του Θάνου Καμήλαλη

Η Ροτόντα αποτελεί ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα μνημεία της Θεσσαλονίκης, χτίστηκε περίπου το 304 μ.Χ. και θυμίζει αρκετά στην κατασκευή το Πάνθεον της Ρώμης. Ο αρχικός προορισμός του κτιρίου δεν μας είναι γνωστός, πιθανώς, όμως επρόκειτο για μαυσωλείο ή για ναό των ανακτόρων, πιθανότερη φαίνεται η εκδοχή για τη χρήση του ως αυτοκρατορικού ναού, αφιερωμένο στον Δία ή τον Κάβειρο.. Με την πάροδο των χρόνων  της άλλαξε ονόματα και χρήσεις από ρωμαϊκός ναός σε χριστιανικός, σε μουσουλμανικό τζαμί (με την προσθήκη μιναρέ που διατηρείται μέχρι σήμερα) και μετά ξανά σε χριστιανικό ναό. Πρόκειται δηλαδή για ένα μνημείο πολυπολιτισμικότητας, αναγνωρισμένο μάλιστα ως μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO 

Στα τέλη Απριλίου και με αφορμή τη Θεία Λειτουργία που πραγματοποιείται στη Ροτόντα, μία φορά το μήνα, ο ρόλος της Ροτόντας επανήλθε στην επικαιρότητα. Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ανακοίνωσε ξαφνικά ότι κατά τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου ο Μητροπολίτης Άνθιμος «θα μεταφέρει το παλαιόν εγκαίνιον του ιερού ναού και θα το τοποθετήσει μονίμως επί της Αγίας Τραπέζης». Το «παλαιόν εγκαίνιον»  είναι ένα αιματοβαμμένο ύφασμα που βρέθηκε το 1953 κατά τη διάρκεια ανασκαφών στο εσωτερικό της Ροτόντας. Η κίνηση αυτή του Μητροπολίτη προκάλεσε αντιδράσεις, από το υπουργείο Πολιτισμού, τον ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης, τον Δήμο Θεσσαλονίκης αλλά και την πρωτοβουλία πολιτών «Φίλοι της Ροτόντας», που προβάλουν ως βασικό επιχείρημα ότι μία μόνιμη παρέμβαση στον χώρο θα δημιουργήσει τετελεσμένο και θα μετατρέψει de facto ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς σε εκκλησία.

Το ζήτημα της Ροτόντας όμως, στην πραγματικότητα απασχολεί έντονα την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες κι έχει αποτελέσει πολλές φορές ένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των κρατικών αρχών και της Μητρόπολης της πόλης. Μολονότι αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1913, η Ροτόντα κηρύχθηκε «εθνικό Μνημείο» και δεν αποδόθηκε ποτέ στην Εκκλησία ως λατρευτικός χώρος, η Μητρόπολη εμμένει στη θέση της ότι πρόκειται για ναό και ζητεί, με διάφορους τρόπους να αποδοθεί ο χώρος σε αυτήν. Καθώς όμως οι αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων δεν της το επιτρέπουν, φαίνεται ότι η Μητρόπολη έχει στραφεί σε μία προσπάθεια υπόγειας, σταδιακής «εκκλησιαστικοποίησης» του χώρου, προσπαθώντας να φέρει την Πολιτεία προ τετελεσμένου γεγονότος. 

Το TPP μίλησε με την Αικατερίνη Γεωργιάδου, δικηγόρο και μέλος της πρωτοβουλίας πολιτών «Φίλοι της Ροτόντας», για την ιστορία του χώρου, το ρόλο του και τη διαμάχη με τη Μητρόπολη. 

Ας ξεκινήσουμε από τα πιο πρόσφατα γεγονότα. Τα τελευταία δημοσιεύματα για το θέμα της Ροτόντας κάνουν λόγο για «υποχώρηση» του μητροπολίτη Άνθιμου και «απομάκρυνση του Εγκαινίου» από το μνημείο. Ισχύει κάτι τέτοιο;

Δεν μπορώ να πω ότι έχουμε υποχώρηση του Μητροπολίτη Άνθιμου ούτε απομάκρυνση του εγκαινίου και το λέω αυτό διότι:  Από τη μια η γενική γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού κα Μαρία Βλαζάκη δήλωσε στις 24.4.2017 ότι το Εγκαίνιο δεν βρίσκεται μετά τη χθεσινή Λειτουργία σε εμφανές σημείο επί της Αγίας Τράπεζας εντός του μνημείου». Αυτό ερμηνεύεται και ως ότι μπορεί να βρίσκεται σε σημείο μη εμφανές ή να βρίσκεται υπό (δηλαδή κάτω) της Αγίας Τράπεζας.

Από την άλλη η Μητρόπολη την αμέσως επόμενη μέρα στις 25.4.2017 εξέδωσε ανακοίνωση όπου δηλώνει ότι μετεφέρθη το αρχαίο «Εγκαίνιο» και ήδη ετοποθετήθη και φυλάσσεται ως ιερό κειμήλιο μαζί με το τμήμα του λειψάνου του αγίου Γεωργίου μέσα στον ανάλογο διαμορφωμένο χώρο γνωστό ήδη από ετών στην αρχαιολογική υπηρεσία. … Από τη δήλωση αυτή της Μητρόπολης εγώ καταλαβαίνω πως το εγκαίνιο φυλλάσσεται μέσα στο μνημείο και δεν έχει απομακρυνθεί. 

Γιατί οι τελευταίες κινήσεις της Μητρόπολης παραβιάζουν τη νομοθεσία;

Αυτό που πρέπει να γίνει ξεκάθαρο είναι ότι εδώ έχουμε μια απροκάλυπτη και αναμφισβήτητη παραβίαση των νόμων και των πολιτειακών πράξεων. Η Ροτόντα σύμφωνα με τον αρχαιολογικό νόμο, τις υπουργικές αποφάσεις για τη χρήση της, την νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας, είναι επισκέψιμο ιστορικό προστατευόμενο μνημείο. Κατ’ εξαίρεση μέσα σ’ αυτό μπορούν να τελούνται ιερές ακολουθίες μια φορά το μήνα, κατόπιν άδειας από την εφορεία βυζαντινών αρχαιοτήτων.

Αλλά απαγορεύεται ρητά οποιαδήποτε μόνιμη κατασκευή ή εγκατάσταση επίπλων και ιερών σκευών. Συνεπώς, άδεια για μόνιμη εγκατάσταση του εγκαινίου δεν μπορούσε ούτε και μπορεί να χορηγηθεί. Το ότι δεν δόθηκε άδεια για μόνιμη παραμονή του εγκαινίου επιβεβαιώθηκε και από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, που απέστειλε έγγραφο στη Μητρόπολη με το οποίο της ζήτησε να το αποσύρει. Αλλά και από την ίδια την Εκκλησία η οποία ισχυρίζεται ότι λειτούργησε με βάση τους Ιερούς Κανόνες.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι εδώ δοκιμάζεται η σχέση της Εκκλησίας με την πολιτική εξουσία και τους νόμους του κράτους και ότι αυτό που εξακολουθεί να διακυβεύεται στο πολύπαθο αυτό ρωμαικό μνημείο είναι τα όρια παρέμβασης της Εκκλησίας σε θέματα πολιτισμού και αξιοποίησης από την πολιτεία των πολιτιστικών της αγαθών.

Νομίζω ότι συχνά στην περίπτωση της Ροτόντας τίθεται το δίλημμα «Ναός ή Μνημείο». Τι ισχύει από τα δύο και σε τι βαθμό έχει αποφασιστεί ο χαρακτήρας της;

Το ότι η Ροτόντα δεν είναι ναός κρίθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ανώτατου δηλαδή Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας, με την αριθμ 2068/1999 απόφασή της, η οποία ξεκαθάρισε πως δεν συνιστά προσκύνημα ένας ιερός χώρος αν δεν έχει περιέλθει στη δημόσια λατρεία από πολλά έτη ώστε να έχει καταστεί πράγμα εκτός συναλλαγής προορισμένο για την εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού.

