«Αν επιθυμούμε με ασφάλεια να οδηγήσουμε τη χώρα και την οικονομία έξω από τη κρίση, πρέπει να το επανασχεδιάσουμε, να το αναδιαμορφώσουμε, γιατί η επιστροφή στο 2009, πέρα από ουτοπία, αποτελεί και στρατηγικό λάθος», σημείωσε ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στον ΣΕΒ και αναφερόμενος στα «επτά χρόνια βαθιάς κρίσης που κατέδειξαν ότι το προηγούμενο παραγωγικό μοντέλο απέτυχε».
 
Αναφερόμενος στην παρόν είπε ότι η Ελλάδα «έχει εκπληρώσει το σύνολο των δεσμεύσεών της προς τους εταίρους και τους δανειστές της και για πρώτη φορά προσέρχεται στο πεδίο της διαπραγμάτευσης διεκδικώντας από την άλλη πλευρά να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της. Αναζητούμε μια συνολική συμφωνία, μια καθαρή λύση για το ζήτημα του ελληνικού χρέους, όχι για λόγους επικοινωνίας ή μικροπολιτικής διαχείρισης αλλά για να κλείσει οριστικά το φαύλο κύκλο της κρίσης και να διαβεί το κατώφλι των αγορών με αξιώσεις. Με υγιή δημοσιονομικά μεγέθη αλλά και με βιώσιμο, καθαρό διάδρομο σε ότι αφορά τις χρηματοδοτικές της ανάγκες».
 
Για την ελληνική πλευρά, σημείωσε ότι καθαρή λύση είναι «εκείνη που δεν θα δημιουργεί ανασφάλεια στους επενδυτές, εκείνη που δεν θα μεταθέτει το πρόβλημα που συνοδεύει τα ελληνικά προγράμματα από την πρώτη μέρα, για άλλη μια φορά στο μέλλον». «Αυτή τη στιγμή για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια κρίσης, τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη έχουν την δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση, να δώσουν αυτή τη καθαρή λύση, η οποία θα εμπεδώνει την σταθερότητα, θα εγγυάται μια δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και θα ανοίγει το δρόμο για την έξοδο στις αγορές χρήματος», συμπλήρωσε.
 
Όπως ανέφερε, η έξοδος αυτή θα γίνει «αρχικά και άμεσα με δοκιμαστικές εξόδους, οι οποίες όμως θα προετοιμάσουν το έδαφος ώστε από το Σεπτέμβρη του 2018 και ύστερα να έχουμε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας μόνιμα και σταθερά από τις αγορές, χωρίς τη στήριξη του επίσημου τομέα.»


Τώρα είναι καθήκον των δανειστών να αναλάβουν τις ευθύνες τους


Συνεχίζοντας ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στα αποτελέσματα του Eurogroup της 22ας Μαΐου, και υπογράμμισε ότι η πρόταση που υποβλήθηκε δεν έγινε αποδεχτή από την χώρα μας γιατί δεν εξασφάλιζε αυτά τα κριτήρια γεγονός που, όπως τόνισε, «αναγνώρισαν και πάρα πολλοί από τους εταίρους μας. Μια σειρά από χώρες όπως και η πλειοψηφία του διεθνούς τύπου αναγνώρισαν ότι η Ελλάδα έχει κάνει το καθήκον της απέναντι στους δανειστές της», ανέφερε χαρακτηριστικά και υπογράμμισε ότι «τώρα είναι καθήκον ηθικό αλλά και νομικό, των δανειστών, να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες».
 
Αναφερόμενος στο επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα το χαρακτήρισε «ιδιαιτέρως αυξημένο», και επεσήμανε ότι «αυτό που αναμένουν τόσο οι επενδυτές όσο και οι αγορές χρήματος είναι ένα καθαρό σήμα ότι το τρίτο πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί με επιτυχία.
 
Eπίσης, αναφέρθηκε σε παρεμβάσεις στο θεσμικό πεδίο όπως το πλαίσιο για έναν νέο εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης χρεών επιχειρήσεων, «με βασικό», όπως είπε, «την αποτελεσματικότητα και τη συνολική αντιμετώπιση και διευθέτηση τόσο των κόκκινων δανείων, όσο και των ληξιπρόθεσμων οφειλών απέναντι στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία». «Στόχος μας», πρόσθεσε, είναι η δημιουργία και λειτουργία ενός μηχανισμού αναδιάρθρωσης, κατάλληλα δομημένου ώστε να αποκλείονται επιχειρήσεις στρατηγικοί κακοπληρωτές που δεν αποπληρώνουν χρέη κατ' επιλογή τους και παράλληλα να διευκολύνει τη διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων, είπε.

 

Μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 29% στο 26%


Τέλος, προανήγγειλε τη μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 29% στο 26%. Σημείωσε ότι το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων αυξάνεται και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία ενισχύουν τη ρευστότητα της οικονομίας.
«Εισάγουμε καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία. Όλα μαζί θα διοχετεύσουν ρευστότητα πάνω από 3 δισ.», είπε επίσης. Ανέφερε εξάλλου ότι με το νέο πλαίσιο για την αδειοδότηση επιχειρήσεων αίρονται γραφειοκρατικά βάρη.