Συγκεκριμένα, οι τρεις βασικές αρχές, στη βάση των οποίων διαρθρώνονται οι κατευθυντήριες γραμμές της διαδικασίας του Brexit, είναι οι εξής:

1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισημαίνει την επιθυμία του να έχει στο μέλλον μια «στενή συνεργασία» με το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τονίζει ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να βασίζεται σε ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και να διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού.

Επισημαίνει, επίσης, ότι η διατήρηση της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς αποκλείει τη συμμετοχή μίας χώρας στη βάση μιας «προσέγγισης ανά τομέα». Δηλαδή «ενα μη-μέλος της Ένωσης, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις ίδιες υποχρεώσεις με ένα μέλος, δεν μπορεί να έχει τα ίδια δικαιώματα και να απολαμβάνει τα ίδια οφέλη».

Παράλληλα, εκφράζει την ικανοποίησή του για την αναγνώριση, εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης, ότι οι τέσσερις ελευθερίες της ενιαίας αγοράς είναι αδιαίρετες και ότι δεν μπορεί να υπάρξει «διαλογή κερασιών». Η Ένωση θα διατηρήσει την αυτονομία της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, καθώς και τον ρόλο του Δικαστηρίου της Ε.Ε.

2. Οι διαπραγματεύσεις, βάσει του άρθρου 50 της Συνθήκης της Ε.Ε. θα διεξάγονται με διαφάνεια και ως ενιαία δέσμη μέτρων. Με βάση την αρχή ότι «τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί μέχρι να συμφωνηθούν τα πάντα», τα μεμονωμένα στοιχεία δεν μπορούν να διευθετηθούν χωριστά.
 
Η Ε.Ε. θα προσεγγίσει τις διαπραγματεύσεις με ενιαίες θέσεις και θα ασχοληθεί με το Ηνωμένο Βασίλειο, αποκλειστικά μέσω των καναλιών που καθορίζονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές και στις διαπραγματευτικές οδηγίες.
Σημειώνεται ότι για να μην υποβαθμιστεί η θέση της Ένωσης, δεν θα υπάρξουν ξεχωριστές διαπραγματεύσεις μεταξύ των επιμέρους κρατών – μελών και του Ηνωμένου Βασιλείου, για θέματα σχετικά με την απόσυρση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.

3. Οι βασικές αρχές που εκτίθενται ανωτέρω, πρέπει να ισχύουν εξίσου, τόσο στις διαπραγματεύσεις για τη συντεταγμένη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και στις προκαταρκτικές και προπαρασκευαστικές συζητήσεις για τη μελλοντική σχέση με την Ε.Ε.