόγα στα μάτια. Η έσχατη θεωρητική δικαίωση του υπάρχοντος είναι ακριβώς η αναγνώριση πως οτιδήποτε νέο γέννησε η ιστορική στιγμή είχε ως απώτατο και κρυφό του σκοπό αυτό το συγκεκριμένο υπάρχον· και αυτή η έμμεση, θλιβερή απολογητική είναι ακριβώς η πιο σκοτεινή πλευρά ενός θεωρητικού που με μακιαβελικό κυνισμό δηλώνει (εν προκειμένω για την πολιτισμική επανάσταση της δεκαετίας τού ’60):
 

 Τούτη η αφομοιωτική ικανότητα του συστήματος δείχνει […] ότι η πολιτισμική επανάσταση στο σύνολό της προκάλεσε απλώς μια ήδη ωριμασμένη αλλαγή στο εποικοδόμημα, δηλαδή παραμέρισε απλώς ό,τι το «σύστημα» δεν χρειαζόταν πια, και μάλιστα έπρεπε να αποβάλει.  Η ριζοσπαστικότητα των συνθημάτων της μπορεί βέβαια να γεννήσει οπτικές απάτες, αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για την αντικειμενική λειτουργία τού κινήματος. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά στην ιστορία που επιστρατεύθηκε περισσότερη ενεργητικότητα, ρητορική και ψευδαίσθηση απ’ όσο χρειαζόταν απαραίτητα για την επίτευξη του δεδομένου αποτελέσματος (σελ. 277).

 
Και αυτή η οπτική απάτη λοιπόν, αυτό το φάντασμα, που δεν πραγματώθηκε ούτε έγινε θεσμός αλλά κατέφυγε και πάλι μέσα στην ελπίδα και μέσα στα ανθρώπινα όνειρα, αυτό λοιπόν δεν υπήρξε; Δεν πέρασε ποτέ από εδώ, δεν είδαμε άραγε εκείνο που είμαστε βέβαιοι πως είδαμε, δεν άφησε πίσω του απηχήσεις που κάνουν αυτή την πραγματικότητα να σφαδάζει ακόμη απέναντι στο ίδιο της το μέλλον;

Εδώ που ο θεωρητικός νίπτει τας χείρας του, εδώ που αποκηρύσσει εκείνο χάρη στο οποίο μπορεί και ο ίδιος αυτή τη στιγμή να στοχάζεται, εδώ, πίσω από τον προσγειωμένο ρεαλισμό αποκαλύπτεται εκείνη η σκοτεινή, σαδομαζοχιστική παρόρμηση της υποταγής, της ταύτισης με την ισχύ που χαρακτηρίζει τους απολογητές κάθε αυταρχικής τάξης πραγμάτων. Και σε αυτήν πρέπει οπωσδήποτε να λογαριάσουμε και ορισμένες βασικές όψεις τού κλασικού αστικού πολιτισμού, ο τρόπος πραγμάτευσης των οποίων από τον Π. Κονδύλη υποβάλλει μια ορισμένη αξιακή προτίμηση, σαφώς εξιδανικευτική, που διαπνέει υπόρρητα το έργο. Παρότι ο συγγραφέας μας πασχίζει με όλες του τις δυνάμεις να επιδείξει αξιολογική ουδετερότητα, δεν μπορεί να κρύψει τουλάχιστον τη σημασία τού ότι ο τίτλος του δεν είναι: η Γέννηση της Μαζικής Δημοκρατίας, αλλά: η Παρακμή τού Αστικού Πολιτισμού. Στην πραγματικότητα, πολύ περισσότερες μαρτυρίες δείχνουν ότι η προσωπική του εκτίμηση για τα πράγματα διόλου δεν διαφέρει από εκείνη ορισμένων αστών θεωρητικών τής κλασικής περιόδου. Το μοντέλο για την κοινωνία που έχει στον νου του δεν είναι στην πραγματικότητα άλλο από εκείνο του γερο-Χομπς, η αντίληψή του για τον ίδιο τον Λόγο δεν είναι άλλη από αυτήν του εργαλείου –deliberation– στην υπηρεσία τού ανταγωνισμού για την επιβίωση που ανήκει –φευ!– στην ίδια την «αιώνια φύση» τού ανθρώπου… Αλλά κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο «μοντέρνος» (με την έννοια του αστού-διαφωτιστή) Κονδύλης βρίσκεται ήδη στη «μεταμοντέρνα» πλευρά, της οποίας ο κυνισμός, η αποδοχή τού οτιδήποτε, χωρίς συναισθηματικές προσκολλήσεις και αξιακές εμμονές, μια αντίληψη της κοινωνίας ως γενικής αγωνιστικής των λόγων, αποτελεί ήδη μια ευδιάκριτη γραμμή στην καρδιά της αστικής σκέψης, ήδη από τα χρόνια τής αρχαίας Σοφιστικής.   

Έτσι καταρρέει και η έσχατη διάκριση πάνω στην οποία ο Π. Κονδύλης επιχειρεί να στηρίξει το μεγαλεπίβολο οικοδόμημά του: η διάκριση μεταξύ μοντέρνου-μεταμοντέρνου ως διάκριση μεταξύ του αστικού και του μετα-αστικού πολιτισμού. Διότι πέρ’ από τις δύο παραπάνω βασικές μου ενστάσεις στον τρόπο ερμηνείας, θεωρώ διαβλητό στα θεμέλιά του το σχήμα που χρησιμεύει ως λογικός σκελετός τής ανάλυσής του. Το συνθετικό-εναρμονιστικό και το αναλυτικό-συνδυαστικό μοντέλο δεν βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση διαδοχής αλλά συνυπάρχουν εμφανώς σε μεταβαλλόμενες ισορροπίες σε όλες τις περιόδους τής αστικής κοινωνίας – και μάλιστα όχι μόνο της σύγχρονης αλλά και της αρχαίας… Η διαμάχη τού Πλάτωνα με τη Σοφιστική τον τέταρτο αιώνα π.Χ., η διαμάχη του ρεαλισμού με τον νομιναλισμό στην αυγή των Νέων Χρόνων, η διαμάχη του μεταφυσικού ορθολογισμού με τον εμπειρισμό στις απαρχές τού Διαφωτισμού, η συνεχιζόμενη κάτω από διάφορες μορφές διαμάχη της απολυταρχίας με τον φιλελευθερισμό, ή της κοινωνίας των πολιτών με το κράτος, είναι μερικές μόνο από τις εμφανέστερες μεταμορφώσεις αυτού τού διπολικού σχήματος που η ταλάντευσή του σαν μια πελώρια ζυγαριά ορίζει τη ζωή και τη μοίρα των αστικών κοινωνιών μέχρι σήμερα. Δομή του είναι σε κάθε περίπτωση η μηχανική ολότητα. Τα δύο μοντέλα σκέψης, λοιπόν, δεν είναι στην πραγματικότητα δύο αλλά ένα: είτε από την πλευρά τής σύνθεσης το δούμε είτε από την πλευρά τής ανάλυσης, είτε δηλαδή από την πλευρά τού κανονιστικού όλου είτε από αυτή των ανταγωνιζόμενων μονάδων, πρόκειται πάντα γι’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε μοναδολογικό πρότυπο συγκρότησης της κοινωνικής ζωής και της σκέψης μέσα στον αστικό τύπο κοινωνιών, αδιάψευστη μαρτυρία τού αντινομικού τρόπου σύστασής τους. Αν ζητάμε ένα πράγματι άλλο μοντέλο σκέψης απέναντι του, θα πρέπει να αναζητήσουμε τη δομή του μάλλον στον ολιστικό τρόπο σύστασης των προ-αστικών κοινωνιών – και από εκεί, μετουσιωμένο με όρους σκέψης, στις μεγάλες κοινωνικές ουτοπίες που από την εποχή τού Ρομαντισμού και ύστερα συνταράζουν επίμονα τις κοινωνίες μας ζητώντας την αλλαγή τους, στο όραμα του κομμουνισμού που παραμένει το ανεκπλήρωτο αίτημα στην καρδιά τής πραγματικότητας, όσα δεν μπόρεσαν να βρουν χώρο στο θεωρητικό οικοδόμημα του Παναγιώτη Κονδύλη. Μοιραία όμως θα συνεχίσουν τη μυστική τους πορεία προς το μέλλον, απ’ οσοδήποτε δαιδαλώδεις ή εφιαλτικές παρακαμπτηρίους κι αν μας επιφυλάσσουν οι κλυδωνισμοί τού παρόντος, ακόμη και όταν θα έχει φυτρώσει χλόη στις γκρεμισμένες κολώνες του, σφυρίζοντας σαν πνοή τού αέρα ανάμεσά τους.    
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για μία, παράλληλη χρονικά με αυτήν του Κονδύλη, ερμηνεία τής δέσμης των φαινομένων που κρύβονται πίσω από τον παραπλανητικό όρο τού «μεταμοντέρνου», κι επίσης μια διιστάμενη αποτίμηση των διακυβευμάτων και της ιστορικής σημασίας τής δεκαετίας τού ’60, βλ. το βιβλίο μου Οι Αντίποδες του ’60: πίσω από τη διφορούμενη έννοια του μεταμοντερνισμού και μέσ’ από τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (Πρίσμα: Αθήνα 1992).