Η περιστασιακή παραχώρηση του μνημείου για λατρευτική χρήση στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, υπό το ισχύον νομικό καθεστώς, δεν μεταβάλλει το μοναδικό χαρακτήρα της Ροτόντας ως μνημείου, ούτε της προσδίδει τον πρόσθετο χαρακτήρα του «ναού» δεδομένου ότι με τη χρήση «αντιμηνσίου» λειτουργίες μπορούν να τελούνται σε οποιοδήποτε χώρο εκτός των καθιερωμένων εν χρήσει ναών, ακόμη και στην ύπαιθρο. Στην απόφαση της Ολομέλειας, ο όρος «ναός» σημαίνει ότι η Ροτόντα αποτελεί μνημείο διαθρησκευτικού χαρακτήρα και όχι εκκλησία.

Η Ροτόντα δηλαδή δεν έχει καταστεί προσκύνημα, γιατί δεν έχει αποδοθεί σε θρησκευτική χρήση με τρόπο πάγιο, σταθερό και διαρκή.

Απο την στιγμή που η «περιστασιακή παραχώρηση του μνημείου στη Μητρόπολη» επιτρέπεται, γιατί η τελευταία κίνηση της Μητρόπολης προκάλεσε αντιδράσεις; Σε τελική ανάλυση,είναι τόσο σημαντικό το ότι η Μητρόπολη προσπάθησε να τοποθετήσει το «Εγκαίνιο» στο εσωτερικό της Ροτόντας;

Με αυθαίρετες ενέργειες, όπως είναι η πρόσφατη μόνιμη εγκατάσταση του εγκαινίου, η Εκκλησία επιχειρεί να παρέμβει στο μνημείο μόνιμα και παράνομα, δημιουργώντας τετελεσμένη κατάσταση που, με βάση τους Ιερούς Κανόνες, δεν μπορεί να ανατραπεί και να μετατρέψει έτσι de facto το μνημείο σε ναό. Σκοπεύει δηλαδή σταδιακά στην οργάνωση στο μνημείο ενός de facto καθεστώτος μόνιμου εκκλησιαστικού χαρακτήρα και κύριας λατρευτικής χρήσης, η οποία τελεί υπό τον έλεγχό της και έρχεται σε αντίθεση με ρυθμίσεις πολιτειακών πράξεων, που αποσκοπούν στην προστασία του.

Τις προθέσεις αυτές και τις αληθινές επιδιώξεις έφερε και πρόσφατα στο φως ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης από άμβωνος κατά την τέλεση της ιεράς ακολουθίας στην Ροτόντα στις 23.4.2017. Παραθέτω το χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Άλλοι θέλουν ένα τόσο εκπληκτικό μνημείο να έχει χαρακτήρα κοσμικό και να χρησιμοποιείται από άθεους. Δεν μπορούμε να το αποδεχτούμε αφού αν καταμετρήσουμε τον βίο αυτής της εκκλησίας, θα καταλήξουμε στο ότι είναι εκκλησία. Έχουμε καταλήξει στο να χρησιμοποιείται το μνημείο εξημισίας από το Δημόσιο και την Εκκλησία, ωστόσο αν ήμασταν οργανωμένοι, το κτήριο αυτό θα είχε αποδοθεί στην εκκλησία, με τον όρο να συντηρείται και με έξοδα της εκκλησίας. Θα δούμε πώς θα λυθεί η διένεξη, ελπίζουμε να λυθεί το ζήτημα και να χαρακτηριστεί ως θρησκευτικό κτήριο. Η εκκλησία δεν πρόκειται ποτέ να παραιτηθεί από τα δικαιώματά της πάνω σε αυτό το έργο». 

Έχω την άποψη ότι τις ενέργειες αυτές θα πρέπει να τις δούμε όχι αποσπασματικά αλλά σ’ ενα γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Τι εννοώ: οι πράξεις και οι δηλώσεις του ιεράρχη, γίνονται φανερά και μόλις ένα μήνα μετά που ο ίδιος άνοιξε τις πόρτες της Μητρόπολης και εναγκαλίσθηκε ένθερμα, όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, με τον χρυσαυγίτη αρχηγό και δικαζόμενο τρεχόντως ως αρχηγό της χρυσαυγίτικης εγκληματικής οργάνωσης. Κίνηση που ερμηνεύεται ως αποδοχή και μη αποδοκιμασία των προκλητικά ρατσιστικών απόψεων της οργάνωσης, τη στιγμή μάλιστα που η Χρυσή Αυγή με το δελτίο τύπου που εξέδωσε για τη συνάντηση, φαίνεται να κάνει λόγο για συναντίληψη και συμφωνία των δύο πλευρών όσον αφορά την πολιτική της κυβέρνησης αναφέροντας επί λέξει: «Η συνάντηση διεξήχθη σε ιδιαίτερα θερμό κλίμα κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας και ιδιαίτερα τα ζητήματα που αφορούν την Ορθοδοξία και τον πόλεμο που δέχεται από το ανθελληνικό κράτος της αριστεράς» 

Τέτοιες όμως ενέργειες δείχνουν επίδειξη δύναμης και περιφρόνηση στους νόμους της πολιτείας, ενώ ταυτόχρονα ανοίγουν δρόμο σε αυτοδικίες και εμπαθή σύγκρουση μεταξύ των πολιτών. Και το λέω αυτό διότι το 1995 ζήσαμε δυσάρεστα γεγονότα που όλοι μας θέλουμε μην επαναληφθούν (συγκέντρωση εξαγριωμένων πιστών και ιερέων που με βία ματαίωσαν προγραμματισμένη συναυλία και έσπασαν το πιάνο).

Απόδειξη της ανυποχώρητης θέσης της Μητρόπολης και της συνεχιζόμενης παραβίασης των νόμων του κράτους από μέρους της, είναι οι δηλώσεις της σε ανακοίνωση που εξέδωσε στις 25.4.2017, μετά δηλαδή από τις ενέργειες του Υπουργείου, τα δημοσιεύματα και το σάλο που προκλήθηκε, όπου σημειώνεται ευθαρσώς: «Κατά την Θ. Λειτουργία της 23ης Ἀπριλίου 2017 ουδεμία παρέμβαση ή νέα κατασκευή έγινε επὶ της αγίας Τραπέζης του ιερού Μνημειακού αὐτού Ναού. Απλώς όπως ήδη είχε ενημερωθεί η αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, μετεφέρθη το αρχαίο «Εγκαίνιο» και ήδη ετοποθετήθη και φυλάσσεται ως ιερό κειμήλιο μαζί με το τμήμα του λειψάνου του αγίου Γεωργίου μέσα στον ανάλογο διαμορφωμένο χώρο γνωστό ήδη από ετών στην αρχαιολογική υπηρεσία. Η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης αναμένει ακόμη την εφαρμογή της αποφάσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για την τοποθέτηση του Σταυρού στην στέγη του ιερού Ναού αγίου Γεωργίου Ροτόντα». Φυσικά και θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν άλλοι ιεράρχες διαφωνούν με αυτές τις πρακτικές, να πάρουν ξεκάθαρη θέση.

Η παρούσα αυθαίρετη και επιθετική ενέργεια της Μητρόπολης για μόνιμη εγκατάσταση του εγκαινίου, με την οποία διαφωνεί και το Υπουργείο Πολιτισμού και ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης – μάλιστα το θέμα συζητήθηκε και στο δημοστικό συμβούλιο- αντανακλά τη διαχρονική προσπάθεια ορισμένων εκκλησιαστικών κύκλων της Θεσσαλονίκης να επιτύχουν τη σταδιακή οικειοποίηση, ως χριστιανικού ναού, της Ροτόντας, ενός συμβόλου της πολύχρονης και πολύχρωμης ιστορίας της πόλης μας, του εμβλήματος των τριών Αυτοκρατοριών, μέσα στις οποίες έλαμψε.
Το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης υιοθέτησε στις 25.4.2017 ψήφισμα με το οποίο ζητάει να εφαρμοστούν οι υπουργικές αποφάσεις για τη Ροτόντα, καταδικάζοντας στην ουσία την εμφανή προσπάθεια του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης να αλλάξει τα όσα ισχύουν σήμερα για τον χαρακτήρα και τη χρήση του μνημείου.

Δεν είναι η πρώτη φορά πάντως που η διαμάχη της Μητρόπολης με κρατικούς φορείς για τη Ροτόντα έρχεται στην επικαιρότητα. Απ'όσο γνωρίζω το ζήτημα έχει απασχολήσει την κοινωνία της Θεσσαλονίκης σε πολλές περιπτώσεις τουλάχιστον τα τελευταία είκοσι χρόνια…

Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχάς ότι η Ροτόντα είναι ιδιοκτησία του Κράτους και δεν ανήκει στην Εκκλησία. Κηρύχθηκε «εθνικό μνημείο» αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 5 Ιουλίου 1913, με πράξη του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα νόμο περί αρχαιοτήτων. Στη συνέχεια  σε αντίθεση με άλλα κηρυγμένα «εθνικά μνημεία», όπως η Αγία Σοφία και ο Άγιος Δημήτριος, το κράτος με απόφαση της προσωρινής κυβερνήσεως το 1917, που υπογράφεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο (διάταγμα 2134/1917, Εφημ. Προσωρινής Κυβερνήσεως, φ. 77/24-4-1917), μετά και από σχετικό αίτημα της γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής, η οποία διενεργούσε ανασκαφές στη Θεσσαλονίκη, και μετά από συνεννόηση και με τον τότε Μητροπολίτη Γεννάδιο, ο οποίος είχε δώσει τη συγκατάθεσή του, η Ροτόντα μετατράπηκε σε «Μακεδονικό Μουσείο» και εγκαταστάθηκε εκεί λίγο αργότερα στο προαύλιό της η ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία βυζαντινών αρχαιοτήτων. Δεν αποδόθηκε δηλαδή στη δημόσια λατρεία ούτε παραχωρήθηκε για το σκοπό αυτό στην Εκκλησία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η Ροτόντα αποτελεί για τη Διοίκηση μουσείο που λειτουργεί συνεχώς και αδιαλείπτως ως δημόσια υπηρεσία. Απόκτησε δηλαδή το μνημείο μουσειακό προορισμό, τον οποίο και διατηρεί τυπικά μέχρι τις μέρες μας, υπαγόμενο στη δικαιοδοσία της αρχαιολογικής υπηρεσίας. (βλ. Αντ. Μανιτάκη Η αντιδικία για την εξουσία χρήσης της Ροτόντας του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη», στο Ροτόντα Μνημείο Πολιτισμού, έκδοση Ένωσης Πολιτών Θεσσαλονίκης για το περιβάλλον και τον πολιτισμό, 1996).

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το κράτος έκτοτε απέκτησε την αποκλειστική, αναπαλλοτρείωτη, αδιαμφισβήτητη και διηνεκή κυριότητα του κτίσματος, το οποίο ανήκει στην δημόσια περιουσία του. Από τη δημόσια αυτή κτήση απορρέει η εξουσία του κράτους να αποφασίζει για τις ειδικότερες χρήσεις του, να το διοικεί να το διαχειρίζεται και να το συντηρεί. Άρα, την εξουσία κτήσης και χρήσης της Ροτόντα είχε ανέκαθεν η Πολιτεία ενώ τα τελευταία χρόνια διεκδικεί την εξουσία χρήσης ολοκληρωτικά η Εκκλησία.

Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, για να δούμε και να καταλάβουμε τι έγινε μέχρι σήμερα με τις έως τώρα ενέργειες της Μητρόπολης. 

Τον Δεκέμβριο του 1994 η προσπάθεια έγινε από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης παίρνοντας άδεια από το Υπουργείο Πολιτισμού για έκθεση βυζαντινών εικόνων. Όπως αποδείχθηκε όμως, λίγες μέρες μόνο αργότερα, η έκθεση δεν ήταν παρά το πρόσχημα για να καταλάβουν, δόλια και αυθαίρετα, εκπρόσωποι της Μητρόπολης το μνημείο, μεταφέροντας και εγκαθιστώντας χωρίς άδεια Αγία Τράπεζα και διάφορα αντικείμενα –εικόνες και έπιπλα – (εκκλησιαστικό εξοπλισμό) για τη λατρευτική χρήση, ώστε να αποκτήσει το μνημείο την εικόνα του ναού εν λειτουργία για να μπορούν να δικαιολογούν έτσι την κατάληψή του και τη συνεχή λατρευτική χρήση του, αδιαφορώντας για τις βλάβες που τυχόν θα επέρχονταν στα ψηφιδωτά και στη συντήρηση των αρχαίων. Οι πραγματικές προθέσεις όμως ήρθαν στο φως λίγες μόνο μέρες αργότερα, όταν εισηγήθηκε με έγγραφό της (7.1.1995) προς την Ιερά Σύνοδο τον χαρακτηρισμό της Ροτόντας ως προσκυνηματικού ναού, απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πέντε μήνες αργότερα τον Μάιο του 1995 (Κανονισμός Ιεράς Συνόδου 71/1995 περί λειτουργίας προσκυνηματικού ναού). Όλα αυτά έγιναν κρυφά, χωρίς προηγούμενη συνενόηση με το Υπουργείο Πολιτισμού και χωρίς να ζητήσει την άδεια από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, όπως όφειλε από τον αρχαιολογικό νόμο, ή τουλάχιστον να ενημερώσει, εφόσον πρόκειται για κηρυγμένο μνημείο (πηγή: Α. Μανιτάκης, ο.π. σελ. 27).

Είναι ακόμα νωπές στη Θεσσαλονίκη, οι μνήμες από τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1995, όταν ο όχλος με υποκινητή τον τότε Πρωτοσύγκελο της Ιεράς Μητρόπολης, με βία, τρομοκρατία και σπάζοντας το πιάνο, εμπόδισε τη διεξαγωγή συναυλίας παρότι υπήρχε άδεια από το Υπουργείο Πολιτισμού, «προστατεύοντας» έτσι τον «λατρευτικό χαρακτήρα» του μνημείου. Εκείνη η προσβολή του πολύμορφου ιστορικού χαρακτήρα του μνημείου αντιμετωπίστηκε, χάρη στην παρέμβαση ενεργών πολιτών, με πρωτοστατούσα την «Ένωση Πολιτών Θεσσαλονίκης για το Περιβάλλον και τον Πολιτισμό» και με την έκδοση της υπ’ αριθ 2068/1999 απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ που ξεκαθάρισε τον μουσειακό προορισμό του και ακύρωσε τον Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου κρίνοντάς τον παράνομο και αντισυνταγματικό.

Το 1999 πριν ακόμη εκδοθεί η απόφαση του ΣτΕ και ενώ ήταν ορατό ότι θα έχανε τη δίκη η εκκλησία, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζελος σε μια προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού επέτρεψε να γίνονται μόνο 12 θρησκευτικές εκδηλώσεις ετησίως. Κατόπιν αυτών η Μητρόπολη όχι μόνο δεν απέσυρε την Αγία Τράπεζα ως ώφειλε, αλλά συνέχιζε να μεταφέρει θρησκευτικά σκεύη, εγκατέστησε δε και παραβάν για να τα αποθηκεύει, παραβιάζοντας την υπουργική απόφαση και τα συμφωνημένα.

Στην απόφαση Βενιζέλου (ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ34/7161/255/9-2-1999 Υ.Α. «Χρήσεις Ροτόντας Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης»), ορίσθηκαν ότι: 1) Η Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου είναι επισκέψιμο μνημείο, μέσα στο οποίο μπορούν να τελούνται ιερές ακολουθίες μία φορά το μήνα σε συνεννόηση με τον Προϊστάμενο της οικείας 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών ουδεμία μόνιμη κατασκευή ή εγκατάσταση επίπλων και ιερών σκευών θα γίνει. 2) Τη φύλαξη, την ασφάλεια, την προστασία, τη διαχείριση, τον έλεγχο ευκρασίας, τη συντήρηση και γενικά τον έλεγχο και την ευθύνη του κτίσματος και των ευρισκομένων στον αυλόγυρο και στον κήπο αρχαιοτήτων και προσκτισμάτων έχει το Υπουργείο Πολιτισμού. 3) Το Υπουργείο Πολιτισμού εκτελεί όλες τις αναγκαίες για το μνημείο αρχαιολογικές εργασίες έρευνας, αναστήλωσης και συντήρησης.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τις διαλαμβανόμενες στην υπουργική αυτή απόφαση θέσεις αποδέχθηκε ο τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, με το 71/10-2-1999 έγγραφό του προς τον τότε Υπουργό Πολιτισμού (βλ. σχετικά απόφαση ΣτΕ 2068/1999). Υπήρξε, δηλαδή, συναίνεση από την Μητρόπολη ως προς τη συγκεκριμένη χρήση της Ροτόντα.

Το καθεστώς αυτό επιβεβαιώθηκε και επικαιροποιήθηκε μετά από γνωμοδότηση του ΚΑΣ 3/26-1-2016) και με τη μεταγενέστερη υπουργική απόφαση του 2015 του τότε Υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά (31748/18298/970/250/04/02/2016) με την οποία αποδόθηκαν στη Ροτόντα επιπλέον χρήσεις κοσμικού χαρακτήρα. Αυτό το κοινωνικό consensus έρχεται τώρα να ανατρέψει η Μητρόπολη με μονομερείς ενέργειες της.

Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και το αίτημα της Μητρόπολης για την τοποθέτηση σταυρού στο θόλο της Ροτόντας, ένα ζήτημα που άνοιξε αρκετά χρόνια μετά την περίοδο Βενιζέλου, το 2015…

Το 2015, το Υπουργείο Πολιτισμού νομιμοποίησε, πακτώνοντας, την για 20 χρόνια αυθαίρετη Αγία Τράπεζα, ίσιωσε το δάπεδο γύρω από αυτήν, για να διευκολύνονται οι τελετές, και επέτρεψε, μετά από έγγραφο αίτημα της Μητρόπολης προς την ΕΦΑ πόλης, την εγκατάσταση σταυρού στο θόλο «μετά από αντικεραυνική μελέτη». Και πάλι οι ενεργοί πολίτες αντιτάχθηκαν συγκεντρώνοντας 653 υπογραφές από έλληνες και ξένους, ανθρώπους των γραμμάτων, του πνεύματος, των τεχνών και των επιστημών, δασκάλους, υπαλλήλους του κράτους, εκλεγμένους επισπεύδοντες της πολιτείας και εκαντοντάδες πολίτες από τη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και την ελληνική διασπορά. Αντιτάχθηκαν επίσης και φορείς της πόλης με σειρά ψηφισμάτων-ανακοινώσεων που εξέδωσαν. Η κρίση για τη νομιμότητα της υπουργικής αυτής απόφασης του τότε Υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά που «εκκλησιαστικοποιεί» το μνημείο, εκκρεμεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά από αίτηση ακυρώσεως ενεργών πολιτών της οποίας η εκδίκαση αναμένεται.

Συχνά αναφέρεται ότι η Ροτόντα είναι «μνημείο χαρακτηρισμένο από την UNESCO». Στην πράξη, ποια είναι η σημασία αυτού του τίτλου;

Οι παρεμβάσεις αυτές αλλοιώνουν τη μορφή του μνημείου που έφθασε διαμέσου δεκαεπτά αιώνων σε εμάς και τον χαρακτήρα του ο οποίος ιστορικά έχει κριθεί και η πολιτεία με διοικητικές και νομικές πράξεις της έχει επισφραγίσει. Η Ροτόντα είναι κηρυγμένη μαζί με τον περίβολό της ιστορικό διατηρητέο μνημείο και αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCΟ. Η συμπερίληψη της στον κατάλογο της UNESCΟ επισφραγίζει τον εμβληματικό και διαπολιτισμικό χαρακτήρα της και μαζί με μια δέσμη εθνικών νόμων και διεθνών συμβάσεων που κύρωσε το ελληνικό κράτος (σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, σύμβαση των Παρισίων) επιβάλλει την υποχρέωση στο Κράτος, οποιαδήποτε επέμβαση εγκρίνεται σε μνημείο, οφείλει να είναι πλήρως και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, βασισμένη στις αρχές της αρχαιολογικής επιστήμης και να τεκμηριώνει, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως αποφασίζεται για την ανάδειξη του μνημείου, σύμφωνα με την εγκεκριμένη χρήση του που, εν προκειμένω είναι η μουσειακή και όχι η θρησκευτική. Επίσης απαγορεύει σε οποιονδήποτε τρίτο με άμεσο ή έμμεσο τρόπο την καταστροφή, τη βλάβη, τη ρύπανση ή την αλλοίωση της μορφής του μνημείου».

Με αυτή την χρόνια διαμάχη όμως, φαίνεται ότι το αίτημα για κοσμική χρήση της Ροτόντας βρίσκεται μονίμως σε μία φάση «άμυνας», λόγω των αντιδράσεων της Μητρόπολης. Πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί καλύτερα ο χώρος;

Με τις αποφάσεις του Υπουργείου Πολιτισμού που προανέφερα η χρήση της Ροτόντας έχει αποσαφηνιστεί και έχει συμφωνηθεί και από τις δύο πλευρές (κράτος και εκκλησία). Το μνημείο παραχωρείται κατόπιν άδειας για 12 ιερές λειτουργίες και για 12 πολιτιστικές δράσεις. Στο πλαίσιο της κοσμικής του χρήσης στο μνημείο ήδη πραγματοποιήθηκε βραδυά ποίησης με την απαγγελία του έργου Άσμα Ασμάτων που διοργάνωσε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τον Μάρτιο του 2016, συναυλία μουσικής που διοργάνωσε το Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας τον Ιανουάριο του 2017, η ετήσια εναρκτήρια εκδήλωση του ευρωπαϊκού δικτύου UNESCO με συναυλία των Ευανθίας Ρεμπούτσικα, Έλλης Πασπαλά στις 4.4.2017 την οποία χαιρέτισε η υπουργός Πολιτισμού, συναυλία μεσαιωνικής μουσικής στις 28.4.2017.

Πρόσφατα εκφράστηκε και η άποψη από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, την οποία θα εξετάσουμε πιο προσεκτικά, να ζητηθεί από το ΚΑΣ πλήρη αναθεώρηση της υπουργικής απόφασης ώστε να επιτρέπεται μόνο η επίσκεψη στο μνημείο και όχι άλλου είδους εκδηλώσεις, είτε πολιτιστικού είτε εκκλησιαστικού χαρακτήρα, για να αποφευχθούν αψιμαχίες που θα έβλαπταν τον μνημειακό χώρο, διότι υπάρχει ο φόβος να επαναληφθούν δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος.

Αυτό σημαίνει ότι θα σταματήσουν οι 12 ιερές ακολουθίες και όχι η κοσμική χρήση. Διότι για κάθε εθνικό μνημείο μπορεί να γίνει αίτηση απευθείας στο ΚΑΣ και το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνει αν η κοσμική εκδήλωση συνάδει ή όχι με το πολιτιστικό χαρακτήρα του μνημείου οπότε και χορηγεί ή αρνείται την άδεια. Αντίστοιχη περίπτωση είναι η αίτηση που έγινε τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους στο ΚΑΣ, από την εταιρεία Gucci για επίδειξη μόδας υψηλής ραπτικής εντός του αρχαιολογικού χώρου του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης και το ΚΑΣ αποφάσισε ότι ο ιδιαίτερος πολιτιστικός χαρακτήρας του μνημείου δεν συνάδει με το χαρακτήρα της εκδήλωσης.

Σε κάθε περίπτωση η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης οφείλει να σεβαστεί τους νόμους της πολιτείας γύρω από τις μεικτές (θρησκευτικές και πολιτιστικές) χρήσεις του μνημείου και να μη διαταράσσει την ειρηνική συνύπαρξη τους διεκδικώντας η κατ’ εξαίρεση λατρευτική χρήση να εξουδετερώσει την πολιτιστική και μουσειακή του ταυτότητα και να μην ανοίγει τον δρόμο για αυτοδικία και εμπάθειες μεταξύ πολιτών.

Αν δεν το κάνει η Μητρόπολη αυτοβούλως, τότε έχει συνταγματική υποχρέωση να το πράξει η πολιτεία.

Και αν και η πολιτεία αδρανήσει τότε ο μόνος δρόμος που απομένει είναι να δράσουμε εμείς οι πολίτες για να διαφυλάξουμε το μνημείο και τον πολιτιστικό του χαρακτήρα ώστε να μην το σφετερισθεί η Εκκλησία.