λάδια σε καμβά 35Χ25εκ.
Γιώργου Μικάλεφ

Επιμέλεια: Ειρήνη Μίλη

«Όταν εκλείψουν οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις τάξεις κάθε έθνους, τότε η εχθρότητα μεταξύ των εθνών θα πάρει τέλος».

Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1818 στην πόλη Τριρ, της Πρωσικής Ρηνανίας. Ένας χαρακτήρας «δύστροπος, επίμονος, απότομος, αυταρχικός, προσηλωμένος σε ό,τι κάθε φορά του καρφωνόταν στο κεφάλι», όπως τον περιγράφουν, «καλός μαθητής, με άμεμπτη διαγωγή, που θεωρούσε τους συνομηλίκους του μικρούς», θαύμαζε τον πατέρα του και περιγελούσε την μητέρα του για την ολλανδική προφορά της και για τα λάθη της στη γερμανική γλώσσα.

Το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του νεαρού Καρλ του «κόλλησε» το παρατσούκλι «Μαύρος». Όταν τελειώνει το σχολείο ανακαλύπτει ότι θέλει να γίνει ποιητής. Το 1836 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Βόννης – και όχι του Βερολίνου, όπως θα ήθελε ο πατέρας του – για να βρίσκεται κοντά στην όμορφη φίλη της αδελφής του, Τζένη, την οποία αρραβωνιάστηκε κρυφά από τους γονείς της.


Από την ποίηση στην κατάθλιψη

Το 1838, σε ηλικία 20 ετών, χάνει τον πατέρα του. Ο θάνατος αυτός και η ποιητική αποτυχία τον οδηγούν σε βαριά μελαγχολία και κατάθλιψη. Ο Μάρξ, πλέον ασχολείται αποκλειστικά με τη φιλοσοφία. Ο αθεϊσμός όμως, στον οποίον είναι προσκολλημένος, βάζει τέλος στα όνειρα για μια θέση υφηγητή και οι πόρτες του πανεπιστημίου γι’ αυτόν κλείνουν οριστικά. «Οι θρησκείες είναι το όπιο του λαού», είχε αναφέρει.

Το 1842 ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην «Εφημερίδα του Ρήνου». Το κυκλοφοριακό φιάσκο της (800 φύλλα έναντι 8.000 της αντιπάλου «Εφημερίδας της Κολωνίας») τον οδηγεί στη θέση του διευθυντή, με πρώτη του ενέργεια να διαμαρτυρηθεί για τη λογοκρισία. Τα αντίπαλα έντυπα αρχίζουν να του επιτίθενται με κακεντρεχή σχόλια του τύπου «τα παιδιά των πλουσίων εμπόρων της Koλωνίας επεδίδοντο εις τον σνομπισμόν του κομμουνισμού για να σκοτώσουν την ώρα των εις βάρος των περιουσιών των γονέων των».

Το 1843 τον βρίσκει στο Παρίσι να εκδίδει τα «Γερμανογαλλικά Χρονικά» και να συγγράφει μια μελέτη περί ιουδαϊσμού, την «Εισαγωγή στην κριτική της φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ» και το «Δοκίμιο κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας». Η ύλη, όμως, του πρώτου τεύχους των «Γερμανογαλλικών Χρονικών» οδηγεί σε κατάσχεση του εντύπου και στη σύλληψή του. Τότε ακριβώς είναι που συνδέεται με τον Φρίντριχ Ένγκελς, τον φίλο που θα τον στηρίξει με όλα τα μέσα ως τον θάνατό του.

Το 1844 γνωρίζει τον Προυντόν και τον (κατόπιν άσπονδο αντίπαλό του) Μπακούνιν, με τους οποίους συνεργάζεται στην εφημερίδα «Vorwärts» («Εμπρός»). Τον Σεπτέμβριο του 1845, συνοδευόμενος από τον φίλο του Ένγκελς, πηγαίνει στην Αγγλία για να μελετήσει την κατάσταση των εργατών. Επιστρέφοντας και οι δύο στις Βρυξέλλες γράφουν το έργο «Η γερμανική ιδεολογία».


«Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»

Ο Μαρξ αποδέχεται την πρόσκληση και τον Ιούνιο του 1847 παρευρίσκεται στο συνέδριο του «Συνδέσμου των Δικαίων». Από τις εργασίες του συνεδρίου προκύπτουν οι εξής αλλαγές: Ο Σύνδεσμος αντικαθιστά στην ονομασία του τη λέξη «Δικαίων» με τη λέξη «Κομμουνιστών» και το κεντρικό σύνθημα «Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια» μετατρέπεται σε «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Έξι μήνες μετά ο Σύνδεσμος του αναθέτει τη σύνταξη του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», το οποίο ο Μαρξ ολοκληρώνει το 1848.

Την ίδια χρονιά συλλαμβάνεται στις Βρυξέλλες μαζί με τη σύζυγό του. Αποφυλακίζεται, όμως, σε λίγες ημέρες και μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου έχει κηρυχθεί επανάσταση. Ο άνεμος των ταραχών φθάνει στην Αυστρία και στη Γερμανία, όπου ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ' αναγκάζεται να προβεί σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και να συγκαλέσει εθνοσυνέλευση στη Φραγκφούρτη. Το κλίμα αυτό οδηγεί τα βήματα του Μαρξ στην Κολονία. Εκεί κατηγορείται για αδικήματα Τύπου και ένοπλη αντίσταση κατά της αρχής. Κατηγορείται όμως και από ορισμένα μέλη του Συνδέσμου ως «μυστικό όργανο της κεφαλαιοκρατικής αριστοκρατίας».

Τον Μάιο του 1849 καταφεύγει και πάλι στη Γαλλία, όπου πλέον η επανάσταση έχει κατασταλεί. Το 1850, ωστόσο, αποχωρεί από τον Σύνδεσμο φτωχός και χωρίς δουλειά. Ζει πλέον από τη συγγραφή των έργων του και μόνον. Η γέννηση του τέταρτου παιδιού του τον βρίσκει σε άθλια οικονομική κατάσταση. Αποφεύγοντας πλέον κάθε ενεργό ανάμειξη στην πολιτική, αφιερώνεται αποκλειστικά στη συγγραφή του μεγαλύτερου έργου του, του «Κεφαλαίου».

Στις 30 Μαΐου 1871 συντάσσει την προκήρυξη προς την Κομμούνα. Έχει διαβλέψει ήδη την αποτυχία της. Πιστεύει ότι το κίνημα έπρεπε να έχει στραφεί κατά της νομίμου κυβερνήσεως των Βερσαλλιών, ώστε να μην κλειστούν οι επαναστάτες στο Παρίσι, όπου τελικά και εξοντώθηκαν.

Το 1872 είναι 54 ετών, απογοητευμένος και με υγεία που έχει αρχίσει να κλονίζεται. Προτείνει τη μεταφορά της έδρας της Α' Διεθνούς στη Νέα Υόρκη, αποσύρεται και συνεχίζει τη συγγραφή του «Κεφαλαίου». «Είμαι ερωτευμένος από την κορυφή ως τα νύχια» γράφει για την κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του σύζυγό του. Μαζί της θα αποκτήσει συνολικά επτά παιδιά, από τα οποία μόνο τα τρία θα φθάσουν ως την ενηλικίωση. Το 1878, όμως, η Τζένη πεθαίνει από καρκίνο. «Ο θάνατός της σκότωσε κάθε κίνητρο ζωής γι’ αυτόν» έγραφε ο Ένγκελς.

«Στις 14 του Μάρτη στις 3 παρά τέταρτο το απόγευμα, ο μεγαλύτερος εν ζωή στοχαστής έπαψε να σκέφτεται. Είχε αφεθεί μόνος για μόλις δυο λεπτά, και όταν γυρίσαμε τον βρήκαμε στην πολυθρόνα του ειρηνικά κοιμισμένο, αλλά για πάντα. Μια ανυπολόγιστη απώλεια έχουν υποστεί και το μαχητικό προλεταριάτο της Ευρώπης και της Αμερικής και η ιστορική επιστήμη, με το θάνατο αυτού του ανθρώπου. Πολύ σύντομα θα γίνει αισθητό το κενό που έχει δημιουργηθεί με την αναχώρηση αυτού του ρωμαλέου πνεύματος», εκφώνησε ο Φρήντριχ Ένγκελς στην κηδεία του φίλου του.