του Sean Wilentz για το Project Syndicate

Τον Οκτώβριο του 1973, ο Νίξον, περιμένοντας μέχρι το Σαββατοκύριακο, διέταξε την απόλυση ενός νεοδιορισθέντος ειδικού εισαγγελέα, του Άρτσιμπαλντ Κοξ, ο οποίος είχε εκδώσει μια κλήτευση απαιτώντας από τον Νίξον να παραδώσει κρυφά ηχογραφημένες- και, όπως θα φανεί, εξαιρετικά καταδικαστικές- κασέτες του Λευκού Οίκου.

Η στάση του Νίξον ήταν άμεση και το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Ο Γενικός Εισαγγελέας Έλιοτ Ρίτσαρντσον και ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας Γουίλιαμ Ράκελχαους παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας αντί να εκτελέσουν την εντολή του προέδρου. Ένας ομοσπονδιακός δικαστής έκρινε την αποπομπή του Κοξ παράνομη. Οι δημοσκοπήσεις έδειξαν, για πρώτη φορά, την πλειοψηφία των Αμερικανών να υποστηρίζουν τη δίωξη του Νίξον.

Ήταν η αρχή του τέλους. Τα μέλη του Κογκρέσου εξέδωσαν ψηφίσματα καθαίρεσης. Ο Νίξον αναγκάστηκε να διορίσει έναν νέο εισαγγελέα. Το δράμα συνέχισε να αυξάνεται για άλλους δέκα μήνες, μέχρι που το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε ομόφωνα τον Νίξον να παραδώσει τις κασέτες. Λίγες μέρες μετά, ο Νίξον προτίμησε να παραιτηθεί παρά να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη δίωξη και την απομάκρυνσή του από το αξίωμα του προέδρου.

Αντίθετα, εκτός και αν αλλάξει τροχιά η γη, η απόλυση του Κόμεϊ από τον Τραμπ μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή του τίποτα, ή τουλάχιστον τίποτα κακό για τον πρόεδρο. Ο Τραμπ, όπως και ο Νίξον, μπορεί να είναι ένοχος σοβαρών και αξιόποινων πράξεων- ακόμα και σοβαρότερων αδικημάτων από ό,τι ο Νίξον. Ο Τραμπ, όπως και ο Νίξον, μπορεί να φοβόταν ότι αν δεν απέλυε τον υπεύθυνο για τη διερεύνηση της υπόθεσής του θα ερχόταν κάποια τρομερή αποκάλυψη. Αλλά, ακόμα και αν ισχύουν όλα αυτά, ο Τραμπ, σε αντίθεση με τον Νίξον, μπορεί να γλυτώσει πολύ εύκολα.

Τα δύο γεγονότα διαφέρουν σε πολλά σημεία, συμπεριλαμβανομένων των χρονικών συγκυριών τους. Η υπόθεση Γουότεργκεϊτ ετοιμαζόταν ήδη για καιρό πριν τη στιγμή που ο Νίξον απέλυσε τον Κοξ, πολύ περισσότερο καιρό από ότι οι ισχυρισμοί για τον Τραμπ και τη Ρωσία, και έτσι η κατάσταση ήταν ήδη έκρυθμη.

Οι κυριότερες διαφορές, ωστόσο, είναι πολιτικές. Την εποχή του Νίξον, υπήρχαν ισχυρές πλειοψηφίες αντίπαλων Δημοκρατικών και στα δύο σώματα του Κογκρέσου και υπήρχαν επίσης ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι, ειδικά στη Γερουσία, που ανησυχούσαν περισσότερο για το πολίτευμα παρά για το κόμμα τους. Η Γερουσία όρισε ειδική επιτροπή, με επικεφαλής τους Δημοκρατικούς Σαμ Έρβιν και Χάουαρντ Μπέκερ, οι οποίοι άκουσαν τις μαρτυρίες και συγκέντρωσαν τα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία που οδήγησαν στο κατηγορητήριο 40 αξιωματούχους της κυβέρνησης και την καταδίκη αρκετών κορυφαίων αξιωματούχων του Λευκού Οίκου καθώς και στην παραίτηση του Νίξον.

Η τωρινή μειοψηφία των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, ωστόσο, φαίνεται να επιβραδύνει σημαντικά και να περιορίζει κάθε σοβαρή διερεύνηση των πολύ καλά τεκμηριωμένων αναφορών για τις ρωσικές προσπάθειες να κερδίσει ο Τραμπ τις εκλογές του 2016. Αν και έχουν υπάρξει φωνές, ακόμη και από μερικούς Ρεπουμπλικάνους, που ζητούν ακόμη τον διορισμό μιας εξεταστικής επιτροπής ή ενός ειδικού εισαγγελέα για να εξετάσει τους ισχυρισμούς για τους Ρώσους και την εκστρατεία του Τραμπ, η αντίσταση έχει υπάρξει πολύ ισχυρή σε σύγκριση με το 1973.

Με βάση τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας, οι Ρεπουμπλικάνοι προφανώς και θα προτιμούσαν να αντιμάχονται με τις εσωτερικές διαρροές και, ναι, με τον διακομιστή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Χίλαρι Κλίντον, αντί να αναρωτηθούν για την αδιαφορία του Λευκού Οίκου σχετικά με τους ανησυχητικούς δεσμούς του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, Μάικλ Φλιν με τη Ρωσία και την Τουρκία. Χωρίς κάποια σημαντική αλλαγή, οι έρευνες του Κογκρέσου θα παραμείνουν περιορισμένες στις μόνιμες επιτροπές της Βουλής και της Γερουσίας, οι οποίες πιθανότατα θα παραμείνουν με ανεπαρκές προσωπικό και χωρίς κίνητρο.

Έπειτα είναι και ο Τύπος. Το 1973, οι επίμονες έρευνες του Καρλ Μπέρνστεϊν και του Μπομπ Γούντγουορντ από την Washington Post κράτησαν την ιστορία του Γουότεργκεϊτ ζωντανή, όταν οι περισσότεροι ειδησεογραφικοί οργανισμοί την είχαν εγκαταλείψει. Μόλις τα ρεπορτάζ τους κέρδισαν την προσοχή, ο υπόλοιπος Τύπος δημοσίευσε το σκάνδαλο και συνέχισε να ασκεί πίεση στο Λευκό Οίκο του Νίξον.

Σήμερα, ο Τραμπ μπορεί να υπολογίζει στην ισχυρή υποστήριξη των προπαγανδιστικών οργανισμών που τότε ο Νίξον μπορούσε μόνο να ευχηθεί την ύπαρξή τους, συμπεριλαμβανομένων των ατάραχων συμμάχων Fox News και Breitbart News, καθώς και των αμέτρητων μπλόγκερς (και, σε αυτήν την περίπτωση, των κυβερνοχώρων που ελέγχονται από τη Ρωσία) που δημοσιεύουν προπαγάνδα υπέρ του Τραμπ.

Ενώ τα γράφω αυτά, ο ένας σχολιαστής μετά τον άλλον στη Fox λοιδωρούν τον παράλογο ισχυρισμό του Λευκού Οίκου ότι το Τραμπ απέλυσε τον Κόμεϊ λόγω των τρομερών πραγμάτων που έκανε ο διευθυντής του FBI στην Κλίντον κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Κάποιοι αναμένουν σχεδόν το μεγαλύτερο αστέρι του δικτύου, τον Σον Χάνιτι, να ξεκινήσει την τεράστια αντεπίθεση κατά του Κόμεϊ τραγουδώντας «Φυλακίστε τον!».

Η εντύπωση σε όποιον θυμάται τον Τραμπ να επευφημεί τον Κόμεϊ τον περασμένο Οκτώβριο- μαζί με τις κραυγές του αναψοκοκκινισμένου πλήθους για να μπει στη φυλακή η ανέντιμη Χίλαρι- είναι ότι πρόκειται για ψυχεδέλεια. Αλλά οι οπαδοί του Fox News συνήθως πιστεύουν σε ό,τι παρουσιάζει το κανάλι. Και ενώ ο Νίξον είχε το μελλοντικό μάγο του Fox News, τον νεαρό Ρότζερ Άιλες να τον στηρίζει, το Fox και τα υπόλοιπα κανάλια ήταν ακόμα δύο δεκαετίες μακριά.

Φυσικά, είναι πιθανό ότι η απόλυση του Κόμεϊ από το Τραμπ να ωθήσει ορισμένους Ρεπουμπλικάνους να αποφασίσουν ότι η κατάσταση έχει φτάσει στα όρια και να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Μπέικερ. Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες: αν και οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές Τζεφ Φλέικ, Τζον Μακέιν και Μπεν Σας έχουν εκφράσει την απογοήτευσή τους σε διαφορετική ένταση, οι ανεξάρτητοι γερουσιαστές Σούζαν Κόλινς και Λίντσεϊ Γκράχαμ υποστήριξαν την απόφαση του Τραμπ.

Υπάρχει πάντοτε μια πιθανότητα, σε ένα τόσο ασταθές κλίμα, να σπάσουν οι συμφωνίες, οι μάρτυρες να αλλάξουν στάση και να εμφανιστούν γεγονότα που είναι τόσο καταδικαστικά όσο τα αποδεικτικά στοιχεία που έριξαν τον Νίξον. Οι διεθνείς εξελίξεις θα μπορούσαν επίσης να επιστήσουν την προσοχή σε μερικούς Ρεπουμπλικάνους στο μέγεθος της ρωσικής επίθεσης στις δυτικές δημοκρατίες, μια επίθεση η οποία, μετά τις γαλλικές εκλογές, φαίνεται σαν ένας ακήρυκτος πόλεμος.

Προς το παρόν, όμως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να βλέπουμε την απόλυση του Κόμεϊ από τον Τραμπ ως μια επανάληψη της «Σφαγής του Σαββατόβραδου» του Νίξον ή οποιουδήποτε άλλου γεγονότος στην αμερικανική πολιτική ιστορία. Ο πρόεδρος μπορεί να ενεργεί σαν να έχει να κρύψει κάτι το φοβερό, όπως έκανε και ο Νίξον, αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό κάτω από αυτές τις συνθήκες για να προκληθεί η οποιαδήποτε αποκάλυψη.

Η ειρωνεία είναι ότι ο Τραμπ, το αυτοαποκαλούμενο αουτσάιντερ που έχασε τη λαϊκή ψήφο και τρύπωσε στην προεδρία παίρνοντας τη νίκη από το Κολέγιο των Εκλεκτόρων, είναι προς το παρόν κάπως πιο προστατευμένος από τον Ντίξον, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές του 1972 με συντριπτική διαφορά τόσο στη λαϊκή ψήφο όσο και στην ψήφο των Εκλεκτόρων. Μπορεί αυτό το γεγονός να φέρνει ανησυχίες, αλλά η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, ανεξάρτητα από το πόσο τραγικά ή γελοία πράγματα μπορεί να γίνουν. Ο Τραμπ  μπορεί ακόμα να πέσει, αλλά πρώτα θα πρέπει να αλλάξουν πολλά.