Μιλώντας σε συνέδριο του Γραφείου Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή, ο πρώην υπουργός Οικονομικών αναγνώρισε ότι έχει καλυφθεί το 90% της απόστασης, τονίζοντας ωστόσο «απαιτείται άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης, που έχει καθυστερήσει πάνω από ένα χρόνο και θέτει εν αμφιβόλω όλους τους στόχους».
 
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, έχει συντελεστεί πρόοδος τα τελευταία χρόνια με τη χώρα μας να έχει εφαρμόσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και πρόσθεσε πως η συνέπεια στη μεταρρυθμιστική ατζέντα αποτελεί μονόδρομο.
 
Όπως τόνισε, για να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017 και μετά, απαιτείται η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία έχει καθυστερήσει περισσότερο από ένα έτος. «Η καθυστέρηση αυτή δημιουργεί αβεβαιότητα, που έχει αρχίσει εδώ και μήνες να επιδρά δυσμενώς σε όλους τους δείκτες της οικονομίας, θέτοντας εν αμφιβόλω όλους ανεξαιρέτως τους στόχους του τρέχοντος έτους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς», υπογράμμισε εμφατικά.
 
Ο Γ. Στουρνάρας δεν έμεινε στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, σπεύδοντας να δώσει τον «οδικό χάρτη» και για την επόμενη ημέρα, μετά την ολοκλήρωσή της. Όπως ανέφερε, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στους εξής πέντε τομείς:
 
  • Στην άρση των εμποδίων που υπάρχουν ακόμη και για τις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί και περαιτέρω προώθηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της ακίνητης δημόσιας περιουσίας, μέσω των κατάλληλων χρήσεων γης.
  • Στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία, με έμφαση στην αποπληρωμή των δανείων των λεγόμενων «στρατηγικών κακοπληρωτών».
  • Στην αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων. Η υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 είναι ένα θετικό βήμα, καθώς τα μέτρα αυτά αναμένεται να μειώσουν το δημόσιο χρέος, έως το 2060 κατά 20 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ καθώς και τις ετήσιες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου χρέος κατά 5 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Ωστόσο, η διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους απαιτεί την ανάληψη πρόσθετων μεσο-μακροπρόθεσμων μέτρων.
  • Στο σημείο αυτό ανέφερε πως σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί, είναι συμβατή η βιωσιμότητα του χρέους με τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου μετά το 2020 σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όπως για παράδειγμα με επιμήκυνση της μέσης σταθμισμένης περιόδου αποπληρωμής των τόκων του EFSF κατά 8,5 χρόνια. Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα συμβάλουν στην παγίωση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνουν τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος.
  • Στην αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κατά τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με επανεξέταση όλων των δημοσίων δαπανών με σκοπό την επαναστόχευσή τους, την ενίσχυση των ποικίλων μηχανισμών κινήτρων που εμπεριέχονται σε αυτές και τελικά τη μείωσή τους, με την αξιολόγηση των δομών του Δημοσίου και των δημόσιων οργανισμών, με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
  • Στην αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας. Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης καθώς και η αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας θα συμβάλουν στη μείωση της ανεργίας, επενεργώντας θετικά και στα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές.