«Είναι μια πρόοδος μοναδική και χωρίς προηγούμενο στην Ευρώπη και τον ΟΟΣΑ» δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας μιλώντας στο συνέδριο του Economist, σημειώνοντας, ωστόσο, πως ακόμα μένουν πολλά να γίνουν και ότι το υψηλό χρέος και η υψηλή ανεργία είναι ακόμα προβλήματα που δυσκολεύουν την ελληνική οικονομία.
 
Έχουμε όλοι την επίγνωση ότι η επανάκτηση της πρόσβασης στις χρηματαγορές μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος είναι ο μόνος δρόμος μπροστά, υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης, ενώ υποστήριξε πως ουδείς, «ούτε οι εταίροι ούτε η Ελλάδα, έχει τη διάθεση για ακόμη ένα μνημόνιο».
 
Στην ομιλία του, με θέμα κυρίως το αν βρισκόμαστε κοντά στην επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, ο Γ. Στουρνάρας υπογράμμισε την ανάγκη διευθέτησης του ζητήματος του χρέους, ως βασικής προϋπόθεσης για την ανάκαμψη.
   
Ο ίδιος παρουσίασε μια πρόταση διευθέτησης, η οποία στηρίζεται στη διατήρηση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2020 και στη συνέχεια μείωση στο 2%. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο το χρέος θα πρέπει να ληφθούν μέτρα όπως η αναβολή πληρωμής των τόκων, η επιμήκυνση των ωριμάνσεων των δανείων και η επιστροφή των κερδών των ευρωπαϊκών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα (SNP και ΑΝFA).
   
Όπως τόνισε αυτό είναι το «λιγότερο» που χρειάζεται το ελληνικό χρέος για να γίνει βιώσιμο. Καταλήγοντας ο Γ. Στουρνάρας υπογράμμισε πως η διευκολύνσεις στην πληρωμή των τόκων των δανείων είναι μια πολύ πιο αποτελεσματική μέθοδος μείωσης του χρέους από την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων.