της Τζένης Τσιροπούλου

Στο σαλόνι ενός διαμερίσματος φτάνει ο ήχος από την αυτοκτονία του Στέλιου κάτω στο δρόμο. Οι προστατευτικοί τοίχοι δεν μπορούν άλλο πια να κάνουν τη δουλειά τους. Η Λούσυ πρέπει να αντιμετωπίσει τώρα την πραγματικότητα του διπλανού της. Συνομιλεί με το χρυσόψαρό της, την άλλη Λούσυ, έναν ζωντανό οργανισμό που σπαρταράει μέσα στη γυάλα του.

Η παράσταση, τόσο αθώα όσο και οδυνηρή, μοιάζει σαν να ακούς φωναχτά τη δική σου σκέψη, σαν τις σελίδες από ένα ημερολόγιο που συγγράψαμε όλοι μαζί, καθώς βιώνουμε τις απόρροιες πολιτικών που βαφτίστηκαν «κρίσεις»: την οικονομική, την προσφυγική, την ανθρωπιστική. 

https://ssl.gstatic.com/ui/v1/icons/mail/images/cleardot.gif
Πνευματικό παιδί της σεναριογράφου Τζένης Δάγλα, το θεατρικό έργο «Γυάλα» σκηνοθετεί η Άσπα Τομπούλη και πρωταγωνιστεί ως «Λούσυ» η Μάνια Παπαδημητρίου.

Το TPP παρακολούθησε την παράσταση και τη συζήτηση των συντελεστών με το κοινό, την οποία μονοπώλησε ο απών «πρωταγωνιστής», ο αυτόχειρας Στέλιος.  

Τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτή την ιστορία;

Τζένη Δάγλα, σεναριογράφος: «Το έργο γράφτηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη ήταν το καλοκαίρι του '12, τότε που το πρόβλημα της κρίσης ήταν πολύ έντονο και πιεστικό. Ακόμα είναι, απλώς τώρα έχουμε βρει κάποιες διεξόδους. Ακούγαμε συχνά για αυτοκτονίες. Με επηρέασε πολύ η αυτοκτονία που έγινε στη μεγάλη γειτονιά της Αθήνας, το Σύνταγμα. Αντί να κλάψω, έγραψα. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Ξεκινούσα να γράφω τα μεσάνυχτα και σταματούσα τα ξημερώματα. Το έγραψα μέσα σε 8-9 βράδια. Είναι κείμενο «ανάσας», δηλαδή χωρίς να το επεξεργάζομαι εγκεφαλικά. Βγήκε μια κι έξω, όπως το ένιωθα. Το κείμενο, όμως, έμεινε για λίγα χρόνια στο συρτάρι λόγω συγκυριών. Το 2015 πια, με το προσφυγικό, γράφτηκαν και «τα κείμενα των προσφύγων» για τον Αχμέτ και τον Σούφι, τα οποία τα εμβόλισε η σκηνοθέτιδα, Άσπα Τομπούλη, μέσα στο μονόλογο της Λούσης. Δυο πραγματικότητες που συμβαίνουν σε παράλληλο χρόνο.»

γύρω/ το νιώθω/ ένας μεγάλος πόνος/ τόσο μεγάλος/ που ξέχασε ο καθένας/ τα δικά του/ ή/ όπως εγώ/ τα θυμάται λίγο/ γι' αυτό δεν τρελάθηκα/ φαίνεται/ μετά από έξι χρόνια υποσχέσεις/ και χνουδωτούς αρκούδους «I love you»/ του Αγίου Βαλεντίνου/ ένας μεγάλος πόνος/ γιάτρεψε τους μικρούς;/ μπορεί/ να είναι/ κι έτσι*

Πώς προσεγγίσατε το ρόλο της Λούσυ και πώς νιώθετε όταν την ενσαρκώνετε πάνω στη σκηνή;

Μάνια Παπαδημητρίου, ηθοποιός: «Δεν είναι εύκολο να σας το προσδιορίσω. Κι εγώ έχω την ίδια αυτοκτονία στο μυαλό μου, παρ' όλο που έχω γνωρίσει κι άλλες πολλές. Όχι μία και δύο… Αυτοκτονίες που δεν τις είπε η τηλεόραση, αυτές που δεν καταγράφονται. Συνολικά έχουμε 4.500 αυτοκτονίες. Είπαμε την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη, από την τέταρτη πια, δεν ειπώθηκε τίποτα. Όμως, η αυτοκτονία της 4ης Απριλίου του 2012 είναι εμβληματική. Αυτή ήταν βέβαια μια πολιτική πράξη γιατί άφησε και το σημείωμα. Υπάρχουν κι άλλες, όπως και αυτή του έργου, που δεν είναι πολιτικές με τον ίδιο τρόπο. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον: Πώς, άνθρωποι που δεν είναι ούτε πολιτικοποιημένοι ούτε ενταγμένοι πουθενά και ίσως δεν ασχολούνται γενικότερα με το τι συμβαίνει, έρχονται τελικά σε επαφή με την πραγματικότητα. Για εμένα, την ηλικία μου, τη ζωή μου και την πολιτική μου τοποθέτηση, η Λούσυ είναι ένα βήμα πίσω από τα πράγματα που ξέρω. Είναι πιο αθώα. Και η μεγάλη μου δυσκολία και αγωνία κάθε φορά είναι να βρω αυτή την αθωότητα. Η Λούσυ δεν έχει ξανάρθει σε επαφή με μια αυτοκτονία, δεν έχει κινδυνεύσει να χάσει τη δουλειά της και το μυαλό της είναι κολλημένο στον γκόμενο.

»Ένιωθα ενοχή στις πρώτες πρόβες κάθε φορά που έπρεπε να φύγω από την αυτοκτονία για να περάσω στο προσωπικό.

»Αυτό, βέβαια, συμβαίνει σε όλους μας. Πληροφορούμαι κάτι πραγματικά σημαντικό, αλλά μετά «κολλάει» το μυαλό μου στο ότι έχω πρεμιέρα και το αν θα είμαι καλή. Δεν μπορεί το μυαλό να ξεκολλήσει εύκολα, ακόμα κι αν γύρω μας αυτοκτονούν άνθρωποι ή βρέθηκαν στην ανέχεια από τη μια μέρα στην άλλη ή γιατί έρχονται πρόσφυγες. Η ζωή μας μοιάζει λίγο με παρτίδες Tetris. Όταν τα πράγματα δεν μπορείς να τα βάλεις στη θέση τους, έρχονται και σε καταπλακώνουν. Είναι τόσο σημαντικά και δυνατά αυτά που συμβαίνουν, αλλά ποιος μπορεί να πάρει την ψυχή του ανθρώπου από τον εαυτό του και να την κάνει να πάψει να θεωρεί σημαντικό το δικό του πρόβλημα, γιατί κάτι άλλο ακόμα πιο σημαντικό έχει συμβεί; Αν το συνειδητοποιούσαμε αυτό, τότε δε θα γινόντουσαν πόλεμοι.»

Τον ήξεραν στη γειτονιά/ ήταν διακριτικός/ δεν ζήτησε μια εξυπηρέτηση/ ποτέ/ από κανέναν/ ίσως αυτό είναι/ ΝΤΡΕΠΟΤΑΝ/ το πιστεύω/ η ντροπή/ είναι το προεόρτιο του θανάτου/ ντρέπεσαι να σωθείς/ και πεθαίνεις

Τι να ένιωθε/ άραγε/ ο Στέλιος/ πριν να… Ένοχος/ ναι/ αυτό ήταν/ ένιωθε ένοχος/

Αναδεικνύετε μια μεγάλη κοινωνική ασθένεια: τη ντροπή. Οι άνθρωποι που χάνουν τη δουλειά τους και τις σταθερές τους, αντί να στραφούν απέναντι στον εργοδότη τους ή στις κυβερνήσεις, στρέφονται κατά του εαυτού τους και κατακλύζονται από ένα αίσθημα ντροπής, ενώ δεν είναι οι πρωταρχικοί ιθύνοντες της παρακμής που βιώνουν.

Τζένη Δάγλα, σεναριογράφος: «Και οι τρεις χαρακτήρες -η Λούση και οι δύο πρόσφυγες-είναι χρυσόψαρα μέσα σε μια γυάλα. Όλοι ζούμε σε έναν κόσμο παγωμένο και περιορισμένο. Σχετικά με αυτήν τη «μοντέρνα» ντροπή, ο διεθνής Τύπος ηρέμησε κάπως ως προς το πώς κάλυπτε την κρίση στην Ελλάδα το 2015. Μέχρι τότε, είχα την αίσθηση ότι τα περισσότερα ρεπορτάζ ήταν εναντίον μας, βάζοντας στο στόχαστρο τον πολίτη, ο οποίος δεν έχει κάνει κάτι μεμπτό αλλά διασύρεται. Θίγεται, αλλά ντρέπεται να ζητήσει βοήθεια από τον άλλον. Και μετά «πέφτει» και «πέφτει» και οι αντοχές του καθενός διαφέρουν.
Οι πρόσφυγες, αντίστοιχα, κι αυτοί δεν φταίνε για κάτι. Ξεφεύγουν από έναν πόλεμο και δε σταματούν να κολυμπούν για να επιβιώσουν.»

Μάνια Παπαδημητρίου, ηθοποιός: «Εμένα μου έρχεται στο μυαλό ένα τραγούδι του Άσιμου, που λέει, «Δε θέλω καρδιά μου να κλαις για όσα περάσαμε χτες, δανείσου κι εσύ μια φορά και βρες μονοπάτι ξανά». Ο Άσιμος δεν είχε να φάει, ενώ οι φίλοι του έκαναν χρυσούς δίσκους. Πριν να αυτοκτονήσει, πήγε και ξεχρέωσε σε όλα τα μαγαζιά στα Εξάρχεια.»

Όμως/ αν είχα σκεφτεί/ εννοώ/ αν ήμασταν φίλοι με το Στέλιο/ αν βγαίναμε συχνά/ αν τηλεφωνιόμασταν/ αν τον καλούσα σπίτι/ ή αν του ΄δινα τη Λούσυ/ όταν έλειπα/ να τη φυλάει/ αν πότιζε τα φυτά μου/ ίσως/ αν σκεφτόμουν έτσι/ να ζούσε ο Στέλιος/ τόσο απλό;/ 

Μάνια Παπαδημητρίου, ηθοποιός: «Πολλοί άνθρωποι όταν έρχονται σε επαφή με την φτώχεια του άλλου, αντί να βοηθήσουν ενοχοποιούν τον άλλο, λέγοντας «Μα κάνε κάτι κι εσύ!» αλλά πιστεύω ότι αυτό στην εποχή μας κάνει κακό στους ανθρώπους που το ακούν. Γιατί πραγματικά, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι προσπαθούν και πέρα από τις δυνάμεις τους αλλά δε βγάζουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν και χρειάζονται βοήθεια από το περιβάλλον τους. Αυτό ίσως είχε κάποιο νόημα τη δεκαετία του '80 αλλά όχι πια σήμερα. Το βλέπω και στον καλλιτεχνικό χώρο όπου δεν υπάρχει τίποτα πια. Είναι κακή περίοδος για να το λέμε αυτό. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη μια καλή κουβέντα και να μην παίρνουμε προσωπικά αυτή την κατάσταση. Ο άνθρωπος που αυτοκτόνησε, είχε γράψει «Δεν έχω να αφήσω στα παιδιά μου τίποτα». Ε, δεν έγινε και τίποτα. Ούτε ο παππούς μου άφησε τίποτα στον μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου δούλεψε για να ζήσει. Εγώ το λέω και στους μαθητές μου αυτό γιατί πρέπει να το καταλάβουν και τα παιδιά αυτό.»


