στὸν Μιχάλη Γκ.
 

του Κωνσταντίνου Πουλή

«Ἡ ἀπόσταση εἶναι μέγεθος ψυχολογικό». Αὐτὴ τὴν ἀπάντηση ἔδινε ὅποτε τὸν ρωτοῦσαν γιὰ ποιόν λόγο παρκάρει πάντα τόσο μακριὰ ἀπὸ τὸν προορισμό του. Τὸν θεωροῦσαν κάπως ἰδιόρρυθμο, ἀλλὰ κατὰ βάθος δὲν εἶχαν τὴν παραμικρὴ ἰδέα γιὰ τὸ πόσο ἰδιόρρυθμος ἦταν. Ἦταν λίγο σὰν νὰ ἔχεις γείτονα μανιακὸ δολοφόνο-ἀπαγωγέα καὶ νὰ τοῦ κάνεις παρατήρηση ὅτι βάζει δυνατὰ τὴ μουσική. Εἶχε στήσει λοιπὸν ἕνα ἀδιαπέραστο ψυχικὸ καὶ ἐπιχειρηματολογικὸ παραπέτασμα γύρω ἀπὸ τὸ πάρκινγκ: Τὸ πρόβλημά του ἦταν ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ προσπεράσει ἄδεια θέση. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀνασφάλειά του, ὁ φόβος ὅτι δὲν θὰ βρεῖ θέση ποτέ, ὥστε μὲ τὸ ποὺ ἔβρισκε μία ἔσπευδε νὰ χώσει ἀμέσως τὸ ἁμάξι του. Καὶ δὲν ἦταν μεγάλο: ἕνα Fiat Uno. Ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι του, στὸ Παγκράτι, ἔβρισκε μιὰ θέση τρία τετράγωνα πιὸ κάτω καὶ ἀμέσως πάρκαρε. Σοῦ λέει «Ποιός ξέρει τώρα πότε θὰ ξαναβρεθεῖ θέση. Ἅγιο εἶχα!» Καὶ μετὰ ἔπαιρνε λεωφορεῖο. Δὲν ἔλεγε λέξη γι’ αὐτή του τὴ συνήθεια καὶ πολλοὶ νόμιζαν ὅτι δὲν εἶχε αὐτοκίνητο. Πάσχιζε γιὰ νὰ καταφέρει ἕνα μικρὸ βῆμα: νὰ μὴν παρκάρει ἂν δὲν ἔφτανε τουλάχιστον στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ προορισμοῦ του. Μέχρι τότε ἀπέφευγε καὶ νὰ κοιτάξει στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, γιὰ νὰ μὴ μπαίνει σὲ πειρασμό.

Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι ἀπὸ ψυχολογικῆς ἀπόψεως εἶχε νὰ κάνει μὲ μιὰ ἀλληγορία γιὰ τὸ «σύνδρομο τῆς τελευταίας εὐκαιρίας». Αὐτὸν ποὺ ζεῖ σὲ ἕνα διαρκὲς «ἢ τώρα ἢ ποτέ!» Ὅμως αὐτὸ τὸ ἔκανε μόνο μὲ τὸ αὐτοκίνητο. Δὲν εἶχε κάνει, ἂς ποῦμε, τὸ ἴδιο μὲ τὸν γάμο, ὅπου θὰ ἦταν ἀπολύτως συνεπὲς ἂν εἶχε παντρευτεῖ τὴν πρώτη του κοπέλα. Ὄχι, ἐκεῖ ἐπεδείκνυε μιὰ ἀναβλητικότητα ποὺ ὡς ὁδηγὸ θὰ τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὰ ροῦχα του. Δεύτερη, τρίτη κοπέλα, λὲς καὶ εἴμαστε ἀθάνατοι, λὲς καὶ ἡ ζωὴ θὰ ἐξακολουθήσει νὰ μᾶς παρέχει εὐκαιρίες, μέχρι νὰ πάρει χαμπάρι ὁ κάθε βραδύβλακας ὅτι ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά. «Αὐτὴ ἡ θέση εἶναι ἡ τελευταία», σκεφτόταν γιὰ τὸ παρκάρισμα, «ἢ τώρα ἢ ποτέ», θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτόταν καὶ γιὰ τὸν γάμο. Τώρα δὲν εἶχε κοπέλα, λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του ὅτι φταίει ποὺ δὲν παντρεύτηκε τὴν πρώτη. Εὐτυχῶς δὲν τοῦ εἶχε περάσει ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλὸ νὰ κάνει αὐτὴ τὴ σύνδεση μεταξὺ πάρκινγκ καὶ γάμου.

Μονάχη ἔγνοια του ἦταν τὸ πάρκινγκ στὶς δύο πλευρὲς τῆς Ὁμήρου. (Ἐκεῖ ἦταν τὸ γραφεῖο ποὺ δούλευε) Πῶς ξεκίνησε αὐτό; Κάποιος τοῦ εἶχε πεῖ μιὰ ἱστορία ποὺ τὸν εἶχε ταράξει πάρα πολύ. Ἕνας ὁδηγὸς στὸ Μιλάνο, λέει, ἔψαχνε γιὰ πάρκινγκ δεκατρεῖς ὧρες συνέχεια. Ἔβαλε βενζίνη, πῆρε κάτι νὰ τσιμπήσει καὶ συνέχισε. Τὸ βράδυ θὰ ἔτρωγε μὲ μία φίλη. Ἦταν ἀδύνατο νὰ βρεῖ θέση. Ἄφησε τὸ αὐτοκίνητο μὲ ἀλάρμ, τῆς ἐξήγησε ἀπὸ κοντὰ τί συμβαίνει καὶ βγῆκε ἔξω καὶ συνέχισε. Στὴν ἀρχὴ νόμιζε ὅτι αὐτὸ θὰ περάσει γρήγορα, ὅπως κάποιος ποὺ μπαίνει στὸ νοσοκομεῖο γιὰ ἕνα πονάκι στὴν κοιλιὰ καὶ δὲν ξαναβγαίνει ποτέ. Τὴ 13η ὥρα, λένε, βρέθηκε μία θέση, ἀλλὰ ἦταν καὶ κάποιος ἄλλος ποὺ ἔψαχνε, ἀκριβῶς μπροστά του! Θόλωσε. Ἄφησε λίγο χῶρο γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πάρει φόρα καὶ πάτησε τέρμα τὸ γκάζι. Σφήνωσε τὸ ἁμάξι του στὸν κῶλο τοῦ μπροστινοῦ αὐτοκινήτου, βγῆκε ἔξω οὐρλιάζοντας, τσακώθηκε, χτυπήθηκε καὶ δὲν ὁδήγησε ποτὲ ξανά.  Αὐτὴ τὴν ἱστορία ὁ ἥρωάς μας δὲν τὴν εἶπε ποτὲ σὲ κανέναν, δὲν εἶχε προσπαθήσει κὰν νὰ ἐλέγξει τὴ γνησιότητά της, παρότι ἀκούγεται κάπως τραβηγμένη γιὰ νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀληθινή.  Μάλιστα, τὸ χειρότερο ἦταν πὼς λέγεται ὅτι ὁ μιλανέζος ὁδηγὸς εἶχε προσπεράσει μιὰ θέση τὴ δεύτερη ὥρα, διότι νόμιζε ὅτι ἦταν κοντὰ σὲ στροφὴ καὶ μπορεῖ νὰ τὸν γρατζουνίσουν καθὼς θὰ στρίβουν. Οὔτε παράνομη ἦταν, οὔτε πρόλαβε κανεὶς ἄλλος, ἁπλῶς τοῦ φάνηκε στενή. Τὴν προσπέρασε λοιπὸν καὶ προσπέρασε τὴν τελευταία θέση πάρκινγκ τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ δὲν ξαναοδήγησε ποτέ. Τὴν προσπέρασε ὅμως ὅλο ἀλαζονεία καὶ αἰσιοδοξία. Ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μετά, «ἂν εἶχα παρκάρει ἐκεῖ, ἄν, ἄν…» Ἀλλὰ ἦταν πιὰ ἀργά. Ὁ δικός μας λοιπὸν ἦταν ἀποφασισμένος νὰ μὴν τὴν πατήσει ἔτσι.  Καὶ ἑνῶ στὴν ἀρχὴ εἶχε τὴν αὐτοσυγκράτηση νὰ μὴν παρκάρει τουλάχιστον στὴ γειτονιά του, μετὰ ἄρχισε νὰ σφίγγει ὁ κλοιός. Δὲν ἤθελε μὲ τίποτα νὰ ἀφήσει τὴ θέση του. Τὸν καθησύχαζαν διάφοροι ἀνίδεοι: θὰ βρεῖς ἄλλη, μὴ φοβᾶσαι κλπ. «Ναί; Εἶναι σίγουρο; Γιατὶ ἐγὼ ξέρω ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ κάτι χαλαροὺς καὶ ἄνετους ποὺ ἔχασαν τὸ τραῖνο τῆς ζωῆς τους ὅλο χαρὰ καὶ ἀνεμελιά». Πῆρε λοιπὸν ἕνα μηχανάκι καὶ κυκλοφοροῦσε μ’ αὐτό, χρησιμοποιώντας τὸ αὐτοκίνητο ὡς τροχόσπιτο. Δὲν εἶναι ὅτι δὲν καταλάβαινε τὸν παραλογισμό. Δὲν εἶχε ἀκούσει ὅμως κανέναν πειστικὸ ἀντίλογο. Ἡ μετακίνηση δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε. Μποροῦσε νὰ μετακινεῖται καὶ μὲ τὰ πόδια. Ἰδίως τώρα τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ ἔβαζε τὶς ἀποστάσεις στοὺς χάρτες τῆς Google, εἶχε πολὺ σαφῆ εἰκόνα: 4,8 χιλιόμετρα: 14΄ λεπτὰ μὲ αὐτοκίνητο, 20΄ μὲ συγκοινωνία, 48΄ μὲ τὰ πόδια. Σιγὰ τὸ πράγμα! Βάλε τὴν κίνηση. Βάλε τὴν κλήση, ἅμα δὲν βρεῖς νὰ παρκάρεις νόμιμα. Βάλε τοὺς καβγάδες στὸν δρόμο. Καὶ πρόσθεσε τώρα σὲ ὅλα αὐτὰ τὸ πάρκινγκ. Δὲν ὑπάρχει περίπτωση. Μόνο τρελοί. Ξέγνοιασε ἐπιτέλους γιὰ τὸ θέμα τοῦ πάρκινγκ, μὲ τὸν πιὸ δραστικὸ τρόπο. Μερικὲς φορὲς νομίζουμε ὅτι ἔχουμε τὴ λύση, ἀλλὰ δὲν ξέρουμε ποιό εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ ἄλλου. Ἐκεῖνος τελικὰ τὰ βόλεψε.  Πῆρε ἕνα μαλακὸ κουβερτάκι καὶ ἕνα μαξιλάρι, ἔμενε στὸ ἁμάξι καὶ κυκλοφοροῦσε στὴν ἀρχὴ μὲ τὸ μηχανάκι καὶ μετὰ μὲ τὰ πόδια. Κι ἂν τολμήσουν νὰ τοῦ βάλουν αὐτὰ τὰ αὐτοκόλλητα ποὺ βάζουν στὰ ἐγκαταλειμμένα ὀχήματα, θὰ ἁλυσοδεθεῖ καὶ θὰ φωνάζει: ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι μου! Τὸ σπίτι μου! Τὸ σπίτι μου!