Της Εύης Προύσαλη*

Ο επί σκηνής θίασος μιλά για το «Έθνος», για τη «χώρα» για την «πατρίδα» του, που πρέπει να επιβιώσει πάση θυσία. Ομαδικά, χορωδιακά ή μεμονωμένα εκφωνούνται κείμενα, προτάσεις, λέξεις, ήχοι, παραδοσιακά τραγούδια, ακόμη και εμβατήρια:

«Μόνο το έθνος μας θα εξαπλωθεί. Τα άχρηστα έθνη θα πεθάνουν. Ακόμα η Πολωνία δεν πέθανε. Θεέ μου, με σένα θα ενωθούμε, με το έθνος. Εμπρός, μαρς!».
Ένας λαός που θεωρεί ότι βαδίζει στον «σωστό δρόμο», υπό τις επιταγές μιας εξουσίας απροσδιόριστης που επιτάσσει τη σωτηρία του έθνους και του Θεού του. Πρόκειται για το «Τραγούδι του έθνους που λησμονεί» (The Song of the Forgetful Nation), του λαού που κουβαλά την ιστορία του, την οποία ηθελημένα έχει ξεχάσει:
«Η μνήμη είναι σαν το βίντεο. Μπορείς να την πειράξεις. Erase!».

Τα λούτρινα ζωάκια αποκτούν «φωνή» ως puppets, που χειρίζονται μεμονωμένοι ηθοποιοί, εκφράζοντας σκληροπυρηνικές, ενίοτε φασίζουσες απόψεις. Λειτουργούν ως καρικατούρες/οπαδοί πολιτικών θέσεων, που απηχούν συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά λόμπι.

«Το κάνουμε για την κοινότητα. Δεν μπορούμε να δεχτούμε τους πρόσφυγες. Δεν έχουμε χώρο. (…) Τους αγαπάμε, αλλά μόνο εφόσον μένουν στα σπίτια τους. Ας βοηθήσουν πρώτοι εκείνοι που ευθύνονται γι’ αυτούς. Εξάλλου, έρχονται κι αρπάζουν όλες τις προσφορές των φτηνών κινητών και των εκπτώσεων. Και το θέμα με μάς τους Πολωνούς είναι ότι : «ένας φιλοξενούμενος στο σπίτι είναι ο Θεός στο σπίτι», αλλά (…) αγαπάμε και τις εκπτώσεις!»

Μία κειμενική σύνθεση από αποσπάσματα εθνικών ύμνων, πατριωτικών τραγουδιών, θρησκευτικών ύμνων -«Είμαι η οδός, η αλήθεια, η ζωή. Ειρήνη Υμίν»-, λαϊκών τραγουδιών και «κανονικών» πολιτικών λόγων αποτελεί το λιμπρέτο που ξεσκεπάζει τη χυδαία γλώσσα της πολιτικής, την πειθαναγκαστική ρητορική της και τέλος την ασυνείδητη επιτελεστικότητά της στους πολίτες.

Τα λόγια του νεοφασίστα Anders Breivik, ο οποίος το 2011 είχε σκοτώσει 77 άτομα ανάμεσά τους και 69 εφήβους κατασκηνωτές στο νησί Ουτόγια της Νορβηγίας:
«Είμαι ένας από σας. Η Ευρώπη νοσεί κι εγώ θα τη θεραπεύσω. Η ιδεολογία μου δεν γεννήθηκε σε κάποιον άλλο γαλαξία, αλλά εδώ. Έχασα την πίστη μου στη Δημοκρατία. Είμαι ένας από σας!» αναδεικνύουν με σαφήνεια και ενάργεια τον μηδενιστικό λόγο που τείνει να επικρατήσει ως αντίλογος στην πολιτική σύγχυση και ασυδοσία. Η φράση «I love Europe (Αγαπώ την Ευρώπη)» αντηχεί στην αίθουσα ως επωδός, ενώ μεμονωμένες κραυγές διασχίζουν τη σκηνή:
«Κι εσείς τι κοιτάτε; Δεν είστε απαλλαγμένοι από τις ευθύνες; Τους τρομοκράτες ενδιαφέρει να … κοιτάτε. I love live streaming (αγαπώ τη ζωντανή ροή)».

Πρόκειται για μια παράσταση/performance που με ειρωνεία και χλεύη, τολμά να θίξει ζητήματα που ταλανίζουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες την τελευταία δεκαετία: τη δημιουργία της οικονομικής κρίσης και τη διαχείρισή της από τα κέντρα εξουσίας, την εξάπλωση της τρομοκρατίας και την παρεπόμενη δαιμονοποίηση λαών και πολιτισμών της ανατολής, τον σκεπτικισμό γύρω από την άσκηση της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την άνοδο της νεοφασιστικής ιδεολογίας, αλλά κυρίως τη στάση των ευρωπαϊκών λαών στην αντιμετώπιση των προαναφερθέντων φαινομένων. Με αφορμή τη θέση του Πολωνικού λαού απέναντι στο προσφυγικό ζήτημα, η παράσταση, προσεγγίζει με ειλικρίνεια τη σύγχρονη έκφανση της έννοιας «λαός».

Ως παράδειγμα ευρωπαϊκού λαού παρουσιάζεται ο Πολωνικός λαός, που ως σύγχρονος χορός αρχαίας τραγωδίας προσπαθεί να «εκφραστεί» μέσα στην παγκοσμιοποιημένη, νεοφιλελεύθερη δυτική κοινωνία. Αποτελούμενος από ηθοποιούς αλλά κυρίως απλούς Πολωνούς πολίτες, ο θίασος κινείται σε όλον τον χώρο της σκηνής ποικιλοτρόπως: πειθαρχημένα σαν στρατός, άτακτα όπως το ανώνυμο κι ασυνεννόητο πλήθος, οργανωμένα και στοχευμένα προς έναν αόρατο εχθρό, σχηματικά, χορευτικά κ.ο.κ. Οι ηθοποιοί/πολίτες συμπλέκονται και αποσυμπλέκονται, συναθροίζονται και απο-συναθροίζονται, σχηματίζουν ομάδες, φατρίες και παρατάξεις – διαγωνίως, σε επάλληλες σειρές, σειρές τεμνόμενες και μη- οπισθοχωρούν, επιτίθενται, ακινητούν. Η κινησιολογία τους αναδεικνύει όλες τις πιθανές δράσεις και αντι-δράσεις που επισυμβαίνουν σε μια κοινότητα όταν προσπαθεί να συμπεριφερθεί ως μία συλλογικότητα: άλλοτε ομαδικές κινήσεις συγχρονισμένες ομονοούντων πολιτών, άλλοτε επιθετικές συγκρουσιακές στάσεις και τέλος μεμονωμένες ατομικές ιδιοσυγκρασιακές συμπεριφορές. Ο θίασος μοιάζει ενίοτε σαστισμένος και συγχυσμένος, στερημένος σχεδόν από όλους τους βαθμούς ελευθερίας του -είτε το γνωρίζει είτε όχι-, αποτελεί μια κοινότητα πλήρως υποταγμένη και καθοδηγούμενη από τη σκηνοθέτιδα, η οποία ως μαέστρος τη διευθύνει από τον χώρο της πλατείας. Ίσως, ένας «κρυμμένος» ηγέτης, μέσα στο πλήθος των θεατών.

Η Πολωνή σκηνοθέτις Μάρτα Γκουρνίτσκα (Marta Gόrnicka) εικονογραφεί -με μέσα λιτά, βασισμένα στη σωματική κινησιολογία (χορογραφία Anna Godowska) και τη φωνή, ομαδική εκφορά ή τραγούδι (μουσική ενορχήστρωση Teoniki Rozynek), την ευρωπαϊκή επικράτεια σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Ειρωνεύεται, σαρκάζει και στηλιτεύει με λόγο εύληπτο και απλό τον κάθε είδους διπολισμό και δυισμό πάνω στους οποίους οικοδομείται, παλαιόθεν, ο κυρίαρχος πολιτικός και πολιτειακός λόγος.

Ένας λαός, ξεγυμνώνεται επί σκηνής. Ένας λαός, καθρέφτης της σύγχρονης παλινδρόμησης των λαών της Ευρώπης ανάμεσα στη δράση και την παθητικότητα, την ανθρωπιά και την ιδιοτέλεια, τη συλλογικότητα και τον ακραίο εθνικισμό, εν ολίγοις, ανάμεσα σ’ έναν κόσμο που αδυνατεί να αναγνωρίσει το πρόσωπό του, την ταυτότητά του, να αυτοπροσδιοριστεί και να αυτο-γνωσθεί.

Η παράσταση καταλήγει με τις φράσεις: «Κάθε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα είναι συμπτωματική και τυχαία. Τέτοια πράγματα ΔΕΝ γίνονται στην πραγματικότητα. Εσείς, Εμείς δεν υπάρχουμε. Η αλήθεια δεν υπάρχει.
Ας το σταματήσουμε!».

Η ακροτελεύτια αυτή ρήση έχει διττή απεύθυνση: αφενός στα πραγματικά γεγονότα που αναπαριστούν μία κοινωνία εν τω γίγνεσθαι στη σκηνή κι αφετέρου ως μια αυτοαναφορά του θεατρικού κόσμου. Η θεατρική σκηνή είναι ένας «πλασματικός κόσμος» μέσα στον πραγματικό κόσμο. Κι ως τέτοιος, δεν υπάρχει φύσει, παρά μόνο θέσει. Ο θεατρικός κόσμος είναι ένας κόσμος υπό συνθήκη. «Εσείς, εμείς δεν υπάρχουμε». Οι ηθοποιοί, οι θεατές δεν υπάρχουν, παρά μόνο ως οντότητες της θεατρικής καταστατικής συνθήκης. «Η αλήθεια δεν υπάρχει» -στη σκηνή. «Ας το σταματήσουμε!». Αν το θέατρο δεν μπορεί να εκφέρει την αλήθεια, ας το σταματήσουμε.

Η παράσταση στοχεύει όχι μόνο στην αφύπνιση προς τη χειραφέτηση του πολίτη, αλλά και στη χειραφέτηση του θεατή. Έτσι, η Μάρτα Γκουρνίτσκα -και η Θεατρική της Ομάδα Χορός Γυναικών που δημιουργήθηκε το 2009 στην Πολωνία- με την αισθητική του χορού της αρχαίας τραγωδίας που επιλέγει και τον προβληματισμό που καταθέτει αποδεικνύει ότι η θεατρική τέχνη μπορεί και πάλι να αποτελέσει το πεδίο της ετεροτοπίας που κατά τον Φουκώ είναι το θέατρο. Σε καιρούς διαρκούς αισθητικοποίησης της καθημερινότητας, σύμφωνα με τις αρχές μιας κουλτούρας της διασκέδασης και του θεάματος, όπου η θεατρική τέχνη, μοιάζει να ενδίδει στις σειρήνες της εμπορευματοποίησης και της πραγμοποίησής της, παρόμοιες παραστάσεις δίνουν, ευτυχώς, θετική απάντηση στη διερώτηση του Agamben: «αν η Τέχνη και δη η θεατρική, δεν παρουσιάζει έναν έτερο κόσμο, τότε ποιος τόπος μπορεί να το κάνει;».

*Η Εύη Προύσαλη είναι Δρ. Θεατρικών Σπουδών – Κριτικός Θεάτρου