Μικτή τεχνική
του Γιώργου Μικάλεφ

Επιμέλεια κειμένου: Ορέστης Βέλμαχος

Γεννημένος στις 8 Δεκεμβρίου του 1911, ο Γκάτσος θα χάσει τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών. Από τα σχολικά του χρόνια καταπιάστηκε με μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών και ασχολήθηκε με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Μετά την εγγραφή του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μελέτησε τους μεγάλους έλληνες ποιητές και συγγραφείς, ενώ ξεκίνησε να παρακολουθεί τις τάσεις του νεωτεριστικού κινήματος της ποίησης στην Ευρώπη.

Η γνωριμία του με τον Ελύτη το 1936 τον «έσπρωξε» στο ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού, ενώ είχε ήδη δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933).  Τα σχόλια για την κλίση του στην Τέχνη και οι θετικές κριτικές για τη δουλειά του πληθαίνουν, σε μια περίοδο που οι νέες καλλιτεχνικές τάσεις δεν χρήζουν  ιδιαίτερης αποδοχής στην Ελλάδα.

Αμοργός: Η «στάση» της ζωής του

Το 1943 εκδίδεται από τις εκδόσεις «Αετός» (σε 308 αντίτυπα) η ποιητική του σύνθεση «Αμοργός» με το ομώνυμο ποίημα, που έμελε να σημαδέψει  τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Το 20 σελίδων βιβλίο του, εκφράζει τις διαθέσεις της νεότερης ποίησης και θεωρείται ένα από τα κορυφαία ποιητικά έργα του ελληνικού υπερρεαλισμού. Παρά τις πρώτες αρνητικές κριτικές και αντιδράσεις λόγω, η «Αμοργός»  αναγνωρίζεται στην Ελλάδα αλλά και στο διεθνές στερέωμα και εδραιώνεται ως έργο – σταθμός της ελληνικής ποίησης και επανεκδίδεται το 1963, το 1969 και το 1987.

Όπως είχε δηλώσει ο Μάνος Χατζιδάκης, η «Αμοργός» είναι ένα μνημειώδες έργο ποιητικού λόγου, που «ταιριάζει» την ελληνική παράδοση με την Ευρώπη του Μεσοπολέμου. «Η Αμοργός  αποτελεί μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου».

Στο πάνθεον των ελλήνων στιχουργών

Στη συνέχεια ο Γκάτσος δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, “Φιλολογικά Χρονικά”), το «Ο Ιππότης και ο Θάνατος» ( 1947, “Μικρό Τετράδιο”) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, “Ο Ταχυδρόμος”), που αφιερώθηκε στον Γιώργο Σεφέρη. Παράλληλα, εργάστηκε και ως μεταφραστής συνεισφέροντας στο ανέβασμα σπουδαίων παραστάσεων στο ελληνικό θέατρο. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).

Από το 1958 ξεκινάει η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι με το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τον Χατζιδάκι προσφέροντας στην ελληνική τέχνη δημιουργίες όπως «Ελλάς, η χώρα των ονείρων», «Οδός Ονείρων», «Ματωμένος γάμος» και άλλα.  Παράλληλα, θα αρχίσει να συνεργάζεται και με άλλους σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Θεοδωράκης, ο Λοΐζος, ο Μούτσης και ο Ξαρχάκος. Έργα όπως οι «Δροσουλίτες», το «Νυν και Αεί», τα «Τραγούδια του δρόμου»,  το «Αν θυμηθείς το όνειρο μου», τα «Θαλασσινά φεγγάρια» και άλλα, θα γράψουν τη δική τους ιστορία και θα «σημαδέψουν» πολλές γενιές.

Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.