Σύμφωνα με τη λίστα που δημοσίευσε η ΡΧΣ, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην ίδια θέση με το 2016, κάτω από χώρες όπως οι αφρικανικές Τονγκό, Τανζανία, Μαλάουϊ, Μποτσουάνα και Μπενίν, το ασιατικό Μπουτάν, καθώς και αρκετές χώρες από την ευρωπαϊκή ήπειρο, όπως το Κόσοβο, η Αλβανία, η Ουγγαρία, ακόμα και την κατεχόμενη Κύπρο.
 
Αξίζει να σημειωθεί πως, παρότι η χώρας μας διατηρεί τη θέση που κατείχε το περσινό έτος, η οργάνωση ασκεί κριτική στην κυβέρνηση, τόσο για την επιχειρούμενη «τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο», με την αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών που έπεσε στο κενό, όσο και για την προσωρινή τοποθέτηση του Βασίλη Μουλόπουλου στο τιμόνι του ΔΟΛ, όπου σημειώνεται πως ο δημοσιογράφος ήταν στο παρελθόν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
 
Από το ξέσπασμα της κρίσης και έπειτα, η θέση της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη της Ελευθερίας του Τύπου έχει καταβαραθρωθεί, αφού από την 36η θέση όπου βρισκόταν το 2009, βρέθηκε στην 70ή κατά τα πρώτα μνημονιακά έτη 2010, 2011 και 2012. Στα χρόνια αυτά μεσολάβησαν υποθέσεις όπως η δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια, η δίωξη Βαξεβάνη για τη λίστα Λαγκάρντ, επιθέσεις σε φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφους.
 
Ακολούθησε η 84η το 2013, η 99η το 2014 (αμέσως μετά το λουκέτο της κυβέρνησης Σαμαρά στην ΕΡΤ), ενώ από το 2015 έχει βελτιώσει τη θέση της στην 91η, πριν η χώρα μας «σκαρφαλώσει» στην 88η και παραμείνει εκεί.
 

Διεθνώς «σε κίνδυνο» η Ελευθερία του Τύπου

 

(Πηγή φωτογραφίας: ILUSTRAČNÉ)

Στην ετήσια έκθεσή τους, οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα προειδοποιούν για την «εξαιρετικά τοξική» επίθεση στα μέσα ενημέρωσης κατά την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ και το δημοψήφισμα στη Βρετανία για το Brexit. Η κατάσταση βρίσκεται σε «κρίσιμο σημείο», τονίζει η οργάνωση.
 
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία έπεσαν αμφότερες δύο θέσεις στην κατάταξη (43η και 40η αντίστοιχα) σύμφωνα με την οργάνωση, ενώ από τις 180 χώρες της λίστας, η ελευθερία του Τύπου κινδυνεύει ή βρίσκεται σε «πολύ σοβαρή κατάταση» σε 72 χώρες, περιλαμβανομένων της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας, διαπιστώνει η ΡΧΣ.
 
«Οι επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης έχουν γίνει κοινός τόπος, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των αυταρχικών ηγετών. Εχουμε εισέλθει σε μια εποχή μετα-αλήθειας, προπαγάνδας και καταστολής των ελευθεριών–ειδικά στις δημοκρατίες» σημειώνεται από την οργάνωση.
 
«Η άνοδος στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ, και η εκστρατεία για το Brexit σημαδεύτηκαν από μια επίθεση εναντίον των μέσων ενημέρωσης, μια εξαιρετικά τοξική και αντιδημοσιογραφική πολεμική, η οποία έχει οδηγήσει τον κόσμο σε μια νέα εποχή μεταλήθειας, παραπληροφόρησης και ψευδών ειδήσεων» συμπληρώνεται για Βρετανία και ΗΠΑ.
 
Έντονη κριτική στην έκθεση δέχονται Πολωνία και Ουγγαρία. Η εθνικιστική κυβέρνηση της Βαρσοβίας κατηγορείται ότι «έχει μετατρέψει τη δημόσια ραδιοφωνία και τους τηλεοπτικούς σταθμούς σε προπαγανδιστικά όργανα» και ότι «επιχειρεί να φιμώσει τις ανεξάρτητες εφημερίδες». «Η ελευθερία του Τύπου έχει υποχωρήσει εκεί όπου έχει θριαμβεύσει το αυταρχικό μοντέλο ηγεσίας» αναφέρει η έκθεση. Η Πολωνία βρίσκεται στην 54η θέση, η Ουγγαρία στην 71η, η Τανζανία στην 83η, οι ΗΠΑ στην 43η (δύο θέσεις κάτω), η Βρετανία στην 40η (επίσης δύο θέσεις κάτω), η Χιλή στην 33η (δύο θέσεις κάτω), η Νέα Ζηλανδία στην 13η (οκτώ θέσεις κάτω). Η Γαλλία ανέβηκε από την 45η θέση, όπου βρισκόταν το 2016, στην 39η.
 
Η Τουρκία, που βρίσκεται στην 155η θέση, «μετακινήθηκε προς το στρατόπεδο του απολυταρχικού καθεστώτος» έπειτα από το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον Ιούλιο, σημειώνει η οργάνωση που επισημαίνει ότι η χώρα «σήμερα αναδεικνύεται στη μεγαλύτερη φυλακή στον κόσμο για τους εκπροσώπους του Τύπου».
 
Επτά θέσεις μπροστά από την Τουρκία «η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν παραμένει σταθερά στην τελευταία πεντάδα της κατάταξης», στην 148η θέση, ενώ στην τελευταία θέση βρίσκεται η Βόρεια Κορέα που εξακολουθεί να κρατά «τον πληθυσμό της στην άγνοια και τον τρόμο». Η Κίνα, η σπαρασσόμενη από τον πόλεμο Συρία–η φονικότερη χώρα για τους δημοσιογράφους (177η θέση), και το Τουρκμενιστάν (178η) συμπληρώνουν την τελευταία πεντάδα.
 
«Ο ρυθμός με τον οποίο οι δημοκρατίες πλησιάζουν το σημείο καμπής είναι ανησυχητικός για όλους όσοι το αντιλαμβάνονται. Αν η ελευθερία του Τύπου δεν είναι διασφαλισμένη, τότε δεν μπορεί να διασφαλιστεί καμία άλλη ελευθερία», δήλωσε ο γενικός γραμματέας της ΡΧΣ, Κριστόφ Ντελουάρ και αναρωτήθηκε «πού θα μας οδηγήσει αυτή η καθοδική πορεία;».
 
Η έκθεση διαπιστώνει ότι κατά τον τελευταίο χρόνο σχεδόν στα δύο τρία των χωρών η κατάσταση επιδεινώθηκε.
 

«Άριστη κατάσταση» στη Σκανδιναβία

 

Ο μεγαλύτερος βαθμός στην Ελευθερία του Τύπου παρατηρείται στη Νορβηγία, η οποία βρίσκεται στην πρώτη θέση της κατάταξης έχοντας πάρει τα πρωτεία από τη γειτονική της Φινλανδία, κάτοχο του τίτλου επί έξι χρόνια. Όπως και τον περασμένο χρόνο, οι σκανδιναβικές χώρες (Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία, Δανία) βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της κατάταξης.
 
Μεγαλύτερη βελτίωση έχει καταγραφεί στην Ιταλία, η οποία ανέβηκε 25 θέσεις–στην 52η–χάρη στην αθώωση των δημοσιογράφων που δικάστηκαν για την υπόθεση Vatileaks II, η οποία αποκάλυψε σκάνδαλο στην κορυφή της ηγεσίας της Καθολικής Εκκλησίας.
 
Η Νικαράγουα σημείωσε την μεγαλύτερη πτώση, κατά 17 θέσεις, με την αμφιλεγόμενη επανεκλογή του προέδρου Ντανιέλ Ορτέγκα, η οποία «σημαδεύτηκε από πολλά κρούσματα λογοκρισίας, εκφοβισμού και αυθαίρετων συλλήψεων». Μεγάλη πτώση κατέγραψε και η Τανζανία, όπου ο πρόεδρος Τζον Μαγκουφούλι «σφίγγει τον κλοιό γύρω από τα ΜΜΕ».
 
Στην Ασία, οι Φιλιππίνες βρίσκονται στην 127η θέση, 11 θέσεις ψηλότερα στη λίστα, χάρη στη μείωση του αριθμού των θανάτων δημοσιογράφων το 2016.
 
Η οργάνωση χαρακτηρίζει «φυλακή για τους δημοσιογράφους» την Αίγυπτο και το Μπαχρέιν, ενώ απειλές δέχονται εκπρόσωποι του Τύπου και στο Ουζμπεκιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Βιετνάμ, το Λάος, την Κούβα, το Σουδάν και την Ισημερινή Γουινέα.
 
Εξάλλου η οργάνωση καταγγέλλει τις περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράν (165η θέση), που φυλακίζουν «κατά δεκάδες» τους δημοσιογράφους ή τους καταδικάζουν σε μαστίγωση, μία πρακτική που συνηθίζεται στη Σαουδική Αραβία (168η θέση), όπως συνέβη στην περίπτωση του μπλόγκερ Ραϊφ Μπαντάουι, ο οποίος καταδικάστηκε επίσης και σε δεκαετή ποινή κάθειρξης.