του Mehdi Hasan για το The Intercept

Την Κυριακή, η Μαρίν Λεπέν έγινε η δεύτερη υποψήφια του Εθνικού Μετώπου που κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο -ο πρώτος ήταν ο αρνηθείς του Ολοκαυτώματος πατέρας της, ο ιδρυτής του Εθνικού Μετώπου, Ζαν Μαρί Λεπέν, το 2002- όπου θα αντιμετωπίσει τον ανεξάρτητο κεντρώο Εμανουέλ Μακρόν στις 7 Μαΐου. Ποτέ πριν στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας δεν απέτυχαν και οι Σοσιαλιστές και οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι να φτάσουν στον τελικό των προεδρικών εκλογών. Αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια πολιτική καταστροφή.

Ποιος λοιπόν φταίει για την άνοδο της Λεπέν και του Εθνικού Μετώπου; Η κοινή λογική λέει ότι οι κυρίαρχοι Γάλλοι πολιτικοί επέτρεψαν στην ακροδεξιά να κερδίσει ψήφους, επιτρέποντάς της να μονοπωλήσει το θέμα της μετανάστευσης. Στην πραγματικότητα όμως ισχύει το αντίστροφο: Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, τόσο οι κεντροδεξιοί Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι κεντροαριστεροί Σοσιαλιστές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προσπαθήσουν να ακολουθήσουν την ξενοφοβική ρητορική και τις πολιτικές της Λεπέν, κάτι που μόνο δυνάμωσε -και νομιμοποίησε- και τον πατέρα και την κόρη.

Πίσω στον Σεπτέμβριο του 1984, ο πρωθυπουργός του Σοσιαλιστικού κόμματος, Λοράν Φαμπιούς, είπε σε μια τηλεοπτική συνέντευξη ότι ο Λεπέν ο γηραιότερος, ένας φανατικός ρατσιστής και νεοφασίστας, έθετε τις σωστές ερωτήσεις, αλλά έδινε λάθος απαντήσεις. Λίγα χρόνια αργότερα, ο σοσιαλιστής πρόεδρος, Φρανσουά Μιτεράν, δήλωσε ότι η Γαλλία είχε φτάσει σε ένα «όριο ανοχής» όσον αφορά τις επιπτώσεις του μεταναστευτικού.

Το 1991, μετά από συγκρούσεις που ξέσπασαν μεταξύ της γαλλικής αστυνομίας και των νέων αραβικής και βορειοαφρικανικής καταγωγής, πολιτικοί από την αριστερά, τη δεξιά και το κέντρο έτρεξαν για να καταγγείλουν τη μετανάστευση και να κατακρίνουν τους Γάλλους μουσουλμάνους. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, για παράδειγμα, δεν ήταν ο Λεπέν που επέκρινε μια «υπερβολική δόση» μεταναστών που έφεραν στη Γαλλία «τρεις ή τέσσερις συζύγους, περίπου 20 παιδιά», μαζί με «θόρυβο» και «βρώμα». Ήταν ο πρώην κεντροδεξιός πρωθυπουργός (και αργότερα πρόεδρος) Ζακ Σιράκ. Ένα μήνα αργότερα, δεν ήταν ο Λεπέν που ανακοίνωσε ότι η γαλλική κυβέρνηση θα ναυλώσει αεροπλάνα για να εκτοπίσει βίαια τους μετανάστες χωρίς έγγραφα. Ήταν η τότε σοσιαλίστρια πρωθυπουργός Εντίθ Κρεσόν. Μόλις λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1991, δεν ήταν ο Λεπέν που προειδοποίησε για μια «εισβολή» μεταναστών και ζήτησε η γαλλική ιθαγένεια να βασίζεται στο «δίκαιο του αίματος». Ήταν ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν.

Κάθε φορά που οι πολιτικοί και τα κόμματα του κατεστημένου σκλήραιναν τη στάση τους για τη μετανάστευση ή για το Ισλάμ, το Εθνικό  Μέτωπο γινόταν λιγότερο περιθωριακό και πιο ισχυρό. Ίσως η μεγαλύτερη ώθηση στη «Λεπενοποίηση» της γαλλικής πολιτικής προήλθε από τον Νικολά Σαρκοζί. Ως πρόεδρος της Γαλλίας από το 2007 έως το 2012, φλέρταρε έντονα με τους ψηφοφόρους του Εθνικού Μετώπου και βοήθησε να καταργηθεί η «ρεπουμπλικανική συμφωνία», σύμφωνα με την οποία τα δύο βασικά κόμματα είχαν δεσμευτεί να συνεργαστούν για να νικήσουν το Εθνικό Μέτωπο σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Θυμηθείτε: Ήταν ο Σαρκοζί που ξεκίνησε το «Μεγάλο Ντιμπέιτ για την Εθνική Ταυτότητα» το 2009. Ήταν αυτός που διέταξε την απαγόρευση της μαντίλας που καλύπτει το πρόσωπο, που φοριόταν μόνο από 2.000 από τις περίπου 2 εκατομμύρια ενήλικες μουσουλμάνες γυναίκες στη Γαλλία, το 2010. Αυτός ήταν που παραδόξως δήλωσε ότι το κρέας χαλάλ είναι το «ζήτημα που απασχολεί περισσότερο τους Γάλλους» το 2012. Και ο Σαρκοζί χαρακτήρισε το Εθνικό Μέτωπο «δημοκρατικό κόμμα» και θεωρούσε τις αξίες του «σύμφωνες με τη Δημοκρατία».

Η γαλλική αριστερά, ωστόσο, έχει επίσης να δώσει πολλές εξηγήσεις. Ο Μανουέλ Βαλς, πρωθυπουργός του Σοσιαλιστικού κόμματος μεταξύ 2014 και 2016, υπερασπίστηκε την απαγόρευση του μπουρκίνι και είπε ότι «το πιο σημαντικό πράγμα» δεν είναι η ανεργία, αλλά η «μάχη της ταυτότητας, η πολιτιστική μάχη». Η ίδια η Μαρίν Λεπέν δεν μπορούσε να το θέσει καλύτερα. Η συνεργάτης του σοσιαλιστή Βαλς, Λορένς Ροσινιόλ, υπουργός Δικαιοσύνης της Γαλλίας, σύγκρινε τις μουσουλμάνες γυναίκες που επιλέγουν να φορούν μαντίλα με «Αμερικανούς νέγρους που τάσσονται υπέρ της σκλαβιάς». Και ο ακροαριστερός προεδρικός υποψήφιος Ζαν-Λυκ Μελανσόν, που ήρθε τέταρτος την Κυριακή, καταδίκασε την υποψηφιότητα μιας μουσουλμάνας γυναίκας υποψήφιας που φορούσε μαντίλα στις περιφερειακές εκλογές του 2010.

Αυτά είναι το ηθικό βάθος στα οποίο βυθίστηκε ο γαλλικός σοσιαλισμός.
Με εχθρούς σαν αυτούς, ποιος χρειάζεται φίλους; Θα πρέπει να εκπλαγούμε λοιπόν που η Μαρίν Λεπέν έχει εκφράσει τα τελευταία χρόνια μια ξεδιάντροπα κυνική πολιτική αποδαιμονοποίησης που βασίζεται στη μείωση της έκφρασης του (αντιλαϊκού) αντισημιτισμού του Εθνικού Μετώπου, ενώ προβάλλει περισσότερο τη (δημοφιλέστερη) ισλαμοφοβία του; Χωρίς μεγάλη αντίσταση, πλαισίωσε τη βασική στάση του κόμματος για το μεταναστευτικό ως μια φιλελεύθερη υπεράσπιση του κοσμικού χαρακτήρα του γαλλικού κράτους ενάντια στους φανατικούς και ανελεύθερους μουσουλμάνους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.

Η ισλαμοφοβία έχει εδώ και πολύ καιρό ενώσει τα δημόσια πρόσωπα από όλο το φάσμα της Γαλλίας. «Αυτή η αντι-μουσουλμανική ρητορική μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την ακροαριστερά μέχρι και την ακροδεξιά… απεικονίζει τη σύγκλιση των απόψεων σχετικά με τους μουσουλμάνους», λέει ο Γιάσερ Λουάτι, Γάλλος ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Μπορούν να διαφωνήσουν για όλα αλλά όχι για την ισλαμοφοβία».

Για να καταπολεμηθεί το Εθνικό Μέτωπο, λέει, πρέπει να αναγνωριστεί ο ρόλος που εξακολουθεί να διαδραματίζει ο ενδημικός ρατσισμός και οι θρησκευτικές διακρίσεις στη γαλλική κοινωνία, από τα διοικητικά συμβούλια μέχρι τα πανεπιστήμια. Μια πρώην αποικιακή δύναμη όπως η Γαλλία, υποστηρίζει ο Λουάτι, «έχει τον ρατσισμό στο DNA της». Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τα αυξανόμενα εγκλήματα μίσους, όπως το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, φαίνεται να υποστηρίζουν τη θέση του.

Παρόλα αυτά, για να είμαστε δίκαιοι με τους Γάλλους, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι περίπου δύο στους τρεις από αυτούς θα ψηφίσουν κατά της Λεπέν και υπέρ του Μακρόν στην τελική ψηφοφορία τον επόμενο μήνα. Ο Μακρόν βρίσκεται σε καλό δρόμο για να κερδίσει μια μεγάλη νίκη. Η Λεπέν όμως έχει καταστήσει σαφές ότι είναι εδώ για να μείνει. Η Λεπέν και οι φασίστες φίλοι της θα επιστρέψουν το 2022 για να αγωνιστούν ξανά, ενθουσιασμένοι και γεμάτοι ενέργεια, για να μην αναφέρουμε τη  νομιμοποίησή τους μέσω μιας τέτοιας επιτυχίας το 2017- και αναγκάζοντας την αριστερά και τη δεξιά να χορεύουν στους φανατισμένους ρυθμούς τους.

Ήρθε λοιπόν η ώρα για έναν απολογισμό. Η στρατηγική της γαλλικής ελίτ να προσπαθεί να νικήσει τους Λεπέν μιμούμενη τη ρητορική τους, να κλέβει τις πολιτικές τους και να ικανοποιεί τους ψηφοφόρους τους ήταν μια πολιτική και ηθική αποτυχία. Όπως έγραψε ο Γκάρι Γιούντζ στον The Guardian μετά την εντυπωσιακή νίκη του Ζαν-Μαρί Λεπέν στον πρώτο γύρο του 2002, «Κάθε βήμα που κάνετε προς ένα ρατσιστικό πρόγραμμα δεν εξουδετερώνει τους ρατσιστές αλλά τους ενθαρρύνει».

Δεκαπέντε χρόνια μετά, τίποτα δεν άλλαξε. Δεν μπορείτε να κατευνάσετε το φασισμό με το να συμβιβάζεστε μαζί του. Δεν μπορείτε να νικήσετε τον ρατσισμό ικανοποιώντας τον ή δικαιολογώντας τον. Ίσως οι Γάλλοι πολιτικοί πρέπει να ξαναδιαβάσουν το εθνικό τους σύνθημα. Ο αγώνας για την ισότητα και της αδελφοσύνη, ανεξάρτητα από τη φυλή ή τη θρησκεία, είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός.