του Κωνσταντίνου Πουλή

Ο Κώστας ήταν μια ατελείωτη πηγή απίθανων ιδεών. Δεν σταματούσε ποτέ να επινοεί καινούργιους τρόπους για να στηρίζει και να εμπλουτίζει το εγχείρημά του. Η φιλοδοξία με την οποία περιέγραφε τα όνειρά  του άγγιζε τα όρια της τρέλας. Κυκλοφορούσε στο γραφείο με τις κάλτσες και κάτι παντελόνια που τους κρέμονταν κλωστές και αναρωτιόταν αν η εικόνα που έβγαζε στην εκπομπή του ήταν καλύτερη από του BBC. «Λείπει ύψος από το στούντιο», έλεγε, «μόλις πάμε σε καινούργιο στούντιο θα είναι καλύτερα». Έφτανε πέντε το πρωί που γυρίζαμε την Ανασκόπηση, κάποιες φορές οι δυο μας με την αδερφή του, τη Ζωή, και μου έλεγε υπερήφανος ότι είναι πολύ καλύτερο από το Last Week Tonight. Δεν είναι, το ξέρω, ο φίλος μου ήταν τρελός. Αν ήταν μόνο αυτά τα λόγια που τον χαρακτήριζαν, θα ήταν κακός τρελός, δηλαδή γραφικός. Όμως άφησε αυτά τα λόγια και το ThePressProject. Δηλαδή ένα εντελώς ανεξάρτητο δημοσιογραφικό μέσο, αυτοχρηματοδοτούμενο κατά ένα μεγάλο μέρος, με διεθνείς συνεργασίες που έφταναν μέχρι το IPI και το Wikileaks. Τον αποχαιρέτησαν με συγκίνηση άνθρωποι σαν τον Paul Mason, τον Julian Assange, τον Γιάνη Βαρουφάκη (δεν λογαριάζω πρωθυπουργούς και λοιπούς κατεργαραίους, ακολουθώντας τις προτεραιότητες του Κώστα), έντυπα σαν τη Liberation. Τι έβλεπαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που τους μιλούσε ο Κώστας με Αγγλικά χειρότερα κι απ’  του Τσίπρα; Τη φλόγα: ότι αυτό το εγχείρημα δεν ήταν σαν τα άλλα, γιατί αυτός δεν ήταν σαν κανέναν άλλον.

Οι άνθρωποι που έχουν τόση φιλοδοξία χωρίς καμία γνωριμία και καμία περιουσία είναι πολύ εύκολο να γίνουν κυνικοί. Ξεκινάς λίγο λίγο, λες δυο τρία «δε βαριέσαι, και ποιος θα το καταλάβει», τρως και σ’ ένα καλό εστιατόριο και ξυπνάς συμβιβασμένος άνθρωπος. Τα παραδείγματα αφθονούν, τώρα και στη δική μου γενιά, καθώς σαρανταρίζουμε και αυξάνονται οι πειρασμοί.

Ο Κώστας, που τόσα είχε ακούσει, ήταν άνθρωπος εντελώς ακέραιος. Όλες του οι αδυναμίες ήταν επιφανειακές. Μπουρδούκλωνε χίλια δυο και κακοκάρδιζε συνεργάτες διασύροντας το όνομά του και διαλύοντας την υγεία του, γιατί δεν έκανε ποτέ έναν γερό συμβιβασμό, προκειμένου να γίνει κι αυτός αξιοσέβαστος. Στις δύσκολες στιγμές υπήρξε ένας εργοδότης που καθυστερούσε να πληρώσει, χωρίς να αρνηθεί τις οφειλές και χωρίς να δεχθεί δωρεάν εργασία. Κανείς άλλος δεν θα είχε διασυρθεί τόσο για ένα τέτοιο αμάρτημα, αν δεν υπήρχε αυτή η βορβορώδης, αβυσσαλέα κακία του σιναφιού. Στους χειρότερους απ’  αυτούς εύχομαι αυτό που έγραψε ένας φίλος: «να γίνουν καλά».

Δεν ξέρω άνθρωπο να έχει συκοφαντηθεί τόσο. Να έχει μια δημόσια εικόνα τόσο άδικη σε σχέση με το τι ήταν. Η μόνη μου παρηγοριά για τον θάνατο του αγαπημένου μου φίλου είναι ότι μετά την αναστάτωση του περασμένου Οκτωβρίου βρέθηκαν 1101 άνθρωποι να του πουν ότι δεν είναι τρελός, ότι αυτό που βλέπει δεν το βλέπει μόνος του, δεν ακούει φωνές, κάποιος κατάλαβε τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια με τη ζωή του και τα λεφτά του ο Κώστας. Έριχνε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στο TPP μέσα στην κρίση, στερώντας από τον εαυτό του και την οικογένειά του μια ζωή άνετη και πλούσια. Σκέφτομαι με πόση αγάπη η Γρανέτα, η γυναίκα του, στήριξε αυτόν τον παραλογισμό, αυτή την αδιανόητη θυσία. Να μην τον βλέπει, να μη βλέπει τα λεφτά του, να ζει κι εκείνη μέσα στην απίθανη τρέλα αυτών των ονείρων, χαρούμενη και υπερήφανη.

Για μένα ο Κώστας ήταν αδερφός. Συζητήσαμε, δουλέψαμε, μαγειρέψαμε μαζί, γελάσαμε,  ατελείωτες ώρες που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Η καρδιολόγος του του έλεγε να μην κουράζεται και να μην αγχώνεται, και αυτός το έλεγε γελώντας. Γιατί κοιμόταν τέσσερις ώρες την ημέρα και έζησε μέσα στην πίεση και το άγχος. Δεν χρειαζόταν καρδιολόγος για να καταλάβει ότι αυτό σημαίνει ότι θα ζούσε μια ζωή ηρωική αλλά σύντομη.

Νιώθω ευγνωμοσύνη για το ότι υπήρξαμε φίλοι και ελπίζω στο ThePressProject να καταφέρουμε να καλύψουμε όλοι μαζί την απόσταση που μας χωρίζει από αυτόν ποταμό δημιουργικότητας που ήταν ο Κώστας.