 
Ενόσω οι συντελεστές συνομιλούν με το κοινό, μια θεατής παίρνει το λόγο: «Η αυτοκτονία είναι η εύκολη λύση. Το δύσκολο είναι ο αγώνας και η επιβίωση. Εμένα αυτοκτόνησε η κόρη μου, 23 χρονών, και θεωρώ ότι έπρεπε να το παλέψει. Κι εγώ έχω φτάσει πολλές φορές ένα βήμα πριν, αλλά δεν το κάνω, δεν το κάνω για τους ανθρώπους που αγαπάω γύρω μου.»

Μια ψυχαναλύτρια μέσα από το κοινό τής απαντά ότι, «Υπάρχουν σκοτεινές κηλίδες μέσα μας που καμιά φορά μας κατευθύνουν. Ο ψυχισμός μας καθορίζεται από πολλές και σύνθετες παραμέτρους και η αυτοκτονία δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους 'άσπρου-μαύρου'. Δεν μπορούμε να το ελέγξουμε πάντα με το νου μας».  

Πού είσαι πατρίδα; Σε άφησα κι έφυγα να σώσω το τομάρι μου. Ένας προδότης είμαι. Ό,τι κι αν είμαι, παίζω ακόμη στο έργο… πρέπει να αντέξω… νυστάζω… Μαλάκα, πρόσεχε, Βουλιάζεις… έλα, με ρυθμό, έλα εν δυο εν δυο… Το πάλεψε, θα λένε όσοι με βρουν…σκασμός Αχμέτ…ο κόσμος είναι φτιαγμένος από νερό, αυτό σκέψου…δεν κολυμπάς, απλώς πας μια βόλτα… ευτυχώς, φορώ το κουστούμι μου, λίγη αξιοπρέπεια…

Τζένη Δάγλα, σεναριογράφος: «Αν οι άνθρωποι φύγουν από το έργο με μια πρόταση στο μυαλό τους, αυτή θα ήθελα να είναι ότι: «Ο κόσμος μας είναι φτιαγμένος από νερό. Δεν κολυμπάς, απλώς πας μια βόλτα», τα λόγια του Σύριου πρόσφυγα Αχμέτ, αυτά που μονολογεί, όταν χαροπαλεύει με τη θάλασσα για να βρει στεριά. Ακόμα κι αν πνίγεσαι, ακόμα κι αν είσαι πολύ πιεσμένος, θα βρεις την άκρη, να πιαστείς από κάπου για να σωθείς.»

Στο κλείσιμο της παράστασης, η Λούσυ μάς κοιτάζει κατάματα, κάνοντας μια έκκληση. Είναι μια τελευταία έκκληση ειλικρίνειας, ζητώντας μας «να τα πούμε πρόσωπο με πρόσωπο». Να καθρεφτίσουμε ο ένας τον άλλον, χωρίς μάσκες, χωρίς φενάκη.

Ταυτότητα της Παράστασης:

«Η Γυάλα» της Τζένης Δάγλα

Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Άσπα Τομπούλη

Επιμέλεια σκηνικού χώρου/ κοστούμια: Χριστίνα Παπούλια

Παίζουν οι ηθοποιοί: Μάνια Παπαδημητρίου, Ευθύμης Χρήστου

Παραστάσεις: κάθε Σάββατο και Κυριακή ώρα 9:15 μμ έως και τις 04/06/2017

Για περισσότερες πληροφορίες: Θέατρο Φούρνος, Μαυρομιχάλη 168, Εξάρχεια, τηλ: 210-64 60 748

*Τα κείμενα σε γκρι φόντο είναι αποσπάσματα από το θεατρικό έργο «Γυάλα» και δημοσιεύονται με την άδεια των συντελεστών.