Η Unicef λαμβάνοντας υπ' όψιν ένα διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας, από το 2007, παρατηρεί μια δραματική αύξηση της παιδικής φτώχειας από το 22,6% το 2008, στο 55,1% το 2014.

Σε σχέση με τις 14 παλαιότερες χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα καταγράφει το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό παιδικής φτώχειας (26,6%), μετά από την Ισπανία (29,6%) και την Ιταλία(26,8%). Το μικρότερο ποσοστό, στην ΕΕ-14 καταγράφουν οι σκανδιναβικές χώρες, Φιλανδία (10%), Δανία (10,4%), Σουηδία (12,9%).

Επιπλέον, το 2015, σχεδόν ένα στα δύο παιδιά ζούσαν σε συνθήκες υλικής αποστέρησης. Με ποσοστό 45%, η Ελλάδα είναι, με διαφορά, η χώρα όπου τα παιδιά στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών, στην ΕΕ-14. Το ποσοστό αυτό, είναι σχεδόν διπλάσιο από εκείνο που παρουσιάζει η αμέσως επόμενη σε υλική αποστέρηση χώρα (ΕΕ-14), η Ιταλία (24,6%).

Επίσης χαρακτηριστικό, το ότι οι σκανδιναβικές χώρες και η Ολλανδία εμφανίζουν μονοψήφια ποσοστά στο πεδίο αυτό. Η δυσμενής κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, που από το 2013 έως το 2015 είναι σταθερά πάνω από το 35%.

«Την περίοδο της κρίσης πλήττεται περισσότερο η ευημερία των οικογενειών με παιδιά, σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας. Και είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας είναι η βοήθεια των φτωχών οικογενειών», σχολίασε παρουσιάζοντας την έκθεση ο καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής, Χρήστος Παπαθεοδώρου.

Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της έκθεσης, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη σχεδιασμού και εφαρμογής κατάλληλων πολιτικών για την υποστήριξη και ενίσχυση των οικογενειών με παιδιά, ενώ θεωρείται σημαντική η στήριξή τους μέσω ενός κατάλληλου μείγματος παροχών (σε είδος και χρήμα) και ρυθμίσεων, όπως πχ. γονικές άδειες ή διευκολύνσεις για την εναρμόνιση του εργασιακού και οικογενειακού βίου.