Το γράψιμο δεν γίνεται ευκολότερο, αλλά δυσκολότερο για μένα. Κάθε λέξη είναι σαν ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα. Ο Δημόκριτος χάραξε τον δρόμο: «Το μηδέν είναι περισσότερο από το τίποτα»
Samuel Beckett
“Samuel Beckett Talks about Beckett:
Interview with John Gruen,” Vogue, Δεκέμβριος 1969

της Δανάης Καρυδάκη
(το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «ΖΗΝ»)

Ένα τέτοιο τραύμα μπορεί να είναι ο πόλεμος. Η προσφυγιά. Ο βιασμός. Η πείνα που γεννά η ανέχεια. Το μη αναστρέψιμο ενός άδικου θανάτου — αν και, αναρωτιέμαι, ποιος θάνατος μπορεί άραγε να κριθεί ως δίκαιος χωρίς να φορέσει ο κριτής τα τσαλακωμένα, αν όχι αόρατα ρούχα ενός αυτοκράτορα, ενός παντοδύναμου θεού. Όταν μάλιστα ο άδικος αυτός θάνατος σκορπίζεται από καλά οργανωμένη πρόθεση σε χιλιάδες ή και εκατομμύρια θύματα με κίνητρο το κέρδος ή την ικανοποίηση μιας παρανοϊκής φαντασίωσης μεταμφιεσμένης σε πολιτική θεωρία, τότε η σιωπή φαντάζει συχνά το πρώτο, και πολλές φορές το μοναδικό, καταφύγιο. «Το να γράψει κανείς ποίηση μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο» έγραφε το 1949 ο φιλόσοφος Theodor Adorno, συνιδρυτής της Σχολής της Φρανκφούρτης, στη συλλογή δοκιμίων του Πρίσματα, σχετικά με την πιο γνωστή μετωνυμία (Άουσβιτς) για τη γενοκτονία των Εβραίων, των Ρομά και άλλων μειονοτήτων από τους Ναζί.

Πολλοί γνωρίζουν και ενίοτε επικαλούνται αυτό το διάσημο ρητό του Adorno. Λιγότεροι όμως έχουν υπόψη τους ότι 17 χρόνια αργότερα, πήρε ο ίδιος πίσω τα λεγόμενά του στο βιβλίο του Αρνητική Διαλεκτική (1966). «Δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από αυτό» έγραφε ο Adorno «όχι περισσότερο από όσο μπορεί να ξεφύγει από τα ηλεκτροφόρα σύρματα που περιφράζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο χρόνιος πόνος έχει τόσο δικαίωμα στην έκφραση όσο και ένας άνθρωπος που τον βασανίζουν έχει δικαίωμα να ουρλιάξει. Ίσως, λοιπόν, να ήταν λάθος να πω ότι μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί κανείς να γράψει ποιήματα». Όταν έγραφε αυτές τις γραμμές, ο Adorno είχε στο μυαλό του κάποιον που «μας έχει προσφέρει την πλέον αρμόζουσα αντίδραση στη συνθήκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης —μια συνθήκη που ποτέ δεν ονομάζει, ως εάν να υπέκειτο σε μια απαγόρευση εικονοπλασίας. Η ίδια η ύπαρξη, λέει αυτός, είναι σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης». Και αυτός που είχε στο μυαλό του δεν ήταν άλλος από τον Ιρλανδό συγγραφέα Samuel Beckett.

Ο Beckett γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1906 στο Δουβλίνο, ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας Αγγλικανών της Ιρλανδίας. Ξεκίνησε να γράφει πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά έγινε ευρύτερα γνωστός για το μεταπολεμικό έργο του, που συμπεριλάμβανε ποίηση, πεζογραφία, δοκίμια και, φυσικά, θεατρικά έργα που ανήκουν στο καλλιτεχνικό ρεύμα του Θεάτρου του Παραλόγου, όπως το Περιμένοντας τον Γκοντώ (1953), το Τέλος του Παιχνιδιού (1957) και το Ευτυχισμένες Μέρες (1961). Το 1937 μετανάστευσε στο Παρίσι. Λίγα χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1945 που σήμανε και τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, εγκατέλειψε τη χρήση της μητρικής του γλώσσας στην τέχνη του, δηλαδή των Αγγλικών, και άρχισε να γράφει στα Γαλλικά, οδηγημένος, όπως φανερώνει ο ίδιος στην αλληλογραφία του, από την επιθυμία του για αλλαγή, «τίποτα πιο περίπλοκο από αυτό, κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον».

Μια ευρέως διαδεδομένη ερμηνεία του πιο διάσημου ίσως θεατρικού του έργου Περιμένοντας τον Γκοντώ, είναι πως ο Γκοντώ (που δεν έρχεται ποτέ να συναντήσει τους αναμένοντες Βλαντιμίρ και Εστραγκόν) είναι ο θεός (από τον συνδυασμό της αγγλικής λέξης God με τη γαλλική κατάληξη –ot). Το μοτίβο της εγκατάλειψης από μια υπερβατική μεσσιανική δύναμη την οποία όλοι περιμένουμε να έρθει να μας σώσει –είτε αυτή παρουσιάζεται με το πρόσωπο του θεού είτε με αυτό μιας χτισμένης ιδεολογίας ή της πρωτοκαθεδρίας της διαφωτισμένης επιστημονικοφανούς λογικής— ταιριάζει με αυτό που ο Γάλλος φιλόσοφος Jean-Francois Lyotard χαρακτήρισε ως «δυσπιστία προς τα μετα-αφηγήματα» κατά την επονομαζόμενη περίοδο μετα-νεωτερικότητας που διένυε ο δυτικός κόσμος μετά τον πόλεμο. Ο ίδιος ο Beckett ποτέ δεν ενστερνίστηκε αυτή την ερμηνεία. Όπως διαβάζουμε στην αλληλογραφία του, βέβαια, δήλωνε ότι ο Γκοντώ θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε πιστέψει κανείς ότι είναι, αλλά οι πιο τυχεροί θα τον δουν σαν τον Θάνατο. Στο έργο του, λοιπόν, ο Beckett δεν αναπαριστά το τραύμα του Ολοκαυτώματος, αν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα τέτοιο τραύμα σε μια εποχή που η συγκεκριμένη γενοκτονία δεν είχε καν όνομα αλλά ούτε και επίσημη καταγραφή. Αναπαριστά όμως έναν μεταπολεμικό κόσμο στον οποίο ζει, όπου η ολοκληρωτική, μαζική και εν πολλοίς παράλογη βία του Ναζισμού έχει υπάρξει σαν μια πραγματικότητα και κρέμεται σαν απειλή πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, ενώ καμία προϋπάρχουσα ιδεολογία, φιλοσοφική θεωρία ή γλώσσα δεν μοιάζει αρκετή για να τον κατανοήσει.

Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, ο Beckett σπάει τη σιωπή του και γράφει για να επανεξετάσει και να αποδομήσει αυτό που θεωρούνταν δεδομένο στο παρελθόν. Ίσως, μας γνέφει ο Beckett, το κλειδί μεταξύ της επιτακτικότητας και της αδυναμίας να μιλήσει κανείς για ένα τραύμα όταν η νοηματοδότησή του μοιάζει ανέφικτη να είναι η καταφυγή σε κάποια μορφή κριτικής του παρόντος. Στο μυθιστόρημά του Ο Ακατανόμαστος (1954), ο ανώνυμος και ακατανόμαστος αφηγητής λέει σχετικά «Ναι, στη ζωή μου, αφού πρέπει να τη λέω έτσι, υπήρχαν τρία πράγματα, η ανικανότητα να μιλήσω, η ανικανότητα να σωπάσω, και η μοναξιά, μ’ αυτά έπρεπε να τα βγάλω πέρα» και αλλού «…αν ανοίξει, θα είμαι εγώ, θα είναι η σιωπή, όπου είμαι, δεν γνωρίζω, ποτέ δεν θα γνωρίζω, μες στη σιωπή δεν γνωρίζεις, πρέπει να συνεχίσεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».

Θα αναρωτιέται κανείς τι νόημα έχει όλη αυτή η συζήτηση για τον Beckett και την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο σήμερα και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να είναι η στάση του απέναντι στη σιωπή και την κριτική επίκαιρη. Από έναν συνειρμό από αυτούς των οποίων τα ίχνη δύσκολα μπορούμε να ανακαλέσουμε, γράφοντας αυτό το κείμενο θυμήθηκα ένα άρθρο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιώργου Γραμματικάκη που διάβασα στο Protagon τον Φεβρουάριο του 2011, υπό τον τίτλο «Η επανάσταση των σιωπηλών». Η οικονομική κρίση ακόμα ήταν στα σπάργανα, βρισκόμασταν μονάχα στο Μνημόνιο νούμερο 1, ο κύριος Γραμματικάκης δεν είχε ακόμα εκλεγεί ευρωβουλευτής με το Ποτάμι, που τότε υπήρχε μάλλον μόνο ως ιδέα στο μυαλό του εμπνευστή του, και η προσπάθεια πολιτικής αποχαύνωσης μέσα από συγκεκριμένα ΜΜΕ έκανε ακόμα τα πρώτα δειλά της βήματα. Το κεντρικό επιχείρημα του εν λόγω άρθρου ήταν ότι «η σιωπή είναι το ανώτερο στάδιο της πολιτικής ωριμότητας» παραφράζοντας ίσως το γνωμικό «η σιωπή είναι χρυσός». Η επανάσταση των σιωπηλών που οραματίστηκε ο συγγραφέας πριν 6 χρόνια «(θ)α ξεκινήσει  από την απόλυτη, την οργισμένη σιωπή, και θα αποδώσει στον άνθρωπο όσα στερήθηκε, όσα ονειρεύθηκε, ό,τι ζήτησε με κραυγές –πριν επιλέξει την σιωπή», δεν απευθύνεται «σε ορισμένες τάξεις κοινωνικές, ούτε υπόσχεται ευημερία και δικαιώματα. Υπόσχεται μόνον μια άλλη γλώσσα». Όταν το διάβασα, διαφώνησα αλλά δεν ήξερα ακριβώς το γιατί. Τώρα νομίζω ξέρω, ή μάλλον με βοήθησε να καταλάβω αυτός ο νοερός περίπατος στο έργο του Beckett.

Η σιωπή είναι δικαίωμα. Το θύμα του πολέμου μπορεί να σιωπά διότι το βουητό από τον βομβαρδισμό ηχεί ίσως ακόμα στ’ αυτιά του. Ο πρόσφυγας μπορεί να σιωπά γιατί ίσως οι λέξεις είναι μια διαρκής υπενθύμιση του ξεριζωμού του. Η γυναίκα που βιάστηκε μπορεί να σιωπά για να αποφύγει ίσως τον εξευτελισμό και περαιτέρω τραυματισμό της από μια δικαστική αρχή που την κατηγορεί για το πόσο κοντή ήταν η φούστα της ή πόσο αλκοόλ είχε στο αίμα της. Ο πεινασμένος μπορεί να σιωπά γιατί τον νου του κυριεύει μονάχα η ανάγκη για εύρεση φαγητού. Και ο νεκρός, φυσικά, σιωπά γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Όλοι οι υπόλοιποι όμως, όταν σιωπούμε για το τραύμα του διπλανού μας είμαστε σιωπηλά συνένοχοι, όχι γι’ αυτό που του συνέβη στο παρελθόν αλλά γι’ αυτό που του συμβαίνει στο παρόν. «Η ατολμία να μιλήσει κανείς» γράφει σχετικά ο Adorno «μιμείται τη βία του ανείπωτου. Ο Beckett το κρατά στην ασάφεια. Μόνο κατ’ ευφημισμό μπορεί κανείς να μιλήσει γι’ αυτό που είναι δυσανάλογο με την εμπειρία (του)».

Πολλοί έσπευσαν να κατηγορήσουν τον Beckett ότι ο πεσιμισμός, η αίσθηση απελπισίας και το παράλογο που βγάζουν τα έργα του, που θυμίζουν την ύπαρξη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, είναι ψεύτικα και φτιασιδωμένα, καθώς ο ίδιος δεν υπήρξε θύμα του Ολοκαυτώματος ή διωκόμενος από τους Ναζί. Η αλήθεια είναι όμως ότι ακριβώς επειδή δεν ήταν θύμα κατόρθωσε να μιλήσει για το ανείπωτο χωρίς να το αναπαραστήσει. Σε ένα καρέ από το graphic novel Maus του καρτουνίστα Art Spiegelman, την εικονογραφημένη εξιστόρηση της εμπειρίας του πατέρα του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, δυο ποντίκια, που αναπαριστούν τον καρτουνίστα και τον ψυχοθεραπευτή του, κάθονται αντικριστά σε δύο πολυθρόνες ενός ιατρείου. Ο ψυχοθεραπευτής, που ήταν και ο ίδιος επιζών του Ολοκαυτώματος, λέει ότι ίσως είναι καλύτερο να μην υπάρξουν άλλες ιστορίες για το Ολοκαύτωμα καθώς αυτοί που πέθαναν δεν θα μπορέσουν ποτέ να αφηγηθούν τη δική τους πλευρά της ιστορίας. «Αχά» απαντά η φιγούρα του καρτουνίστα, «ο Samuel Beckett είπε κάποτε πως ‘κάθε λέξη είναι σαν ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα’». Στο επόμενο καρέ οι δυο φιγούρες κάθονται απέναντι σιωπηλοί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Στο ακριβώς επόμενο, η φιγούρα του καρτουνίστα αναφωνεί «Από την άλλη πλευρά, το ΕΙΠΕ».

Έτσι μπορούμε κι εμείς λοιπόν να σπάσουμε τη σιωπή μας. Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε με μεγάλα λόγια, δεν χρειάζεται καν να εκφραστούμε στη γλώσσα μας αν δεν το αντέχουμε, φτάνει να ψιθυρίσουμε ότι αναγνωρίζουμε την αδικία που συνέβη στον διπλανό μας, ο οποίος δεν έχει άλλο δρόμο από τη σιωπή του.

Και πού ξέρετε, αν ενωθούν πολλοί ψίθυροι μαζί, ίσως και να ακούσουμε τελικά την ίδια μας τη φωνή.